Karl Popper,
To απόσπασμα από τη Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης (πρώτη έκδοση στα γερμανικά το 1934) που ακολουθεί, παρουσιάζει το επονομαζόμενο «πρόβλημα της επαγωγής» για τις εμπειρικές επιστήμες και εισάγει την έννοια της διάψευσης ως «κριτήριο διάκρισης» ανάμεσα στην εμπειρική επιστήμη και τις μη εμπειρικές θεωρίες.
Ο Πόπερ αντικαθιστά την αρχή του ελέγχου του λογικού νεοθετικισμού με την αρχή της παραποίησης: είναι
επιστημονική, σύμφωνα με τον Πόπερ, μόνο η θεωρία που μένει ανοιχτή
στην αντίκρουση της εμπειρίας, η οποία δηλαδή συλλογίζεται τουλάχιστον
ένα συμβάν το οποίο είναι λογικά πιθανό και ικανό να την ικανοποιήσει.
Συνηθίζεται να λέγεται ότι ένας συλλογισμός είναι «επαγωγικός»
όταν προχωρά από μεμονωμένες αποφάνσεις, οι οποίες μερικές φορές
ονομάζονται «συγκεκριμένες» αποφάνσεις και είναι οι αναφορές
αποτελεσμάτων από παρατηρήσεις ή πειράματα, σε καθολικές αποφάνσεις, οι
οποίες είναι υποθέσεις ή θεωρίες.
Από λογική άποψη, είναι κάθε άλλο παρά
σαφές ότι είναι δικαιολογημένο να συνεπάγουμε καθολικές αποφάνσεις από
μεμονωμένες, όσο πολλές και αν είναι αυτές· πράγματι, κάθε συμπέρασμα
που εξάγεται με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποδειχθεί ψευδές: όσο πολλές
και αν είναι οι περιπτώσεις λευκών κύκνων που ενδεχομένως έχουμε
παρατηρήσει, αυτό δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι όλοι οι κύκνοι είναι
λευκοί.
Το ερώτημα, αν οι επαγωγικοί
συλλογισμοί δικαιολογούνται ή σε ποιες περιπτώσεις συμβαίνει αυτό, είναι
γνωστό ως το πρόβλημα της επαγωγής.
Το πρόβλημα της επαγωγής μπορεί να
διατυπωθεί ως το πρόβλημα του τρόπου καθορισμού της αλήθειας καθολικών
αποφάνσεων οι οποίες βασίζονται στην εμπειρία, όπως οι υποθέσεις και τα
συστήματα θεωρίας των εμπειρικών επιστημών.
Πράγματι, πολλοί πιστεύουν ότι η αλήθεια
αυτών των καθολικών αποφάνσεων είναι «γνωστή εξ εμπειρίας»· ωστόσο,
είναι σαφές, πρώτα απ’ όλα, ότι η αναφορά μιας εμπειρίας […] μπορεί να
είναι μόνο μία μεμονωμένη απόφανση και όχι καθολική. Επομένως, όποιος
λέει ότι γνωρίζουμε την αλήθεια μιας καθολικής απόφανσης μέσα από την
εμπειρία, συνήθως εννοεί ότι η αλήθεια αυτής της καθολικής απόφανσης
μπορεί να αναχθεί κατά κάποιον τρόπο στην αλήθεια μεμονωμένων αποφάνσεων
και ότι η αλήθεια αυτών των μεμονωμένων αποφάνσεων είναι γνωστή εξ
εμπειρίας: αυτό ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι η καθολική απόφανση
βασίζεται στον επαγωγικό συλλογισμό.
Επομένως, το ερώτημα αν υπάρχουν φυσικοί
νόμοι η αλήθεια των οποίων είναι γνωστή φαίνεται να είναι μόνο ένας
άλλος τρόπος για να αναρωτηθούμε αν οι επαγωγικοί συλλογισμοί
δικαιολογούνται λογικά. Ωστόσο, αν θέλουμε να βρούμε έναν τρόπο για να
δικαιολογήσουμε τους επαγωγικούς συλλογισμούς, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα
να προσπαθήσουμε να καθιερώσουμε μια συλλογιστική αρχή. Μια συλλογιστική
αρχή θα ήταν μια απόφανση με τη βοήθεια της οποίας θα ήταν δυνατόν να
θέσουμε τους επαγωγικούς συλλογισμούς σε μία λογικά αποδεκτή μορφή. […]
Αυτή η αρχή του συλλογισμού δεν
μπορεί να είναι μία αμιγώς λογική αλήθεια, όπως μία ταυτολογία ή μία
αναλυτική απόφανση. […] Επομένως, η αρχή του συλλογισμού θα πρέπει να
είναι μία συνθετική απόφανση, δηλαδή μία απόφανση η άρνηση της οποίας
δεν είναι αυτοαναιρούμενη αλλά λογικά πιθανή.
Εμφανίζεται έτσι το ερώτημα:
γιατί μία τέτοια αρχή θα πρέπει να γίνεται δίχως άλλο αποδεκτή και πώς
είναι δυνατόν να δικαιολογήσουμε την αποδοχή της, επάνω σε λογικές
βάσεις. […]
Για να το δικαιολογήσουμε, θα πρέπει
να εφαρμόσουμε επαγωγικούς συλλογισμούς· και για να τους
δικαιολογήσουμε θα πρέπει να υποθέσουμε μία συλλογιστική αρχή ανώτερης
τάξης, και ούτω καθεξής. Με αυτόν τον τρόπο, η προσπάθεια να βασιστεί η
συλλογιστική αρχή πάνω στην εμπειρία αποτυγχάνει γιατί οδηγεί απαραίτητα
σε επ’ άπειρον υποχώρηση. […] θεωρώ ότι οι διάφορες δυσκολίες της
επαγωγικής λογικής που περιγράφηκαν είναι ανυπέρβλητες. Κατά τον ίδιο
τρόπο, φοβάμαι ότι είναι ανυπέρβλητες και αυτές που αφορούν τη θεωρία, η
οποία σήμερα είναι πολύ διαδεδομένη, ότι ο επαγωγικός συλλογισμός, αν
και δεν είναι «αυστηρά έγκυρος», μπορεί να έχει έναν βαθμό «αξιοπιστίας»
ή «πιθανότητας». […]
Εν
συντομία, όπως κάθε άλλη μορφή επαγωγικής λογικής, η λογική του πιθανού
συλλογισμού, ή «λογική της πιθανότητας», οδηγεί ή σε μία επ’ άπειρον
υποχώρηση ή στη θεωρία του απριορισμού. […]
Το κριτήριο διάκρισης
που είναι εγγενές στην επαγωγική λογική -δηλαδή το θετικιστικό δόγμα της
σημασίας- ισοδυναμεί με την αξίωση ότι όλες οι αποφάνσεις της
εμπειρικής επιστήμης (δηλαδή όλες οι «σημαντικές» αποφάνσεις) πρέπει να
υπόκεινται σε μια συμπερασματική απόφαση όσον αφορά την αλήθεια και το
ψεύδος τους· θα λέγαμε ότι πρέπει να μπορούν να «αποφασιστούν κατά
τρόπον οριστικό». […]
Οι θεωρίες δεν μπορούν ποτέ να αποδειχθούν εμπειρικά.
Αν θέλουμε να αποφύγουμε το θετικιστικό λάθος, το οποίο συνίσταται στην
εξάλειψη μέσα από το δικό μας κριτήριο της διάκρισης των συστημάτων των
θεωριών των φυσικών επιστημών, θα πρέπει να επιλέξουμε ένα κριτήριο που
μας επιτρέπει να παραδεχτούμε, στο πεδίο της εμπειρικής επιστήμης,
αποφάνσεις που δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν.
Αλλά σίγουρα θα παραδεχτώ ως εμπειρικό, ή επιστημονικό, μόνο το σύστημα που μπορεί να ελεγχθεί από την εμπειρία.
Αυτές οι σκέψεις υπαινίσσονται ότι κριτήριο διάκρισης δεν θα πρέπει να
είναι η δυνατότητα επιβεβαίωσης αλλά διάψευσης της εμπειρίας. Με άλλα
λόγια: δεν απαιτώ ένα επιστημονικό σύστημα να είναι ικανό να επιλεχθεί,
με τη θετική έννοια, μία και διά παντός· αλλά απαιτώ η λογική του μορφή
να είναι τέτοια ώστε να μπορεί να προβληθεί, μέσα από εμπειρικούς
ελέγχους, με την αρνητική έννοια: ένα εμπειρικό σύστημα θα πρέπει να
μπορεί να αντικρουστεί από την εμπειρία.
***
Karl Popper, Logica della scoperta scientifica, Einaudi, Torino -1981Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου