ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ
Ο Αριστοτέλης όχι μόνο δεν αμφισβητεί την ανάγκη της σωματικής εκγύμνασης, αλλά τη θέτει σε απόλυτη προτεραιότητα...
«… επιβάλλεται να προηγείται η φροντίδα για το σώμα από τη φροντίδα για την ψυχή…». (1334b25 – 26), άποψη που επαναλαμβάνει: «… η παιδεία πρέπει να παρέχεται πρώτα με τη συνήθεια παρά με το λόγο, και να ασχολείται πρώτα με το σώμα παρά με το πνεύμα…». (1338b 4 – 6). Το τελικό συμπέρασμα επικυρώνει τα παραπάνω: «… συνάγεται καθαρά από αυτά ότι προηγείται η αγωγή των παιδιών η προερχόμενη από τους γυμναστές και τους παιδοτρίβες». (1338b 6 – 7).
Ωστόσο, αυτό που πρώτα διευκρινίζεται είναι ότι άλλο γυμναστική κι άλλο σωματική καταπόνηση: «Σήμερα μερικές από τις φημισμένες πόλεις για τη φροντίδα των παιδιών επιμένουν στην αθλητική διάπλαση του σώματος σε βάρος της σωματικής μορφής και ανάπτυξης». (1338b 9 – 11). (Η μεταφράστρια Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου εξηγεί ότι οι πόλεις που αναφέρεται ο Αριστοτέλης είναι κυρίως το Άργος και η Θήβα). Η επισήμανση ότι η επιμονή στην αθλητική διάπλαση είναι σε βάρος της σωματικής ανάπτυξης καταδεικνύει το ζημιογόνο της υπερβολής, που όχι μόνο δεν ασκεί το σώμα, αλλά το στρεβλώνει.
Η εξαντλητική εντατικοποίηση που απαιτεί η αθλητική εκδοχή της γυμναστικής οδηγεί περισσότερο στην εξασθένηση της αντοχής παρά στην ενδυνάμωση: «Ισχυρή απόδειξη της δυνατής αυτής επίπτωσης είναι το γεγονός ότι στους πίνακες των Ολυμπιονικών σε δύο τρεις μόνο περιπτώσεις θα εύρισκε κανείς ότι νίκησαν στους αγώνες οι ίδιοι αθλητές αγωνιζόμενοι ως παιδιά και ως άντρες, επειδή οι υποχρεωτικές και επίπονες ασκήσεις κατά τη νεότητά τους εξάντλησαν τη δυναμικότητά τους». (1338b 42 – 1339a 4).
Φυσικά, αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει αθλητισμό σήμερα θα το λέγαμε πρωταθλητισμό. Η ουσία όμως δεν αλλάζει. Η γυμναστική, όταν τίθεται αυστηρά στη λογική των επιδόσεων χάνει το σκοπό της, αφού οφείλει να κινηθεί στα άκρα προκειμένου να εξυπηρετήσει τον ανταγωνισμό. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι νέοι αδυνατούν να επαναλάβουν ως άντρες τις διακρίσεις που είχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες αποδεικνύει το εσφαλμένο της κατάχρησης.
Εξάλλου, η γυμναστική που αποσκοπεί στα αθλητικά επιτεύγματα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εστιάσει κυρίως σ’ εκείνα τα μέλη του σώματος που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διεκπεραίωση του εκάστοτε αθλήματος. Με άλλα λόγια, παύει να αφορά το σώμα στο σύνολό του και παίρνει τη μορφή της βίαιης εξάσκησης ενός μόνο μέρους: «Το σώμα είναι καλό να μάθει στη σκληραγωγία, αλλά όχι με βίαιες ασκήσεις και ούτε με την άσκηση και ενίσχυση ενός μέλους μόνο του σώματος, όπως είναι η τάση των αθλητών, αλλά με σκοπό την πραγμάτωση των επιδιώξεων των ελεύθερων πολιτών». (1335b 8 – 11).
Ο ελεύθερος πολίτης θέλοντας να εκπληρώσει το πρότυπο του «καλός κι αγαθός» οφείλει να πραγματώνει το «νους υγιής εν σώματι υγιεί». Και το υγιές σώμα δε σχετίζεται με την κακομεταχείριση, που σταδιακά θα το αχρηστεύσει. Από την άποψη αυτή, ο αθλητισμός δεν ταιριάζει στους ελεύθερους.
Όμως, η γυμναστική δεν είναι μόνο σωματική άσκηση, αλλά συμβάλλει και στη διάπλαση της ψυχής. Το σθένος, η ανδρεία, η αντοχή στις αντιξοότητες και στους κινδύνους, με δυο λόγια αυτό που ονομάζουμε ευψυχία είναι η κύρια μέριμνα του παιδοτρίβη. Το γυμνασμένο σώμα είναι το υγιές σώμα και οι δυνατότητες της ψυχής βρίσκουν γόνιμο έδαφος μέσα σ’ ένα τέτοιο σώμα. Ο Ι. Σ. Χριστοδούλου, ο οποίος μετέφρασε το «Περί Ψυχής» του Αριστοτέλη για λογαριασμό των εκδόσεων ΖΗΤΡΟΣ γράφει στην εισαγωγή: «Η ψυχή δεν υπάρχει χωρίς το σώμα, αλλά δεν είναι είδος σώματος. Δεν είναι σώμα, αλλά κάτι από το σώμα. Γι’ αυτό υπάρχει μέσα στο σώμα, και μάλιστα σε συγκεκριμένο σώμα». (σελ. 9 – 10).
γραμματόσημο για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896
Και συμπληρώνει: «Σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό, ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού, οργανικού σώματος, που έχει τη δυνατότητα της ζωής, και, επίσης, έχει μέσα του την αρχή της κίνησης και της στάσης. Εντελέχεια είναι η μορφή του όντος που υπάρχει σε κατάσταση δυνατότητας. Η ψυχή, δηλαδή, είναι μια υπόσταση με την έννοια της μορφής. Η χαρακτηριστική αριστοτελική διατύπωση, είναι πως η ψυχή είναι αυτό που ένα συγκεκριμένο σώμα ήταν να είναι. Είναι αιτία και αρχή του ζωντανού σώματος, η πηγή και ο σκοπός της κίνησής του». (σελ. 10).
Ο Αριστοτέλης στο Β΄ βιβλίο από το «Περί Ψυχής» αναφέρει: «… κάθε φυσικό σώμα, που έχει ζωή, πρέπει να είναι υπόσταση, και μάλιστα με την έννοια της σύνθετης υπόστασης». (412a 15 – 16). Φυσικά ως σύνθετη υπόσταση εννοείται η ύλη και η μορφή. Η ύλη ταυτίζεται με το δυνάμει, τη δυνατότητα. Το μάρμαρο (ύλη) είναι δυνάμει άγαλμα. Για να γίνει και ενεργεία πρέπει πρώτα να το φιλοτεχνήσει ο γλύπτης, να πάρει δηλαδή τη μορφή του αγάλματος. Το ενεργεία, η πραγμάτωση δηλαδή του δυνάμει, ταυτίζεται με τη μορφή. Η εντελέχεια είναι η τάση κάθε όντος να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του, να επιτελέσει δηλαδή με τον καλύτερο τρόπο το έργο για το οποίο είναι πλασμένο: «… η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού σώματος, που έχει τη δυνατότητα της ζωής». (412a 27 – 29).
Με άλλα λόγια, η ψυχή είναι η τελειότητα, όπου το σώμα πρέπει να φτάσει μέσα από την εξελικτική του πορεία. Γι’ αυτό και η φράση του Χριστοδούλου: «… η ψυχή είναι αυτό που ένα συγκεκριμένο σώμα ήταν να είναι». Γιατί κατά τον Αριστοτέλη: «Η ψυχή, επομένως, είναι εντελέχεια ενός τέτοιου σώματος». (412a 21 – 22).
Από τη στιγμή που η ψυχή τίθεται ως εντελέχεια του σώματος, δηλαδή ως δυνητική μορφή ενός όντος, αν ολοκληρώσει την εξελικτική του πορεία, αυτό που μένει είναι ότι το σώμα οφείλει να εκπληρώσει τις επιταγές τις ψυχής. Γι’ αυτό το σώμα ταυτίζεται με την ύλη: «γιατί, κάθε πράγματος η εντελέχεια, είναι φυσικό να πραγματώνεται μέσα σε εκείνο που έχει τη δυνατότητα να γίνει αυτό το πράγμα, και μέσα στην κατάλληλη ύλη. Ότι, επομένως, η ψυχή είναι μια ορισμένη εντελέχεια, και μορφή εκείνου που έχει τη δυνατότητα να είναι κάτι συγκεκριμένο, γίνεται φανερό από αυτά που είπαμε». (414a 27 – 30).
Γι’ αυτό η ψυχή ταυτίζεται με τη μορφή, ως εντελέχεια της ύλης, ως δηλαδή τελική υπόσταση, που, έστω δυνητικά, οφείλει να δώσει στο σώμα. Κι αυτός είναι ο λόγος που η ψυχή και το σώμα είναι αλληλένδετα, όπως αλληλένδετα είναι το μάρμαρο (ύλη) με το άγαλμα (μορφή).
Το σώμα, αποστερούμενο την εντελέχεια της ψυχής δεν έχει νόημα, αφού κάθε πράγμα υφίσταται μονάχα αν μπορεί να εκπληρώσει το έργο για το οποίο είναι πλασμένο (τελεολογία), όπως το κομμένο χέρι δεν είναι χέρι, αφού τελεολογικά αχρηστεύεται, ασχέτως αν εξακολουθούμε να το λέμε χέρι. Με τον ίδιο τρόπο, το αποκομμένο από την ψυχή σώμα, αν θα μπορούσε να ειπωθεί κάτι τέτοιο, είναι άχρηστο καθώς αποκόβεται από τον τελικό του σκοπό, που νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.
Από την άλλη, μια ψυχή χωρίς σώμα είναι επίσης άχρηστη, αφού στερείται της ύλης που θα οδηγήσει στην εντελέχεια. Είναι σαν να μιλάμε για άγαλμα χωρίς μάρμαρο: «και επειδή η ψυχή είναι πρωταρχικά αυτό με το οποίο ζούμε και αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε, το συμπέρασμα είναι πως η ψυχή είναι έννοια και μορφή, και όχι ύλη και το υποκείμενο. Πράγματι, η υπόσταση, όπως είπαμε, έχει τρεις σημασίες: σημαίνει τη μορφή, την ύλη και τελικά τη σύνθεση των δύο. Από αυτά, πάλι, η ύλη είναι μια δυνατότητα, ενώ η μορφή εντελέχεια. Και, επειδή το έμψυχο είναι αυτό που αποτελείται και από τα δύο, δεν είναι το σώμα εντελέχεια της ψυχής, αλλά η ίδια» (η ψυχή εννοείται) «εντελέχεια ενός ορισμένου σώματος. Και, γι’ αυτό, σωστά σκέπτονται, αυτοί που θεωρούν πως ούτε υπάρχει χωρίς το σώμα, ούτε είναι η ψυχή ένα είδος σώματος». (414a 13 – 22).
Αποδεχόμενοι ότι η ψυχή, ως εντελέχεια και μορφή, επιδιώκει το θάρρος και την ανδρεία, η γυμναστική είναι η μέθοδος που πλάθει την ύλη (σώμα) σύμφωνα με τις επιταγές που έχουν οριστεί γι’ αυτήν. Είναι δηλαδή ο τρόπος που το «δυνάμει» γίνεται «ενεργεία», που το σώμα θα φτάσει στην ολοκλήρωσή του σύμφωνα με τα παραγγέλματα της ψυχής. Όμως, και πάλι τίθενται όρια, τα οποία, εάν ξεπεραστούν, θα επέλθουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, όπως το σώμα καταπονείται και τελικά εξασθενεί από την επίπονη άσκηση των αθλητικών επιδόσεων, έτσι και η ψυχή ζημιώνεται, αφού το θάρρος το διαδέχεται η θρασύτητα, ιδίως στην περίπτωση που η επίπονη γυμναστική δε συνοδεύεται από την πνευματική καλλιέργεια.
Στο όγδοο βιβλίο των «Πολιτικών» ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Εκείνοι πάλι που επιτρέπουν να υποβάλλονται τα παιδιά τους σε αυτές τις σκληρές εκπαιδεύσεις και τα αφήνουν απαιδαγώγητα στα αναγκαία, τα καθιστούν χυδαία, αφού τα κάνουν ικανά σε ένα μόνο έργο/τομέα της πολιτικής και σε αυτό χειρότερα από τους άλλους, όπως δείχνει η λογική». (1338b 32 – 36).
Η αγριότητα και η καθημερινή σκληραγωγία όχι μόνο δεν παραπέμπουν στον ελεύθερο άνθρωπο, αλλά περισσότερο τείνουν προς τη βαρβαρότητα: «… υπάρχουν πολλά βαρβαρικά έθνη στα οποία διακρίνονται τάσεις ανθρωποκτονίας και ανθρωποφαγίας, όπως οι Αχαιοί και οι Ηνίοχοι γύρω από τον Πόντο, καθώς και άλλα ηπειρωτικά έθνη, όμοια αλλά και χειρότερα από αυτά, τα οποία είναι μεν ληστρικά δε διακρίνονται όμως από ανδρεία». (1338b 19 – 24).
Όσο για τους Σπαρτιάτες, που προήγαγαν σε ιδεώδες τη στρατιωτική εκγύμναση και τη σκληραγωγία, ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «Επιπλέον γνωρίζουμε ότι οι Σπαρτιάτες όσο αυτοί μόνο υπέβαλλαν τον εαυτό τους σε επίπονες εκπαιδεύσεις, υπερείχαν των άλλων, τώρα όμως υπολείπονται και στους αθλητικούς αγώνες και στους πολέμους. Με άλλα λόγια δεν ήταν ανώτεροι, επειδή εφάρμοζαν στους νέους αυτό τον τρόπο γυμναστικής αγωγής, αλλά επειδή αυτοί μόνο ασκούνταν, ενώ οι άλλοι όχι». (1338b 24 – 29).
Τελικώς, το στοιχείο που θα καθορίσει τις ισορροπίες είναι η μεσότητα και, όταν γίνεται λόγος για παιδαγωγικά ζητήματα αυτό που μένει ως ένδειξη μέτρου είναι ο πλουραλισμός. Η αγωγή που εμμένει στην καλλιέργεια μιας μόνο αρετής δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στην υπερβολή, δηλαδή να αποτύχει. Ο άνθρωπος, ως πολυδιάστατο ον, οφείλει να βρεθεί μπροστά σε όλα τα παιδαγωγικά ερεθίσματα και να καλλιεργήσει όλες τις αρετές της ψυχής: «Και όμως, όπως επαναλάβαμε πολλές φορές, δεν είναι σωστό να κατευθύνουν οι άνθρωποι την αγωγή αποβλέποντας στην άσκηση μίας αρετής ούτε στην άσκηση κυρίως μιας συγκεκριμένης αρετής, διότι, αν επικεντρώσουν τη φροντίδα τους σε αυτή, δε θα κατορθώσουν την επίτευξη ούτε αυτής». (1338b 14 – 17).
γραμματόσημο για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896
Ο στόχος της παιδείας είναι η ευγένεια της ψυχής. Το θάρρος και η ανδρεία προϋποθέτουν αυτή την ευγένεια, αφού η γενναιότητα υφίσταται, μονάχα, όταν τίθεται στην υπηρεσία ενός ανώτερου σκοπού και συνοδεύεται από την επίγνωση του κινδύνου. Η γενναιότητα προϋποθέτει τη συνείδηση. Η άγνοια του κινδύνου ταιριάζει στην αφροσύνη και η έλλειψη ανώτερου σκοπού στη βαρβαρότητα: «Συνεπώς είναι σωστό να πρωταγωνιστεί το ευγενές και όχι το θηριώδες, καθώς ούτε ο λύκος ούτε κανένα άλλο θηρίο μπορεί να ριψοκινδυνεύσει για κάποιον ανώτερο σκοπό παρά μόνο ο ευγενής άνθρωπος». (1338b 29 – 32).
Επιπλέον, όταν η εκπαίδευση εστιάζει στην πνευματική εξάσκηση είναι καλό να χαλαρώνει τη σωματική και το αντίστροφο, αφού η εντατικοποίηση και στους δύο τομείς συγχρόνως κρίνεται ζημιογόνα: «… δεν ενδείκνυται να καταπονούνται συγχρόνως και το πνεύμα και το σώμα, καθώς το κάθε είδος άσκησης αντίστοιχα από μόνο του καταπονεί το αντίθετό του, δηλαδή ο σωματικός κόπος ταλαιπωρεί το πνεύμα και ο πνευματικός κόπος το σώμα». (1339a 7 – 10).
Αυτό που μένει είναι οι τελικές συστάσεις του Αριστοτέλη για τη σωστή εκγύμναση των νέων, η οποία οφείλει να συνδέεται άρρηκτα με την ηλικία τους: «… ως την εφηβική ηλικία χρειάζεται να δίνονται ελαφρότερες γυμναστικές ασκήσεις, να αποφεύγονται η αυστηρή δίαιτα και ο εξαναγκασμός σε επίπονες ασκήσεις, για να μην εμποδίζεται καθόλου η φυσιολογική ανάπτυξη του σώματος. […] Όταν περάσουν τρία χρόνια από την αρχή της εφηβείας, τότε μαζί με τα άλλα μαθήματα είναι ο κατάλληλος χρόνος να επιδίδονται οι νέοι σε επίπονες ασκήσεις και σε αναγκαστική δίαιτα». (1338b 40 – 43, 1339a 4 – 7).
Θα έλεγε κανείς πως η διευκρίνιση ότι η αναγκαστική δίαιτα και οι επίπονες ασκήσεις πρέπει να γίνουν τρία χρόνια μετά την εφηβεία παραπέμπει περισσότερο σε στρατιωτική προετοιμασία, που αναγκαστικά εμπεριέχει την αυστηρή εκγύμναση. Υπό αυτό τον όρο, δε θα ήταν υπερβολή να γίνει λόγος και για την πειθαρχία και την αυτοσυγκράτηση ως αρετές της ψυχής. Όμως, κι αυτή η συνθήκη, όσο κι αν τίθεται ως κάτι αναγκαίο, είναι συνυφασμένη με την παροδικότητα.
Ο Αριστοτέλης δεν ασπάζεται το σπαρτιατικό μοντέλο της διαρκούς πολεμικής προετοιμασίας, γιατί, εν τέλει, τείνει στο θηριώδες: «οι Σπαρτιάτες από την άλλη […] καθιστούν θηριώδη τα παιδιά τους με τις επίπονες ασκήσεις, γιατί κατά τη γνώμη τους έτσι ενισχύεται πάρα πολύ η ανδρεία τους». (1338b 12 – 14). Όμως το θηριώδες δε συνάδει με την ευγένεια. Κατά συνέπεια δε θα μπορούσε να εκπληρώνει το ιδεώδες του ελεύθερου ανθρώπου.
γραμματόσημο για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 4ος, μετάφραση Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2009
Αριστοτέλης: «Περί Ψυχής», Ε΄ έκδοση, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2000
Θανάσης Μπαντές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου