ΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ
Το εκτυφλωτικό ελληνικό φως τρυπούσε μέσα από τα γεμάτα τρυφερότητα ροζ και λευκά λουλούδια της μπουκαμβίλιας που σκέπαζε τη μικρή κυκλαδίτικη πλατεία. Ο κόσμος ήταν λίγος ακόμη, πρωί.
Η υπάλληλος του καφενείου καθόταν στον χτιστό πάγκο της εισόδου και παρατηρούσε τα γύρω στενά. Την ήξερε καλά αυτή την εικόνα, τη ζούσε τρία συνεχόμενα καλοκαίρια.
Λευκά κτίσματα, γαλανά παράθυρα, λίγο πιο σκούρα από τον ουρανό που έκρυβε όσο χρειαζόταν η μπουκαμβίλια, πλακόστρωτο καλοζωγραφισμένο με ασβέστη που ανανεωνόταν δύο φορές την εβδομάδα, στρογγυλά σιδερένια τρίποδα τραπεζάκια και ξύλινες καρέκλες με πλεγμένη ψάθα για κάθισμα. Ακριβώς απέναντι η εκκλησία με το μεγάλο ρολόι, που πάντα πήγαινε μία ώρα πίσω. Κανείς δεν είχε σκεφτεί να το γυρίσει στη θερινή φαίνεται.
Σιγά σιγά άνοιγαν και τα άλλα μαγαζιά: το κοσμηματοπωλείο απέναντι, το μαγαζί με τα σανδάλια και τα ρούχα στο στενό, το ψιλικατζίδικο πιο δίπλα.
Το προηγούμενο βράδυ το μαγαζί έκλεισε ξημερώματα. Οι τουρίστες, Ελληνες και ξένοι, Γάλλοι και Σκανδιναβοί, τραγουδούσαν μαζί με τους μουσικούς παλιά ρεμπέτικα – κι ας μην ήξεραν λέξη από τους στίχους. Επιναν ρακές και χύμα λευκό κρασί και γελούσαν. Ενας-δυο σηκώθηκαν και χόρεψαν. Όπως ήξεραν και μπορούσαν.
Όλοι τούς χειροκρότησαν.
Αλλά τώρα ήταν πρωί. Σε λίγο θα έρχονταν οι πρώτοι πελάτες. Οι πρωινοί θαμώνες – αν μπορείς να χαρακτηρίσεις θαμώνες όσους επιλέγουν το ίδιο σημείο για καφέ τις δέκα ή δεκαπέντε ημέρες που διαρκούν οι διακοπές.
Πρώτος ερχόταν ο μεσήλικας Γάλλος που έκανε κάθε χρόνο διακοπές στο νησί τρεις μήνες. Είχε βγει στη σύνταξη πια, είχε και εισοδήματα, οικογένεια δεν θέλησε ποτέ να κάνει. Οσο τον ήξερε, ερχόταν μόνος του.
Μετά η πανύψηλη Νορβηγίδα με το καμένο από τον ήλιο δέρμα. Μιλούσε αρκετά καλά ελληνικά. Έπινε πάντα ελληνικό καφέ από τότε που παντρεύτηκε με Έλληνα.
Ύστερα έρχονταν τρεις φίλες. Πρώτη φορά στο νησί και είχαν ενθουσιαστεί – και πώς να γινόταν αλλιώς, τέτοια νερά, τέτοια ομορφιά, πουθενά αλλού. Ελληνίδες. Ηταν εδώ ήδη αρκετές ημέρες.
Έπαιρναν καφέδες, τοστάκια και ένα γλυκό του κουταλιού στη μέση, βύσσινο ή κυδώνι. Κουβέντιαζαν πολύ και γελούσαν.
Οι δύο ήταν πιο ζωηρές, πιο δυναμικές, μιλούσαν πολύ, μεταξύ τους ή στο τηλέφωνο, γελούσαν περισσότερο και διαρκώς κινούνταν. Όλο κάτι χρειάζονταν, κάπου ήθελαν να πάνε, κάτι να δουν, κάτι να ρωτήσουν. Έφευγαν, έρχονταν, σηκώνονταν, κάθονταν.
Η τρίτη μιλούσε λιγότερο, γελούσε, καμιά φορά έλεγε κάτι κουνώντας ζωηρά τα χέρια και με έντονες εκφράσεις, αλλά περισσότερο άκουγε και κινούνταν λιγότερο. Διάλεγε το πιο σκιερό κάθισμα και έβαζε τα πόδια της στα οριζόντια στηρίγματα της διπλανής καρέκλας. Είχε πάντα μαζί της εφημερίδα, ένα βιβλίο, ένα σημειωματάριο, ένα στυλό. Πότε διάβαζε, πότε σημείωνε.
Συχνά την απορροφούσε τόσο πολύ το να γράφει, που δεν άκουγε τις φίλες της που επέστρεφαν από τα ψώνια ή τις εξερευνήσεις τους. Απολάμβανε τη σκιά της μπουκαμβίλιας, πότε χάζευε τις γάτες που διάλεγαν να καθίσουν στην πιο παχιά σκιά και πότε χανόταν κοιτάζοντας πέρα μακριά ή κλείνοντας τα μάτια. Ονειροπολούσε; Ποιος να ’ξερε. Έτρωγε το γλυκό βύσσινο λίγο λίγο και έπινε τον διπλό καφέ της γουλιά γουλιά.
Εκείνη την ημέρα την είδε που έφτασε πρώτη στο άδειο ακόμα καφενείο.
«Καλημέρα», είπε. «Τι καλά, σήμερα δεν έχετε ακόμα κόσμο».
Έβγαλε την κόκκινη φωτογραφική μηχανή της και τράβηξε μερικές φωτογραφίες από διαφορετικές γωνίες. Όταν ήρθαν οι φίλες της, τους τις έδειξε.
«Θα τις βάλω στον υπολογιστή, για επιφάνεια εργασίας. Θα χαίρομαι αυτό το καλοκαιρινό φως και τις πιο σκοτεινές μέρες του χρόνου», είπε. «Ας παραγγείλουμε καφέ. Σας περίμενα».
Η υπάλληλος του καφενείου τις παρατήρησε τότε καλύτερα. Ήταν η μέρα της αναχώρησης. Δεν φορούσαν σήμερα μαγιό, άνετες πουκαμίσες, σαγιονάρες. Φορούσαν τα «πολιτικά» τους.
Θα τις ξανάβλεπε; Δεν ήξερε. Τους σέρβιρε τους καφέδες και τις κέρασε γλυκό του κουταλιού. Βύσσινο, σπιτικό, που τους άρεσε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου