ΔΕΝ ΧΩΡΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ
«Κι όμως τι κρίμα, δεν χωράς πουθενά» (Τρύπες)
«It’s better to burn out than to fade away» (Neil Young)
~~~~~~~~~~~~~
Δεν ξέρω αν φταίει η άτιμη κοινωνία, ο κόσμος, ο θεός, το κακό μας το κεφάλι, το κρασί. Δεν ξέρω τι φταίει, αν φταίει κάτι -ή αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος.
Όμως συχνά βλέπω ανθρώπους που αξίζουν πολλά, με δυνατό μυαλό και μεγάλη καρδιά, ίσως και με μόρφωση επίσημη, πανεπιστημιακή, να ξοδεύονται άσκοπα, να μένουν απέξω, να μη χωράνε πουθενά, να καίγονται -έτσι όπως το ‘λεγε κι ο Γκίνσμπεργκ: «Είδα τα καλύτερα μυαλά τής γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα».
Μα δεν είναι χαλασμένα, είναι αλλοπρόσαλλα, σαν να μην ταιριάζουν στο παζλ.
Όταν κάποιοι με τις μισές ικανότητες κι ακόμα λιγότερη προσπάθεια καταφέρνουν να ευδοκιμούν στον κήπο, εκείνοι σαν αγριόχορτα ξεραίνονται σε μια γωνιά, αφού προλάβουν να φτιάξουν ένα παράξενο άνθος -του κάκου.
Είναι άνθρωποι που δεν ταιριάζουν, που δεν θέλουν να ταιριάξουν (κι ίσως κάποια πρωινά να το εύχονται, αλλά μετανιώνουν πριν να ‘ρθει το βράδυ).
Δεν ξέρω αν είναι πιο έξυπνοι απ’ τους πολλούς, αν και κάποιοι που γνώρισα είχαν πιο πολλά να πουν απ’ όσα λέγαν. Λες κι αρνιόντουσαν να δώσουν μαργαριτάρια στους χοίρους.
~~
Ίσως να υπάρχει κάποιο γονίδιο της αποκλίνουσας αντίληψης, της αποκλίνουσας σκέψης, της αποκλίνουσας ζωής.
Όσοι το ‘χουν δεν χωράνε εκεί όπου χωράνε όλοι. Και συνήθως αποφεύγουν να βρίσκονται στα ίδια μέρη με τους πολλούς, σαν να μη θέλουν να εξευτελίσουν τη ζωή τους μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
~~
Παλιά νόμιζα ότι αυτοί είναι οι κερδισμένοι, αυτοί που μένουν απέξω. Καθώς μεγαλώνω βλέπω ότι μόνο καίγονται.
Όσοι δεν έχουν πολλές προσδοκίες ούτε όνειρα παράξενα βολεύονται και με λιγότερο ήλιο. Οι αλλοπρόσαλλοι λαμποκοπούν αυτόφωτοι κι αυτό τους καταστρέφει.
Δεν είναι σαν τα κανονικά παιδιά, που γεννιούνται κανονικά, μεγαλώνουν κανονικά, ονειρεύονται κανονικά, ερωτεύονται κανονικά, δουλεύουν κανονικά, γεννάνε κανονικά, γερνάνε κανονικά και πεθαίνουν κανονικά.
Εκείνοι όλα τα κάνουν αντικανονικά. Κάποιες φορές ούτε που πεθαίνουν κανονικά.
Δεν το έχουν επιλέξει, έτσι νομίζω. Κατά λάθος συνέβη να είναι σύννεφα με παντελόνια. Μια μετάλλαξη που δεν εξυπηρετεί σε τίποτα τον φορέα του γονιδίου της απόκλισης, σε βαθμό αυτοκτονίας.
Αλλά είναι χρήσιμη μετάλλαξη για το σύνολο. Χωρίς αυτούς θα ζούσαμε σε μια κοινωνία από λογιστές. Όλα να είναι στη θέση τους, όλα μετρημένα, όλα κανονικά.
Μια κοινωνία λογιστών και υπολογιστών είναι καταδικασμένη να σβήσει αθόρυβα. Οι αλλοπρόσαλλοι την τροφοδοτούν με παράξενες ιδέες κι εκλάμψεις φαντασίας. Τα φάντασμα στη μηχανή κάνει τη μηχανή να εξελίσσεται.
Κάποιους, τόσο λίγους, απ’ αυτούς τους αλλοπρόσαλλους, τους τιμά και τους εκτιμά η μηχανή. Αλλά για κάθε έναν παράξενο που αναγνωρίζεται, αντιστοιχούν χιλιάδες παράξενοι που καίγονται ανώνυμα.
Ανώφελα; Σίγουρα εκείνους δεν τους ωφελεί ο χαμός τους. Αλλά πρέπει να καούν πολλοί παράξενοι, για να φωτιστεί ένας, κι εκείνος να φωτίσει το δρόμο για τα κανονικά παιδιά.
~~
Δεν μιλώ αφηρημένα και γενικά. Έχω τέτοιους φίλους χαμένους στον κόσμο, που κάποιες φορές τους συναντώ στους δρόμους κι αργούν να με αναγνωρίσουν.
Περιφέρονται κουβαλώντας μαργαριτάρια που κανείς δεν θέλησε να πάρει.
Όταν συναντιόμαστε λέμε λίγα που είναι πολλά, τους αποχαιρετώ κι όπως προχωρώ φτάνω μπροστά σε μια βιτρίνα όπου ψήνονται τα χοιρινά κι οι υπάλληλοι ιδροκοπούν στα κάρβουνα.
Οι ψήστες είναι πιο χαρούμενοι στη δουλειά τους, πολύ περισσότερο απ’ τον αλλοπρόσαλλο μαργαριτοφόρο φίλο που αναζητά κάπου ν’ αφήσει τον θησαυρό του.
~~
«Όσο λιγότερα ζητάς, τόσο πιο εύκολα χωράς», αυτός είναι ο κανόνας.
«Δώσε λίγα, πάρε όσα περισσότερα μπορείς», αυτός είναι ο κανόνας.
Αλλά αυτά τα παιδιά δεν είναι κανονικά, δεν τα πάνε καλά με τους κανόνες. Τα θέλουν όλα. Και δίνουν όσο αντέχουν, χωρίς να παίρνουν αρκετά.
Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, μαθαίναμε στο σχολείο. Δεν ισχύει στη ζωή. Οι εξαιρέσεις αλλάζουν τους κανόνες.
Με τι κόστος;
~~
«Δεν αντέχω άλλο», μου ‘πε ένας φίλος στο τηλέφωνο το βράδυ.
«Τι δεν αντέχεις;»
«Όλα. Νιώθω πια too young to die, too old to rock n roll».
«Εντάξει, αλλά η μουσική είναι η ζωή σου. Δεν είναι;»
Αυτό ήταν το πρόβλημα του, έτσι μου είπε. Τα ‘δωσε όλα στη μουσική του και πήρε τόσο λίγα. Δεν κατάφερε να γίνει αναγνωρισμένος μουσικός και δεν ήθελε να παίζει στα σκυλάδικα.
Όσο είσαι νέος, όσο είσαι μόνος, το αντέχεις. Μετά όμως δεν φτάνει να παίζεις με την κιθάρα σου στο δρόμο. Νιώθεις σαν ένα τρένο που έμεινε στάσιμο να βλέπει «τα άλλα τρένα να περνούν».
Η ζωή έχει πολλές απαιτήσεις, που κυρίως μεταφράζονται σε χρήμα. Η δημιουργικότητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να χορτάσεις, για να πληρώσεις το νοίκι.
«Και τι θα κάνεις;» τον ρώτησα. «Θα παρατήσεις τη μουσική;»
Γέλασε -χωρίς καν να το σκεφτεί.
«Νιώθω σκατά», μου είπε. «Σαν να ‘μαι ο τελευταίος των τελευταίων. Αλλά η μουσική μου δίνει…» Γέλασε πάλι. «Μου δίνει ένα άλλοθι, καταλαβαίνεις; Τώρα είμαι ένας αποτυχημένος μουσικός.»
«Δεν είσαι αποτυχημένος.»
«Για σένα και για κάποιους λίγους. Ρώτα τη σπιτονοικοκυρά μου, τον πατέρα μου. Ρώτα την εφορία.»
«Και τι ξέρουν αυτοί;»
«Ξέρουν, δεν ξέρουν, δεν με νοιάζει. Το θέμα είναι ότι χωρίς τη μουσική θα ήμουν μόνο ένας αποτυχημένος, χαχα, χωρίς άλλοθι.»
Έψαξα για λίγο να βρω κάτι να τον συνεφέρω.
«Τι θα χρειαζόσουν για να νιώσεις εντάξει;» του είπα -χρονοτριβώντας μέχρι να σκεφτώ κάτι καλύτερο.
«Λεφτά», μου είπε.
«Αλήθεια;»
«Παράξενο σου φαίνεται; Μόνο αυτό μου λείπει, όλα τ’ άλλα τα ‘χω. Όχι πολλά, αρκεί να μη χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο από αυτό που θέλω να κάνω.»
«Τι θες να κάνεις;»
«Να παίζω τη μουσική μου. Τι ρωτάς;»
Κάπως έτσι συνεχίστηκε η κουβέντα για λίγο. Μετά έπρεπε να το κλείσουμε.
Κι όταν έκατσα να γράψω αυτό το κείμενο σκεφτόμουν τον φίλο μουσικό, σκεφτόμουν όλους τους φίλους που κάηκαν και καίγονται.
Αν το δεις απέξω, μοιάζει ρομαντικό. Πόσες ταινίες, πόσα βιβλία έχουν γραφτεί για τους καταραμένους καλλιτέχνες;
Κι αυτά αφορούν στους πετυχημένους, τους διάσημους. Τους άλλους, τους πιο πολλούς, που ποτέ δεν θα γίνει ταινία για κείνους ούτε τραγούδι, κανείς ποτέ δεν τους σκέφτηκε.
Ίσως θα ‘πρεπε, σκέφτομαι, να γράψω εγώ ένα βιβλίο για όλους εκείνους, που κάηκαν ανώνυμα κι άδοξα. Όμως κανείς δεν θα ‘θελε να διαβάσει ένα τέτοιο βιβλίο.
Γιατί σ’ όλους αρέσει το happy end, ακόμα κι αν είναι μετά θάνατον αναγνώριση. Ποιος νοιάζεται για τους αποτυχημένους μουσικούς; Ποιος νοιάζεται για τους αποτυχημένους επαναστάτες, για τους αποτυχημένους αθλητές, ποιος νοιάζεται για τους αποτυχημένους;
Αλλά πώς θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς αυτούς που -έστω- προσπάθησαν;
«Δεν είναι αποτυχία, φίλε Γιώργο», σκέφτομαι τώρα ότι έπρεπε να του πω. «Είναι μια λαμπρή ήττα.»
Κι όταν ξεκινάς να παίζεις ξέρεις ότι μπορεί να χάσεις. Αλλά έπαιξες έτσι όπως σου άρεσε.
Πηγή: sanejoker.info
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου