Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΑΠΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
O στόχος είναι να γίνουμε καταναλωτές ξένων προϊόντων και τα γκαρσόνια της Ευρώπης, με την ευρεία έννοια του όρου – ενώ αργότερα, όταν εξαγορασθεί η Ελλάδα σε εξευτελιστικές τιμές από τους δανειστές της και εγκαταστήσουν εδώ τις επιχειρήσεις τους, η παροχή φθηνής εργασίας υπό τριτοκοσμικές συνθήκες, αφού διαφορετικά δεν θα τους συμφέρει να επενδύσουν.
Επικαιρότητα
Όπως είναι γνωστό, το ΑΕΠ εξαρτάται από τον πληθυσμό μίας χώρας – ο
οποίος όταν μεγεθύνεται το αυξάνει, ενώ όταν περιορίζεται το μειώνει. Αυτός είναι ο λόγος που για να κριθεί σωστά μία χώρα υπολογίζεται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ
– επειδή δεν επηρεάζεται από τις αυξομειώσεις του πληθυσμού. Από την
άλλη πλευρά αναφερόμαστε σε ανάπτυξη, όταν το ΑΕΠ είναι ανοδικό, θετικό –
ενώ στην αντίθετη περίπτωση μιλάμε για ύφεση.
Στα πλαίσια αυτά, με δεδομένη τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού της χώρας, λόγω κυρίως της μαζικής μετανάστευσης των νέων (αν και συμβάλλει το θλιβερό γεγονός πως οι θάνατοι έχουν υπερβεί πλέον τις γεννήσεις), είναι φυσικό επακόλουθο να μειώνεται το ΑΕΠ – οπότε να επηρεάζονται αρνητικά η κατανάλωση, η ανάπτυξη, τα έσοδα του δημοσίου κοκ.
Από την άλλη πλευρά, οι υπερβολικοί φόροι, σε συνδυασμό με την
κατακόρυφη άνοδο των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς επίσης του κόστους
διαβίωσης, τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό την παραοικονομία – η οποία
φυσικά δεν καταγράφεται. Αποτελεί δε βασικό οικονομικό κανόνα με διεθνή
ισχύ το ότι, από ένα σημείο και μετά οι υψηλότεροι φορολογικοί
συντελεστές έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των φόρων που εισπράττονται.
Επομένως έχουμε έναν δεύτερο σημαντικό παράγοντα μείωσης του ΑΕΠ – ενώ
από την πλευρά των εσόδων γνωρίζουμε πως η εξίσωση του ΑΕΠ είναι: ΑΕΠ = Κ+Α+Φ, όπου Κ είναι η ιδιωτική κατανάλωση, Α οι αποταμιεύσεις και Φ οι φόροι.
Όταν όμως εισπράττονται λιγότεροι φόροι ή/και είναι εις βάρος της
κατανάλωσης και των αποταμιεύσεων, το ΑΕΠ δεν αυξάνεται – αντίθετα
καταρρέει, όταν τελειώνουν οι αποταμιεύσεις και η φοροδοτική ικανότητα
των Πολιτών.
Ο τρίτος είναι η απαγόρευση ουσιαστικά στο δημόσιο να επενδύει, ενώ ακολουθούν η μείωση των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα των εισοδημάτων των Ελλήνων
– εξαιτίας των οποίων επηρεάζονται αρνητικά η κατανάλωση και οι
ιδιωτικές επενδύσεις, οπότε το ΑΕΠ και η ανάπτυξη. Αρνητικά επηρεάζονται
επίσης οι αποταμιεύσεις, τις οποίες χρειάζονται οι τράπεζες για την
κεφαλαιακή τους επάρκεια – έτσι ώστε να μπορούν να εξυγιανθούν χωρίς
τεχνάσματα (ανάλυση), να παράγουν χρήματα από το πουθενά και να δανείζουν την οικονομία, για να μπορέσει να αναπτυχθεί.
Επόμενος παράγοντας είναι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα
των Ελλήνων εργαζομένων, παρά τις τεράστιες μειώσεις των μισθών τους
(γράφημα) – κυρίως επειδή δεν διενεργούνται επενδύσεις που θα την
αύξαναν. Το γεγονός αυτό καθιστά πολύ δύσκολες τις εξαγωγές που αυξάνουν το ΑΕΠ, καθώς επίσης εύκολες τις εισαγωγές που το μειώνουν
– αφού οι τιμές των εισαγομένων προϊόντων είναι φθηνότερες από τα
εγχώρια, εάν υποθέσουμε πως λειτουργεί ακόμη ο παραγωγικός μηχανισμός
της χώρας σε κάποιο βαθμό.
Για παράδειγμα, όταν παράγουμε 1 € αγροτικά προϊόντα, στέλνουμε τα 0,90 € στο εξωτερικό (ανάλυση) – οπότε είναι προτιμότερη η στασιμότητα, η μη αύξηση δηλαδή του ΑΕΠ από την πλευρά αυτή, αφού έτσι δεν είναι πολύ ελλειμματικό το εμπορικό μας ισοζύγιο και δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη δανεισμού από το εξωτερικό.
Συμπερασματικά λοιπόν, όταν το ζητούμενο από την όποια κυβέρνηση μας είναι η ανάπτυξη, τότε υπό τις συνθήκες που μας επιβάλλονται (μνημόνια κλπ.), είναι σαν να απαιτούμε να κάνει θαύματα
– υπενθυμίζοντας πως το ΑΕΠ είναι το σύνολο της κατανάλωσης, των
ιδιωτικών επενδύσεων, των δημοσίων δαπανών και του εμπορικού ισοζυγίου
(ΑΕΠ = Κ + Ε + Δ + Εξαγωγές – Εισαγωγές). Θαύματα όμως δυστυχώς δεν
γίνονται, οπότε είναι καλύτερα να έχουμε ανάλογες προσδοκίες.
Εξαίρεση ο τουρισμός, συγκυριακός μέχρι στιγμής λόγω των προβλημάτων
των γειτονικών χωρών και των χαμηλών τιμών που προσφέρονται εξαιτίας
των χαμηλών μισθών, ο οποίος αυξάνει το ΑΕΠ, όσον αφορά κυρίως τα έσοδα
από τις διανυκτερεύσεις που εισπράττονται στην Ελλάδα και την
εξυπηρέτηση – αφού τα υπόλοιπα εισάγονται σχεδόν κατά 85%. Σε
κάποιο βαθμό δε ακόμη και η εξυπηρέτηση είναι εισαγόμενη – όταν
απασχολούνται μετανάστες που στέλνουν τα χρήματα τους στις πατρίδες
τους.
Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως ο μοναδικός μας προορισμός σήμερα είναι να γίνουμε καταναλωτές ξένων προϊόντων και τα γκαρσόνια της Ευρώπης, με την ευρεία έννοια του όρου – ενώ αργότερα, όταν εξαγορασθεί η χώρα σε εξευτελιστικές τιμές από τους δανειστές
της και εγκαταστήσουν εδώ τις επιχειρήσεις τους, η παροχή φθηνής
εργασίας υπό τριτοκοσμικές συνθήκες, αφού διαφορετικά δεν θα τους
συμφέρει να επενδύσουν. Εάν μας ευχαριστεί αυτός ο προορισμός, τότε
σωστά βασιλεύει η εκκωφαντική σιωπή των αμνών στην ελληνική κοινωνία,
την οποία ορισμένοι δυστυχώς παρεξηγούμε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου