ΣΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ
Έχει κι η Αιωνιότητα τη Μοναξιά της
Καθώς γεμίζουν τα μάτια με άμμο
Οι κάνες με ζάχαρη
Κι ο τόπος με χαφιέδες…
«Ιλίου Μέλαθρον»
Φτύνουν οι «Σεμνές» τις βίαιες εκσπερματώσεις
Δεν έχει θάλασσες να καραδοκούν
Τα κορμιά που κοιμούνται με πόνους σκληρούς
Πάνω στο απελέκητο ξύλο
Όταν απ’ τους θεσμούς αξιοποιούνται
Ως Μέσα Παραγωγής
Η διαφωνία καταστέλλεται ως «έγκλημα καθοσιώσεως»…
Τα βράδια έτρεχα με ταχύτητα δαιμονισμένη
Κοντά στο λιμάνι
Πάνω σε βάρκες σάπιες, ξεβρασμένες στης ακτής τη λήθη
Παίζαν το μπαγλαμά φαντάροι
Πίσω απ’ τους κάδους ερωτεύονταν οι «Αόρατοι»
Κατέβαζαν τα εσώρουχα με βία και πλήγιαζαν ο ένας τη σάρκα του άλλου
Και κάθε ξημέρωμα έψαυε η Ιστορία τον εξαγνισμό της
Κι η Κοινωνία φορούσε καμφορά στο πέτο κι έκλεινε τα μάτια
Κι έπιανε ένα κρύο διαβολεμένο…
«Ιλίου Μέλαθρον»
Σκιές φρενιασμένεςτης Εξουσίας
Ένα τέρας που καταβροχθίζει την Ανθρωπότητα
Υπερτροφική να κυβερνά «εν ράβδω σιδηρά»
Δεν έχει γέφυρες να συνδέσουν
Το βάρος κορμιών που επιστρέφουν τους φανούς
Εκεί στα Κόκκινα Φανάρια
Όταν θεσμίζεται ο μαζικός διαχωρισμός
Ως ιδιαίτερα κερδοφόρα εκμετάλλευση
Η αμφισβήτηση ποινικοποιείται ως «εσχάτη προδοσία»…
Τα βράδια βυθίζονταν τα πολεμικά κειμήλια
Σ’ ένα νεκροταφείο απέραντο
Πάνω στα μάρμαρα, προγονικά χωρίς λιβάνι
Στήναν τα ψόφια φίδια τις κεραίες τους
Πίσω απ’ τους σταυρούς τα φρενοκομεία διαδραμάτιζαν την «εξημέρωση»
Ρουφούσαν τις κοιλιές τους οι μαστροποί
Φορούσαν οι ευυπόληπτοι τις γραβάτες τους
Και συναθροίζονταν σε συνέδρια ή σε συμπόσια
Η «εξουδετέρωση των τρομοκρατών» είναι το λαθρεμπόριο
Για ν’ ακινητήσει των χελιδονιώνη επιστροφή
Για να μυρίζει τη σήψη στα γυναικόπαιδα
Η «εθνική ασφάλεια» είναι μια πόρνη μαστουρωμένη
Τη βασανίζει το σαράκι της ξενιτεμένης Ελευθερίας
Και κάθε που σουρούπωνε η Παραμυθία έψαχνε κάτι για να μην κλάψει
Κι η Κοινωνία φωτογράφιζε τους άστεγους σε ναφθαλίνη
Και το ψύχος γινόταν διαπεραστικό…
Κάθε που ένας «παρίας» καρφώνει τη γύμνια του στην αναλλοίωτη της Φυλακής ουσία
Όπως εξοντώνει τον «παραβάτη» ο «δημοκρατικός» κολασμός
Επειδή λάτρεψε τη γενναιοδωρία της στέρησης
Και ζωγραφίζει την εμπιστοσύνη
Και τα σκόρπια σκέλια ευσπλαχνίζεται
Κουρεύω κοντύτερα τα μαλλιά μου και μωλωπίζω τα άχρηστα
Επειδή η κραυγή του είναι μια γωνία που διχοτομείται
Σαν αστέρια που σχεδιάστηκαν για να του τα ματαιώσουν
Στη νοσηρή νομοτυπία
Κι όποιες αισθήσεις την προστασία τους εμφάνισαν
Για να του τις βουλιάξουν στης νομιμοφροσύνης τους βράχους
Κάθε που ένας «παρίας» καρφώνει τη γύμνια του
Κρεμώ τα παπούτσια στις συχνότητες μιας ανατολής με των ματιών ΣΟΥ το χρώμα
Ακρωτηριάζω όλες του σώματος τις προεκτάσεις
Όπως τέμνει ο ιατροδικαστής το θύμα για νεκροψία
Και στέκομαι μετά τα μεσάνυχτα κάτω απ’ το ρολόι μη κι έρθεις
Εθίζομαι σ’ όλα τα θαύματα της υπάρξεως
Όπως μαθαίνουν στο στρατό το τσιγάρο
Τα δόντια μου τεντώνονται στο διάπλατο στόμα
Οι σημασίες καμπυλώνονται σε μια βόλτα μοναδική
Όταν το ένα κύτταρο αφουγκράζεται το άλλου την οδύνη
Ένα πρόσωπο απέναντι σε σπασμένο καθρέφτη
Αρχέγονο πολυπρισματικού εφιάλτη
Π’ ακόμη τα δαχτυλίδια του περιμένει
Βήματα στις διασταυρώσεις
Κι ένα σώμα αιωρούμενο στην κενότητα
Επειδή όλοι ήθελαν το Παιδί να σώσουν
Αλλά τυλιγμένο σε πέπλο αιώνιου πένθους
Να το θυσιάζει ο Πρωτομάστορας, κοκόρι στα θεμέλια
Για την «προστασία του καθεστώτος»
Έχει κι η Αιωνιότητα τη Μοναξιά της
Καθώς γεμίζουν τα μάτια με άμμο
Οι κάνες με ζάχαρη
Κι ο τόπος με χαφιέδες…
Αν θέλω, θα πάω εκεί που μ’ αντέχουν
Επειδή στης Ζωής το εφήμερο μεγαλείο Θα εξεγείρεται πάντα το ΜΠΛΕ…
http://sioualtec.blogspot.gr/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου