"Μήπως είμαι κι εγώ όπως αυτοί;"»...
Ουδέποτε έλειψαν από τις κοινωνίες όσοι είχαν ροπή στην αποδοχή κολακειών
«Οι ομιλητές ωφελούν εκείνους που παρακολουθούν με αφοσίωση και δίνουν προσοχή, όχι μόνο όταν μιλούν σωστά αλλά και όταν σφάλλουν....
Τις φτωχές σκέψεις, άλλωστε, το άστοχο λεκτικό, τη δυσάρεστη κατασκευή, την αλλαγή θέματος, μαζί με την ακαλαίσθητη διάθεση για έπαινο και τα παρόμοια, τα κατανοούμε πιο εύκολα όταν ακούμε άλλους να μιλούν παρά όταν μιλάμε οι ίδιοι. [...] Δεν πρέπει να διστάζουμε ν' απευθύνουμε συνέχεια στον εαυτό μας σχετικά μ' αυτούς που κάνουν λάθη τη διαπίστωση του Πλάτωνα: "Μήπως είμαι κι εγώ όπως αυτοί;"»...
Πλουτάρχου «Περί του ακούειν», από τον τόμο «Ισις και Οσιρις», εκδόσεις Ζήτρος, σελ. 53
Πόση τηλεόραση έβλεπε πια ο Πλούταρχος; Πόσα χυδαία, αφόρητα «τοκ σόου» είχε υποστεί; Πόσες λεκτικές κυνομαχίες είχαν ταλαιπωρήσει τα ώτα του κατά τη διάρκεια παρακολούθησης κοινοβουλευτικών «συζητήσεων»; Είναι τόσο επίκαιρες οι διαπιστώσεις του ώστε αποδεικνύονται παρηγορητικές, παυσίλυπες. Δεν πάσχει μόνο το ημέτερο σιδηρούν γένος της καλπάζουσας παρακμής από τις πνευματικές νόσους της έλλειψης καλλιέργειας, της αγραμματοσύνης, της προχειρότητας και της αγένειας. Πάντοτε είχαν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο πρόσωπα όπως αυτά που διαλύουν την ελληνική παράδοση της καλλιέπειας και του μέτρου. Ουδέποτε έλειψαν από τις κοινωνίες όσοι είχαν ροπή στην αποδοχή κολακειών (η οποία χαρακτηρίζεται από τον αρχαίο συγγραφέα «ακαλαίσθητη») εκείνοι που θα έπρεπε να τις αποφεύγουν.
Ωστόσο, οι διαπιστώσεις του αρχαίου Ελληνα συγγραφέα δεν έχουν τόσο «καταγγελτικό» χαρακτήρα - μια άλλη «μόδα» των ανώφελα αγανακτισμένων ανθρώπων της ομαδικής εξάσκησης στην εξοικείωση με το σκοτάδι της άγνοιας. Η φύση και η σκοπιμότητα των συλλογισμών του Πλουτάρχου έχουν θετικό πρόσημο και προσφέρουν άμεσο κέρδος σε όλους όσοι θελήσουν να τους εφαρμόσουν δίχως δισταγμό και αναβολές.
Αντικειμενικός σκοπός στον διάλογο δεν είναι η επικράτηση διά της φωνασκίας ή των κακοχτισμένων επιχειρημάτων που εκτοξεύονται εναντίον αφιονισμένου «αντιπάλου». Ούτως ή άλλως, για εκείνους που γνωρίζουν την τέχνη του διαλέγεσθαι δεν υπάρχουν αντίπαλοι. Μόνο σύμμαχοι, αφού επιδίωξη κάθε πολιτισμένου ανθρώπου δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γνώση, τον φωτισμό διά της αληθείας. Και ένας από τους ασφαλείς τρόπους για την εύρεση του σωστού είναι ο εντοπισμός του σφάλματος. Για να βρει ο μετέχων στη συζήτηση το σφάλμα του συνομιλητή του πρέπει να τον παρατηρεί. Κάθε φράση πρέπει να «εισπράττεται» ως έχει. Ούτε όπως θέλουμε να την ακούσουμε ούτε τροχοδρομώντας στις ράγες που αποτελούν για εμάς οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι έχθρες, οι φιλίες και εν γένει τα πάθη μας.
Αυτογνωσία
«Μη που αρ' εγώ τοιούτος; - Μήπως είμαι κι εγώ όπως αυτοί;» Ενα από τα κρισιμότερα ερωτήματα του ανθρώπινου βίου διατυπώνεται αυθόρμητα και με ειλικρινή διάθεση από τον συγγραφέα 227 έργων, που επηρέασε την ανθρωπότητα με την ευρυμάθεια και το συνδυαστικό πνεύμα του. Ο Πλούταρχος προτείνει την υποβολή του ερωτήματος από όλους μας, εναρμονιζόμενος με την παράδοση του έθνους μας. Ο αγώνας του αρχαίου ελληνικού κόσμου για αυτογνωσία δεν είχε σταματημό.
Η αποστολή της ανακάλυψης του πραγματικού εαυτού περνούσε και από τον άλλο! Η χρήση του άλλου ως αντικαθρέφτισμα ιδιοτήτων του «εγώ» φανερώνει έναν τρόπο σκέψης και διαπροσωπικής σχέσης υγιή - παρόλο που αυτή η οδός ακολουθείτο από τους φιλοσόφους. Η εποχή της νεωτερικότητας δεν σκέφτεται έτσι - αν σκέφτεται ποτέ. Η υπάρχουσα «διανόηση» που ενσωματώνεται πρόθυμα σε οποιαδήποτε δομή πληρώνει καλά, δεν σχετίζεται. Είναι μονήρης χωρίς να είναι αυτάρκης. Δεν αλληλεπιδρά. Αποφαίνεται εν μέσω νεοταξικών νεφών για την «πολιτική ορθότητα», δηλαδή την επιβολή αξιωμάτων που δεν αντέχουν σε κριτική, αλλά βασίζονται στην ωμή ισχύ όσων καθορίζουν τι είναι «καλό» και τι «κακό».
Αξίζει κάθε κόπο και βάσανο η παρατήρηση όσων δεν εκτιμούμε και απορρίπτουμε. Αν είμαστε καλοί σε αυτό θα αποφύγουμε να ομοιάσουμε με εκείνους. Η απερίσπαστη ακρόαση των λόγων τους μπορεί να βελτιώσει τον τρόπο της σκέψης μας. Μήπως καταντάμε κι εμείς σιγά σιγά σαν τις χρυσοπληρωμένες αλλά κενές περιεχομένου ομιλούσες κεφαλές της τηλοψίας και της αντιπροσωπευτικής ολιγαρχίας του Κοινοβουλίου;
Η ξέφρενη πτώση του δημοσίου λόγου μαρτυρά ότι πολλοί από εμάς έχουμε γίνει «σαν αυτούς». Αν δεν τους μοιάζαμε, όλα θα ήταν καλύτερα. Σε ένα κοινωνικό σύνολο αξίων, σκεπτομένων και εναρέτων, δεν θα υπερψηφίζονταν η αχρειότητα, η ανοησία και ο δόλος.
Παναγιώτης Λιάκος
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
«Οι ομιλητές ωφελούν εκείνους που παρακολουθούν με αφοσίωση και δίνουν προσοχή, όχι μόνο όταν μιλούν σωστά αλλά και όταν σφάλλουν....
Τις φτωχές σκέψεις, άλλωστε, το άστοχο λεκτικό, τη δυσάρεστη κατασκευή, την αλλαγή θέματος, μαζί με την ακαλαίσθητη διάθεση για έπαινο και τα παρόμοια, τα κατανοούμε πιο εύκολα όταν ακούμε άλλους να μιλούν παρά όταν μιλάμε οι ίδιοι. [...] Δεν πρέπει να διστάζουμε ν' απευθύνουμε συνέχεια στον εαυτό μας σχετικά μ' αυτούς που κάνουν λάθη τη διαπίστωση του Πλάτωνα: "Μήπως είμαι κι εγώ όπως αυτοί;"»...
Πλουτάρχου «Περί του ακούειν», από τον τόμο «Ισις και Οσιρις», εκδόσεις Ζήτρος, σελ. 53
Πόση τηλεόραση έβλεπε πια ο Πλούταρχος; Πόσα χυδαία, αφόρητα «τοκ σόου» είχε υποστεί; Πόσες λεκτικές κυνομαχίες είχαν ταλαιπωρήσει τα ώτα του κατά τη διάρκεια παρακολούθησης κοινοβουλευτικών «συζητήσεων»; Είναι τόσο επίκαιρες οι διαπιστώσεις του ώστε αποδεικνύονται παρηγορητικές, παυσίλυπες. Δεν πάσχει μόνο το ημέτερο σιδηρούν γένος της καλπάζουσας παρακμής από τις πνευματικές νόσους της έλλειψης καλλιέργειας, της αγραμματοσύνης, της προχειρότητας και της αγένειας. Πάντοτε είχαν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο πρόσωπα όπως αυτά που διαλύουν την ελληνική παράδοση της καλλιέπειας και του μέτρου. Ουδέποτε έλειψαν από τις κοινωνίες όσοι είχαν ροπή στην αποδοχή κολακειών (η οποία χαρακτηρίζεται από τον αρχαίο συγγραφέα «ακαλαίσθητη») εκείνοι που θα έπρεπε να τις αποφεύγουν.
Ωστόσο, οι διαπιστώσεις του αρχαίου Ελληνα συγγραφέα δεν έχουν τόσο «καταγγελτικό» χαρακτήρα - μια άλλη «μόδα» των ανώφελα αγανακτισμένων ανθρώπων της ομαδικής εξάσκησης στην εξοικείωση με το σκοτάδι της άγνοιας. Η φύση και η σκοπιμότητα των συλλογισμών του Πλουτάρχου έχουν θετικό πρόσημο και προσφέρουν άμεσο κέρδος σε όλους όσοι θελήσουν να τους εφαρμόσουν δίχως δισταγμό και αναβολές.
Αντικειμενικός σκοπός στον διάλογο δεν είναι η επικράτηση διά της φωνασκίας ή των κακοχτισμένων επιχειρημάτων που εκτοξεύονται εναντίον αφιονισμένου «αντιπάλου». Ούτως ή άλλως, για εκείνους που γνωρίζουν την τέχνη του διαλέγεσθαι δεν υπάρχουν αντίπαλοι. Μόνο σύμμαχοι, αφού επιδίωξη κάθε πολιτισμένου ανθρώπου δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γνώση, τον φωτισμό διά της αληθείας. Και ένας από τους ασφαλείς τρόπους για την εύρεση του σωστού είναι ο εντοπισμός του σφάλματος. Για να βρει ο μετέχων στη συζήτηση το σφάλμα του συνομιλητή του πρέπει να τον παρατηρεί. Κάθε φράση πρέπει να «εισπράττεται» ως έχει. Ούτε όπως θέλουμε να την ακούσουμε ούτε τροχοδρομώντας στις ράγες που αποτελούν για εμάς οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι έχθρες, οι φιλίες και εν γένει τα πάθη μας.
Αυτογνωσία
«Μη που αρ' εγώ τοιούτος; - Μήπως είμαι κι εγώ όπως αυτοί;» Ενα από τα κρισιμότερα ερωτήματα του ανθρώπινου βίου διατυπώνεται αυθόρμητα και με ειλικρινή διάθεση από τον συγγραφέα 227 έργων, που επηρέασε την ανθρωπότητα με την ευρυμάθεια και το συνδυαστικό πνεύμα του. Ο Πλούταρχος προτείνει την υποβολή του ερωτήματος από όλους μας, εναρμονιζόμενος με την παράδοση του έθνους μας. Ο αγώνας του αρχαίου ελληνικού κόσμου για αυτογνωσία δεν είχε σταματημό.
Η αποστολή της ανακάλυψης του πραγματικού εαυτού περνούσε και από τον άλλο! Η χρήση του άλλου ως αντικαθρέφτισμα ιδιοτήτων του «εγώ» φανερώνει έναν τρόπο σκέψης και διαπροσωπικής σχέσης υγιή - παρόλο που αυτή η οδός ακολουθείτο από τους φιλοσόφους. Η εποχή της νεωτερικότητας δεν σκέφτεται έτσι - αν σκέφτεται ποτέ. Η υπάρχουσα «διανόηση» που ενσωματώνεται πρόθυμα σε οποιαδήποτε δομή πληρώνει καλά, δεν σχετίζεται. Είναι μονήρης χωρίς να είναι αυτάρκης. Δεν αλληλεπιδρά. Αποφαίνεται εν μέσω νεοταξικών νεφών για την «πολιτική ορθότητα», δηλαδή την επιβολή αξιωμάτων που δεν αντέχουν σε κριτική, αλλά βασίζονται στην ωμή ισχύ όσων καθορίζουν τι είναι «καλό» και τι «κακό».
Αξίζει κάθε κόπο και βάσανο η παρατήρηση όσων δεν εκτιμούμε και απορρίπτουμε. Αν είμαστε καλοί σε αυτό θα αποφύγουμε να ομοιάσουμε με εκείνους. Η απερίσπαστη ακρόαση των λόγων τους μπορεί να βελτιώσει τον τρόπο της σκέψης μας. Μήπως καταντάμε κι εμείς σιγά σιγά σαν τις χρυσοπληρωμένες αλλά κενές περιεχομένου ομιλούσες κεφαλές της τηλοψίας και της αντιπροσωπευτικής ολιγαρχίας του Κοινοβουλίου;
Η ξέφρενη πτώση του δημοσίου λόγου μαρτυρά ότι πολλοί από εμάς έχουμε γίνει «σαν αυτούς». Αν δεν τους μοιάζαμε, όλα θα ήταν καλύτερα. Σε ένα κοινωνικό σύνολο αξίων, σκεπτομένων και εναρέτων, δεν θα υπερψηφίζονταν η αχρειότητα, η ανοησία και ο δόλος.
Παναγιώτης Λιάκος
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου