Το οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο της Ευρώπης
Η σημερινή Ευρώπη αντιμετωπίζει πολλαπλές κρίσεις. Από την μια πλευρά
έχουμε την καθαρά οικονομική κρίση η οποία άπτεται περισσότερο σε ένα
έλλειμμα ανταγωνιστικότητας παρά στην δημοσιονομική αδυναμία.
Συγκεκριμένα αυτό εκφράζεται στην αδυναμία της ευρωπαϊκής οικονομίας
να παρακολουθήσει τις ραγδαίες τεκτονικές αλλαγές του καπιταλισμού, με σημαντικές μετατοπίσεις κεφαλαίων άρα οικονομικής ισχύος προς ανατολάς.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες εκατοντάδες εκατομμύρια θέσεις εργασίας καταστράφηκαν στην Ευρώπη και μετακινήθηκαν προς την Ασία, που
πρόσφερε φθηνότερη και καλά καταρτισμένη εργατική δύναμη. Αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός πυρήνας εξαιρουμένης της
Γερμανίας και της Σουηδίας απέφυγε να εφαρμόσει τις απαιτούμενες
διαρθρωτικές αλλαγές και στηρίχτηκε περισσότερο στον δανεισμό και στην
επιδότηση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κεφαλαίου και
εργασίας. Εντούτοις στην παγκόσμια οικονομία παρατηρήθηκαν εξελίξεις
που αποδεικνύουν τα πολύ αργά αντανακλαστικά της Ευρώπης. Παρατηρήθηκε
μια αναπτυξιακή επέλαση των BRIC (Βραζιλία, Ρωσία Ινδία και Κίνα)
αναδύονται και άλλων οικονομιών της Άπω Ανατολής, που ανταγωνίζονται
επιτυχώς τις φιλελεύθερες δυτικές Δημοκρατίες. Οι χώρες, αυτές
γνωστές ως "Ν-11"( "Next Eleven, οι επόμενες ένδεκα), ένα ακρωνύμιο
που αναφέρεται σε σειρά χωρών (Μπαγκλαντές, Αίγυπτο, Ινδονησία, Ιράν, Μεξικό, Νιγηρία, Πακιστάν, Φιλιππίνες, Νότια Κορέα, Τουρκία και Βιεντάμ) που λόγω των ιδιαίτερων
οικονομικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών τους, μπορούν να πετύχουν
σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά τις επόμενες δεκαετίες και να
"απειλήσουν" ανταγωνιστικά τις σημερινές μεγάλες οικονομίες. Δυναμικά
ανακάμπτουν επίσης και οι χώρες της ασιατικής ημιπεριφέρειας Β, Κορέα,
Ταϋλάνδη Ταϊβάν, Ινδονησία, Σιγκαπούρη, Μαλαισία. Με αυταρχικά
πολιτικά καθεστώτα, με υψηλό και ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό και με
δυναμικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα οι χώρες αυτές, βελτιώνουν
ταχύρυθμα τη θέση τους στο διεθνές οικονομικό σύστημα απειλώντας
μακροπρόθεσμα τις αναπτυγμένες οικονομίες. Ο δυτικός μαθηματικός τύπος
« Δημοκρατία + οικονομία της αγοράς= γενική ευημερία», αμφισβητείται,
όπως και η αέναη επιτυχία της δυτικής συνταγής.
Εν κατακλείδι, το ευρωπαϊκό οικονομικό
μοντέλο δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στον επιθετικό αναπτυξιακό
προσανατολισμό της Άπω Ανατολής, ενώ το εκτεταμένο δημοσιονομικό
πρόβλημα του χρέους, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σύμπτωμα της έλλειψης
ανταγωνιστικότητας. Ο περιορισμός στην εξυγίανση των δημόσιων
οικονομικών των κρατών αποτελεί καθαρή θεραπεία συμπτωμάτων.
Πραγματική θεραπεία αντιθέτως υπόσχεται
η αναχαίτιση της γραφειοκρατίας η αποδόμηση του συγκεντρωτισμού, η
ενατένιση της ιδέας της επικουρικότητας και μια στροφή προς το μοντέλο
της ποιοτικής και καινοτόμας παραγωγικής οικονομίας. Η κεντρική
πρόκληση στην οικονομική ανάπτυξη, είναι η δημιουργία συνθηκών ταχείας
αύξησης της παραγωγικότητας.
Πρέπει λοιπόν να δοθεί η μάχη για ένα
σύμφωνο παραγωγικότητας, ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. το οποίο
παράλληλα με το Σύμφωνο του Μάαστριχτ, ή το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο,
θα προωθήσει ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης, απασχόλησης, κοινωνικής
προστασίας και συνοχής.
Από την άλλη πλευρά η Ευρώπη εισήλθε σε
μια βαθιά πολιτική κρίση που έχει να κάνει με την (νέο)συντηρητική
ηγεμονία της τελευταίας δεκαετίας και με μια αλαζονική κεντρική
γραφειοκρατία που περιχαρακώνει τον πλουραλιστικό χαρακτήρα του
ευρωπαϊκού οικοδομήματος καθώς και την αμοιβαία άμυλα και αλληλεγγύη. Η
Ευρώπη κατάντησε ένα ακίνητο και εσωστρεφές μόρφωμα που επιβάλει την
δημοσιονομική συμμόρφωση , ενδίδοντας σε μια υπεροπτική ομφαλοσκόπηση.
Η καθαρά οικονομική κρίση, συνοδεύεται
από μια υπαρξιακή κρίση ταυτότητας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος,
εκπορευόμενη αφενός από την αβουλία δράσης των κρατών μελών και
αφετέρου από την πολιτική της Γερμανίας η οποία δεν εμφορείται από
την απαιτούμενη σύνεση αυτοσυγκράτηση και αλληλεγγύη που προϋποθέτει
κάθε διακρατικό υπερεθνικό εγχείρημα. Η Γερμανία επιδεικνύει μια
«εξελισσόμενη παρεμβατικότητα» θεμελιωμένη στα συγκυριακά της
συμφέροντα με αποτέλεσμα την «ασύμμετρη και επιλεκτική διάβρωση της
κυριαρχίας στην Ευρώπη που προκαλεί δυο ζημίες ταυτόχρονα: οδηγεί στην
απόγνωση εκατομμύρια πολιτών και την ίδια στιγμή υποσκάπτει ένα από τα
πλέον φιλόδοξα και ελπιδοφόρα σχέδια της σύγχρονης ιστορίας: την
ευρωπαϊκή ενοποίηση»[i] Το αποτέλεσμα είναι η Ευρώπη σήμερα να «καταναλώνει περισσότερη υποστήριξη απ” όση μπορεί να παράγει»[ii].
Όσο αυξάνεται η κυριαρχική εμβέλεια της
Γερμανίας τόσο μειώνεται η κυριαρχία της Ευρωζώνης. Η νέα αυτή
ασυμμετρία εκδηλώθηκε από την αρχή της οικονομικής κρίσης, με την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποκύπτει στις γερμανικές επιταγές τιμωρητικής
δημοσιονομικής λιτότητας που επιβάλλεται κατά κύριο λόγο στις
υπερχρεωμένες χώρες της ζώνης του ευρώ[iii].
Ειδικότερα με το παράδειγμα της Ελλάδας
οι «ευρωπαϊκοί θεσμοί» επιχείρησαν να πείσουν πως «θεράπευσαν» την κρίση
με πολιτικές λιτότητας υπερασπιζόμενοι ένα οικονομικό υπόδειγμα που
μέχρι πρότινος έμοιαζε να έχει εκπνεύσει. Σύντομα ωστόσο ήρθε οι
διάψευση από τους ίδιους τους αριθμούς που οι εμπνευστές της
δημοσιονομικής προσαρμογής λατρεύουν. Τα μεγέθη της ύφεσης , της
ανεργίας, της φοροδοτικής ικανότητας, των φορολογικών εσόδων, της
φτώχειας είναι εντελώς αναντίστοιχα με αυτά που υπολόγισαν. Σε
αντίθεση επίσης με τους υπολογισμούς τους η μείωση των μισθών και η
κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, αντί να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα
της οικονομίας, μάλλον μείωσαν την συνολική παραγωγικότητα της
εργασίας.
Όλα αυτά δημιούργησαν μια ευρύτερη
κοινωνική δυσανεξία που μόνο προσωρινά εκτονώθηκε στις εκλογές. Είναι
προφανές ότι η σημερινή θεσμική και πολιτική λειτουργία της Ευρώπης
και το δημοσιονομικό της μοντέλο , όχι μόνο είναι απόμακρα για τους
ανθρώπους αλλά αντανακλώνται πολλές φορές ως εχθρικά στοιχεία απέναντι
τους. Ένα μόνιμο κοινωνικό δυναμικό αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού
οικοδομήματος το οποίο υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποκτήσει σωρευτικά
εκρηκτικά χαρακτηριστικά με άγνωστες συνέπειες, ανδρώνεται στο
επίκεντρο της Ευρώπης.
Το κλίμα αυτό εκφράζεται από μια μερίδα
νεοφιλελεύθερων λαϊκιστών, από την ευρωπαϊκή ακροδεξιά αλλά και από ένα
μέρος της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς. Κοινός τόπος των σχημάτων
αυτών είναι μια απλουστευτική πολεμική κατά του νεοφιλελευθερισμού
προδικάζοντας την ανάγκη κατάρρευσης του ευρώ και την ολική έξοδο από
αυτό ( Euro- Exit). Αυτό εκφράζεται κατ’ επέκταση με την φιλοσοφία περί
της αναγκαιότητας ενός Grexit.
Όμως η πολυπλοκότητα της κρίσης δεν
απαντάται με απλά σχήματα εξόδου. Η κρίση είναι τόσο σοβαρή, διότι
εξελίσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο φαλκιδευμένο από μια αδιάλυτη αντίφαση[iv]. Τα
ακολουθούμενα μέτρα λιτότητας είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλή και ως εκ
τούτου δεν επιβάλλονται με δημοκρατικό τρόπο.Από την άλλη πλευρά τα
μέτρα που προβάλλονται ως αναγκαία από τους προοδευτικούς και τους
σοσιαλδημοκράτες , όπως η μακροπρόθεσμη κοινή ανάληψη των χρεών ή άλλες
μορφές διασυνοριακής ανακατανομής των βαρών μεγάλης κλίμακας, δεν
γίνονται αποδεκτά από τους πληθυσμούς των πλούσιων χωρών.
Η αναντιστοιχία μεταξύ του οικονομικά
ζητούμενου από τις ελίτ και του πολιτικά εφικτού, διαφαίνεται επομένως
και στις δύο πλευρές βορρά-νότου και αναδεικνύει την διαχωριστική
γραμμή που χωρίζει την Ευρώπη σήμερα. Αυτές οι διαχωριστικές γραμμές
στηρίζονται σε γερμανικές εμμονές που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να
χαλαρώσουν.
Η ιθύνουσα γερμανική πολιτικοοικονομική
τάξη δεν κατανόησε ποτέ ότι η μονομερής προσήλωση της Γερμανίας στις
εξαγωγές , δεν θα μπορούσε παρά να επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα
και ραγδαίες ανισορροπίες σε μια κοινή νομισματική περιοχή όπως η
ευρωζώνη. Ομοίως δεν έγινε ποτέ κατανοητό πόσο σημαντική είναι η
αποδόμηση και η μείωση αυτών των ανισορροπιών. Κατά συνέπεια, η
Γερμανία αρνήθηκε να αλλάξει γραμμή ακόμα και την στιγμή που το πιστόλι
είχε στραφεί στον κρόταφο της ευρωζώνης και επομένως αρνήθηκε να
προβεί σε μια εσωτερική ανατίμηση μέσω της οποίας η θα μπορούσε να
μειώσει το εμπορικό της πλεόνασμα εάν ενίσχυε την εγχώρια ζήτηση.
Αντίθετα, τα τελευταία έτη, η γερμανική οικονομία πετυχαίνει συνεχώς
εμπορικά πλεονάσματα ρεκόρ. Το γεγονός ότι η πολιτική αυτή παραβίαζε
συστηματικά τα κριτήρια του ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας και
Ανάπτυξης, δεν φαίνεται να απασχολούσε κανέναν στην Γερμανία και πολύ
λίγους στο ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο.
Σιγά , σιγά όμως τα πράγματα αλλάζουν
και οι ενστάσεις κατά της γερμανικής «εξαγωγικής» πολιτικής πυκνώνουν.
Δεν είναι λίγες οι κυβερνήσεις πλεον στην ευρωζώνη που ζητούν αυτό που
με εμμονή διεκδικεί ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Σοίμπλε, δηλαδή να
ισχύσουν οι κανόνες. Μόνο που οι κυβερνήσεις αυτές ζητούν να ισχύσουν οι
κανόνες το ίδιο για όλους και με ισότητα για όλους και όχι μονομερώς
υπέρ των ισχυρών.
Σίγουρα αυτός που λέει όχι , και αυτός
που είναι “αντί” μπορεί να χάνει σε χρήμα και να κερδίζει σε
αξιοπρέπεια. Αυτό όμως δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να πείσει
και τους άλλους για αυτό. Επειδή τους επόμενους μήνες ίσως ειπωθούν
οριστικά πράγματα καλό είναι να παρουσιαστούν τα απαραίτητα πειστήρια
και μαζί με αυτά και ένα αντίστοιχο πρόγραμμα με ρεαλιστικές και
εφαρμόσιμες λύσεις που θα δίνουν ένα αξιοπρεπές διέξοδο στην ελληνική
κοινωνία.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν άπειροι
λόγοι να χάνουμε την ψυχραιμία μας υπενθυμίζουμε ότι όπως έλεγε ο
Μακιαβέλι “ η αρετή γεννάει την ησυχία , η ησυχία την σχόλη, η σχόλη την
αταξία , η αταξία την καταστροφή. Και αντίστοιχα από την καταστροφή
γεννιέται η τάξη, από την τάξη η αρετή και από αυτήν η δόξα και η καλή
τύχη”.
[i] Δημήτρης Κοτρόγιαννος και Κώστας Λάβδας: Ευρώπη 2012: Η ασύμμετρη αποδόμηση της κυριαρχίας.[ii] Claus Offe : Τα λάθη της Ευρώπης.
[iii] Δ, Κοτρόγιαννος: Η κυριαρχία σε μεταίχμιο.
[iv] Claus Offe Europa in der Falle
Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Πολιτικός Επιστήμονας Κοινωνιολόγος
By Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου