Χρέος: Ενοχή και Τιμωρία
Το χρέος, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής διακυβέρνησης,
αποκτά ένα πρόσθετο περιεχόμενο, εκτός από το να εξαρτά και να υποτάσσει
το δανειολήπτη στις οικονομικές απαιτήσεις του πιστωτή: γίνεται το
απόλυτο εργαλείο χειραγώγησης, μέσω του οποίου, ο πιστωτής προσβλέπει
στον απόλυτο έλεγχο της ζωής του ένοχου και άσωτου, στην τιμωρία και την
επανακατασκευή του. Γι αυτό, η κατασκευή του χρεώστη και του χρέους
αποτελούν αναγκαία στοιχεία της σύγχρονης κυριαρχίας.
Η καταναγκαστική σχέση πιστωτή και χρεώστη βρίσκει εφαρμογή τόσο στις δοσοληψίες μεταξύ μεμονωμένων ατόμων όσο και κρατών και συνάδει με την ηθική του ανταγωνισμού: ο ανταγωνισμός, ως εφαρμογή της φυσικής επιλογής στο κοινωνικό πεδίο, σημαίνει ότι ο ισχυρότερος, ο πιο έξυπνος και ορθολογικός, κυριαρχεί, επιτυγχάνοντας τη μεγιστοποίηση του προσωπικού του συμφέροντος ή της ομάδας του.
Από την άλλη πλευρά βρίσκεται ο χαμένος, ο αδύναμος και ένοχος, αυτός που αδυνατεί να σκεφτεί επιχειρηματικά και γι αυτό είναι υπεύθυνος της μοίρας του, όσο και άξιος τιμωρίας και αναμόρφωσης από τον επιτυχημένο.
Η λογική του ανταγωνισμού νομιμοποιεί την ανισότητα, τη βία και το ρατσισμό, όπως και μια κοινωνία αρπακτικών που στηρίζεται στο δίκιο του ισχυρού.
Βρισκόμαστε στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης ρητορικής, έτσι όπως αυτή εκπορεύεται από το κάστρο του ορντοφιλελευθερισμού, τη Γερμανία, όσο και από τους γραφειοκράτες των Βρυξελών.
Το άνοιγμα της αγοράς, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και αγαθών και το σταθερό νόμισμα, αποτελούν την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης ηθικής αντίληψης στον οικονομικό χώρο: η ατομική ελευθερία επιβεβαιώνεται μέσω της κυριαρχίας, που ποσοτικοποιείται με ένα σταθερό νόμισμα, εν είδη χρυσού, για την συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου.
Άρα, ο οικονομικός ανταγωνισμός αποτελεί συστατικό στοιχείο πραγμάτωσης της ατομικής ελευθερίας και ανάδειξης των «εκλεκτών» που μπορούν να επιβιώσουν στη ζούγκλα του ανταγωνισμού.
Εφόσον η αγορά, δια του ανταγωνισμού, την οποία εγγυάται το κράτος, κατανέμει τον πλούτο στον καθένα, με βάση τις ικανότητες και την ενεργητικότητα που διαθέτει, το άτομο-όπως και μια χώρα-είναι υπεύθυνο για τη ζωή του. Οι παροχές του κοινωνικού κράτους, σε μια τέτοια περίπτωση-όπως και ευρύτερα, τα δημόσια αγαθά-,αποτελούν επιβράβευση της ανευθυνότητας.
Αντίθετα, το ιδιωτικό, η ιδιωτική περιουσία και η δυνατότητα αγοράς υπηρεσιών, όπως η εκπαίδευση, η υγεία κτλ., αποτελούν ένδειξη ατομικής επιτυχίας και ευθύνης.
Αντίστροφα, ένα χρεωμένο κράτος δεν είναι δυνατόν να παρέχει δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες ή και μισθούς, αλλά οφείλει να ιδιωτικοποιεί τις δημόσιες υπηρεσίες, ώστε, μέσω του ανταγωνισμού, ο καθένας, ανάλογα με την ικανότητά του, να αγοράζει υπηρεσίες ή να αποβάλλεται από το κοινωνικό παιχνίδι, ως «άνθρωπος-σκουπίδι».
Μια κοινωνία της αγοράς, η οποία αποτελεί το αναγκαίο περιβάλλον ώστε να λειτουργήσει εύρυθμα το μοντέλο της «Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς» που εγγυάται το κράτος-ρυθμιστής του ανταγωνισμού, οφείλει να παρέχει ένα μίνιμουμ κοινωνικής προστασίας, εν είδη φιλοδωρήματος, στους αναξιοπαθούντες, αφήνοντας τα υπόλοιπα στην επικράτεια της ελεημοσύνης.
Διότι, η κοινωνία της αγοράς είναι μια επιχειρηματική κοινωνία που κατασκευάζεται με βάση το μοντέλο της επιχείρησης, καθότι επιχείρηση σημαίνει την ορθολογική δράση και περιλαμβάνει τα πάντα: το άτομο, την οικογένεια, την οικονομία και το κράτος.
Απότοκος της ορντολιμπεραλιστικής ηθικής είναι η λιτότητα και οι νεκρόφιλες πολιτικές των μνημονίων εν γένει, ως το φυσικό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού της αγοράς· αποτελέσματα που θα ήταν μεροληψία και αδικία να παραληφθούν, γεγονός που θα παραβίαζε την ηθική του ανταγωνισμού, αλλά και την δικαιοσύνη: ο χαμένος οφείλει να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών του και να υποστεί τα αποτελέσματα των πράξεών του.
Το χρέος αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, την ποσοτικοποίηση της σχέσης επιτυχημένου και χαμένου, έτσι ώστε, το μέγεθος της επιτυχίας του πιστωτή να προσμετρείται από το αντίστοιχο μέγεθος της αποτυχίας του χρεώστη. Επιπλέον, η δικαίωση του πιστωτή συνεπάγεται την τιμωρία του χρεώστη.
O Nietzsche, στη «Γενεαλογία της Ηθικής», επισημαίνει ότι «αυτός ο κόσμος δεν έχασε ποτέ κατά βάθος μια ορισμένη οσμή αίματος και βασανισμών»: η αποζημίωση του πιστωτή, για την όποια ζημιά υπέστη από τον χρεώστη, αντισταθμίζεται με την «απόλαυση της βιαιοπραγίας», μέσα από «ένα δικαίωμα στη σκληρότητα».
Ο πιστωτής υπακούει στην αρχή που λέει ότι «Το να βλέπεις τους άλλους να υποφέρουν σου κάνει καλό, το να κάνεις τους άλλους να υποφέρουν σου κάνει περισσότερο καλό».
Η επισήμανση του Nietzsche αναφορικά με το χρέος επιτρέπει την γενεαλόγηση της νεοφιλελεύθερης ηθικής: στη γερμανική γλώσσα, η λέξη Schuld που σημαίνει ενοχή, παράγεται από τη λέξη Schulden που σημαίνει την οικονομική σχέση πιστωτή-χρεώστη, το χρέος.
Αυτή η ηθικοποίηση της αστικοδικαϊκής έννοιας του χρέους, επιτρέπει τον σχηματισμό μιας ιδεολογίας της ενοχής που συνδέει τον καπιταλισμό με την προτεσταντική ηθική και με την πρωταρχική βαρβαρότητα της «απόλαυσης της βιαιοπραγίας».
Το ότι οι εννοιολογικοί συσχετισμοί μέσω των λέξεων, σε μια γλώσσα, δημιουργούν συγκεκριμένες στάσεις και κοινωνικές αναπαραστάσεις, φαίνεται και στην ελληνική, όπου το χρέος αποκτά επίσης ηθικό περιεχόμενο, ως ηθική υποχρέωση, ανάγκη και καθήκον.
Εκ των πραγμάτων, η κοινωνική αναπαράσταση του χρέους με όρους ηθικής ευθύνης καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα του νεοφιλελεύθερου ηθικιστικού λόγου και τον εγκλωβισμό του πολιτικού συστήματος στη λογική εξυπηρέτησης του χρέους. Εντούτοις, η αναπαράσταση αυτή δεν περιείχε το στοιχείο της ενοχής που με κάθε μέσο επέβαλε η νεοφιλελεύθερη ρητορική.
Αναμφισβήτητα, είναι παράδοξο το γεγονός ότι ενώ ο ορντοφιλελευθερισμός επινόησε το κανονιστικό μοντέλο της «Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς», με την πρόθεση να μην επαναληφθούν ολοκληρωτικά φαινόμενα, σαν αυτά του Ναζισμού, ευελπιστώντας ότι η ελεύθερη αγορά θα αποτρέψει την συσσώρευση ισχύος από το κράτος, ώστε να διαφυλαχθεί η ατομική ελευθερία, εντούτοις, καταλήγει σχεδόν στους ίδιους ατραπούς που βάδισε ο Ναζισμός.
Όπως δείχνει η βιοπολιτική χρήση του χρέους από μέρους της ΕΕ, που έχει δομηθεί με βάση την λογική του ορντολιμπεραλισμού, υπάρχει κάτι σαθρό στα εννοιολογικά θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που παράγει διάφορες μορφές ολοκληρωτισμού.
Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της ενοχής και της ευθύνης, είναι εκ των πραγμάτων ανίκανη να αποκρύψει την βία που ενυπάρχει στους λεγόμενους ευρωπαϊκούς θεσμούς: η κατασκευή του ελληνικού χρέους από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που διοικεί την ΕΕ δεν έχει άλλο στόχο από τη δουλεία και τη ληστεία.
Ο πάντα επίκαιρος Παπαδιαμάντης-για να τον ξαναθυμηθούμε- έχει περιγράψει επαρκώς αυτή τη διαδικασία: «Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου». tsak-giorgis.
Γράφει ο Γρ. Σουλτάνης
Η καταναγκαστική σχέση πιστωτή και χρεώστη βρίσκει εφαρμογή τόσο στις δοσοληψίες μεταξύ μεμονωμένων ατόμων όσο και κρατών και συνάδει με την ηθική του ανταγωνισμού: ο ανταγωνισμός, ως εφαρμογή της φυσικής επιλογής στο κοινωνικό πεδίο, σημαίνει ότι ο ισχυρότερος, ο πιο έξυπνος και ορθολογικός, κυριαρχεί, επιτυγχάνοντας τη μεγιστοποίηση του προσωπικού του συμφέροντος ή της ομάδας του.
Από την άλλη πλευρά βρίσκεται ο χαμένος, ο αδύναμος και ένοχος, αυτός που αδυνατεί να σκεφτεί επιχειρηματικά και γι αυτό είναι υπεύθυνος της μοίρας του, όσο και άξιος τιμωρίας και αναμόρφωσης από τον επιτυχημένο.
Η λογική του ανταγωνισμού νομιμοποιεί την ανισότητα, τη βία και το ρατσισμό, όπως και μια κοινωνία αρπακτικών που στηρίζεται στο δίκιο του ισχυρού.
Βρισκόμαστε στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης ρητορικής, έτσι όπως αυτή εκπορεύεται από το κάστρο του ορντοφιλελευθερισμού, τη Γερμανία, όσο και από τους γραφειοκράτες των Βρυξελών.
Το άνοιγμα της αγοράς, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και αγαθών και το σταθερό νόμισμα, αποτελούν την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης ηθικής αντίληψης στον οικονομικό χώρο: η ατομική ελευθερία επιβεβαιώνεται μέσω της κυριαρχίας, που ποσοτικοποιείται με ένα σταθερό νόμισμα, εν είδη χρυσού, για την συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου.
Άρα, ο οικονομικός ανταγωνισμός αποτελεί συστατικό στοιχείο πραγμάτωσης της ατομικής ελευθερίας και ανάδειξης των «εκλεκτών» που μπορούν να επιβιώσουν στη ζούγκλα του ανταγωνισμού.
Εφόσον η αγορά, δια του ανταγωνισμού, την οποία εγγυάται το κράτος, κατανέμει τον πλούτο στον καθένα, με βάση τις ικανότητες και την ενεργητικότητα που διαθέτει, το άτομο-όπως και μια χώρα-είναι υπεύθυνο για τη ζωή του. Οι παροχές του κοινωνικού κράτους, σε μια τέτοια περίπτωση-όπως και ευρύτερα, τα δημόσια αγαθά-,αποτελούν επιβράβευση της ανευθυνότητας.
Αντίθετα, το ιδιωτικό, η ιδιωτική περιουσία και η δυνατότητα αγοράς υπηρεσιών, όπως η εκπαίδευση, η υγεία κτλ., αποτελούν ένδειξη ατομικής επιτυχίας και ευθύνης.
Αντίστροφα, ένα χρεωμένο κράτος δεν είναι δυνατόν να παρέχει δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες ή και μισθούς, αλλά οφείλει να ιδιωτικοποιεί τις δημόσιες υπηρεσίες, ώστε, μέσω του ανταγωνισμού, ο καθένας, ανάλογα με την ικανότητά του, να αγοράζει υπηρεσίες ή να αποβάλλεται από το κοινωνικό παιχνίδι, ως «άνθρωπος-σκουπίδι».
Μια κοινωνία της αγοράς, η οποία αποτελεί το αναγκαίο περιβάλλον ώστε να λειτουργήσει εύρυθμα το μοντέλο της «Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς» που εγγυάται το κράτος-ρυθμιστής του ανταγωνισμού, οφείλει να παρέχει ένα μίνιμουμ κοινωνικής προστασίας, εν είδη φιλοδωρήματος, στους αναξιοπαθούντες, αφήνοντας τα υπόλοιπα στην επικράτεια της ελεημοσύνης.
Διότι, η κοινωνία της αγοράς είναι μια επιχειρηματική κοινωνία που κατασκευάζεται με βάση το μοντέλο της επιχείρησης, καθότι επιχείρηση σημαίνει την ορθολογική δράση και περιλαμβάνει τα πάντα: το άτομο, την οικογένεια, την οικονομία και το κράτος.
Απότοκος της ορντολιμπεραλιστικής ηθικής είναι η λιτότητα και οι νεκρόφιλες πολιτικές των μνημονίων εν γένει, ως το φυσικό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού της αγοράς· αποτελέσματα που θα ήταν μεροληψία και αδικία να παραληφθούν, γεγονός που θα παραβίαζε την ηθική του ανταγωνισμού, αλλά και την δικαιοσύνη: ο χαμένος οφείλει να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών του και να υποστεί τα αποτελέσματα των πράξεών του.
Το χρέος αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, την ποσοτικοποίηση της σχέσης επιτυχημένου και χαμένου, έτσι ώστε, το μέγεθος της επιτυχίας του πιστωτή να προσμετρείται από το αντίστοιχο μέγεθος της αποτυχίας του χρεώστη. Επιπλέον, η δικαίωση του πιστωτή συνεπάγεται την τιμωρία του χρεώστη.
O Nietzsche, στη «Γενεαλογία της Ηθικής», επισημαίνει ότι «αυτός ο κόσμος δεν έχασε ποτέ κατά βάθος μια ορισμένη οσμή αίματος και βασανισμών»: η αποζημίωση του πιστωτή, για την όποια ζημιά υπέστη από τον χρεώστη, αντισταθμίζεται με την «απόλαυση της βιαιοπραγίας», μέσα από «ένα δικαίωμα στη σκληρότητα».
Ο πιστωτής υπακούει στην αρχή που λέει ότι «Το να βλέπεις τους άλλους να υποφέρουν σου κάνει καλό, το να κάνεις τους άλλους να υποφέρουν σου κάνει περισσότερο καλό».
Η επισήμανση του Nietzsche αναφορικά με το χρέος επιτρέπει την γενεαλόγηση της νεοφιλελεύθερης ηθικής: στη γερμανική γλώσσα, η λέξη Schuld που σημαίνει ενοχή, παράγεται από τη λέξη Schulden που σημαίνει την οικονομική σχέση πιστωτή-χρεώστη, το χρέος.
Αυτή η ηθικοποίηση της αστικοδικαϊκής έννοιας του χρέους, επιτρέπει τον σχηματισμό μιας ιδεολογίας της ενοχής που συνδέει τον καπιταλισμό με την προτεσταντική ηθική και με την πρωταρχική βαρβαρότητα της «απόλαυσης της βιαιοπραγίας».
Το ότι οι εννοιολογικοί συσχετισμοί μέσω των λέξεων, σε μια γλώσσα, δημιουργούν συγκεκριμένες στάσεις και κοινωνικές αναπαραστάσεις, φαίνεται και στην ελληνική, όπου το χρέος αποκτά επίσης ηθικό περιεχόμενο, ως ηθική υποχρέωση, ανάγκη και καθήκον.
Εκ των πραγμάτων, η κοινωνική αναπαράσταση του χρέους με όρους ηθικής ευθύνης καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα του νεοφιλελεύθερου ηθικιστικού λόγου και τον εγκλωβισμό του πολιτικού συστήματος στη λογική εξυπηρέτησης του χρέους. Εντούτοις, η αναπαράσταση αυτή δεν περιείχε το στοιχείο της ενοχής που με κάθε μέσο επέβαλε η νεοφιλελεύθερη ρητορική.
Αναμφισβήτητα, είναι παράδοξο το γεγονός ότι ενώ ο ορντοφιλελευθερισμός επινόησε το κανονιστικό μοντέλο της «Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς», με την πρόθεση να μην επαναληφθούν ολοκληρωτικά φαινόμενα, σαν αυτά του Ναζισμού, ευελπιστώντας ότι η ελεύθερη αγορά θα αποτρέψει την συσσώρευση ισχύος από το κράτος, ώστε να διαφυλαχθεί η ατομική ελευθερία, εντούτοις, καταλήγει σχεδόν στους ίδιους ατραπούς που βάδισε ο Ναζισμός.
Όπως δείχνει η βιοπολιτική χρήση του χρέους από μέρους της ΕΕ, που έχει δομηθεί με βάση την λογική του ορντολιμπεραλισμού, υπάρχει κάτι σαθρό στα εννοιολογικά θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που παράγει διάφορες μορφές ολοκληρωτισμού.
Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της ενοχής και της ευθύνης, είναι εκ των πραγμάτων ανίκανη να αποκρύψει την βία που ενυπάρχει στους λεγόμενους ευρωπαϊκούς θεσμούς: η κατασκευή του ελληνικού χρέους από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που διοικεί την ΕΕ δεν έχει άλλο στόχο από τη δουλεία και τη ληστεία.
Ο πάντα επίκαιρος Παπαδιαμάντης-για να τον ξαναθυμηθούμε- έχει περιγράψει επαρκώς αυτή τη διαδικασία: «Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου». tsak-giorgis.
Γράφει ο Γρ. Σουλτάνης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου