Gary Moore
Με το που διαβάζω την είδηση, τρίβω τα
μάτια μου. Οι φήμες των τελευταίων πολλών χρόνων ότι «έρχεται», πότε
στην Κρήτη, πότε στην Αθήνα, «με χαρντ ροκ σχήμα, να παίξει τα παλιά»
έχουν αφήσει για κουσούρι κάποια ανοσία. Το εγκατεστημένο στην
ινιοβρεγματική χώρα ξενερουά πνεύμα της λογικής αρχίζει τις υπαγορεύεις:
«Σύνελθε, blue collar απολειφάδι, μεγαλώνεις και δεν υπάρχει περίπτωση
να συμβεί. Μάζευ'τα και πήγαινε να τον δεις κάπου στο εξωτερικό».
Κι όμως, είναι αλήθεια. Ο Gary Moore έρχεται στο Τάε-Κβον-Ντο στις 13 Σεπτεμβρίου. Τρέχω το ίδιο απόγευμα και παίρνω εισιτήριο.
Ξέρω ότι παίζει τα μπλουζ εδώ και κάτι αιώνες. Κάπου μετά τους B.B.M. το '94 τον έχασα, νιώθοντας ότι έχει προτιμήσει να ξοδευτεί. Δε θα δω, λοιπόν, ούτε θ' ακούσω «τα παλιά». Όμως μικρή σημασία έχει. Θα δω ζωντανά τον άνθρωπο πού' χει χαρίσει στη γενιά μου μια δισκοθήκη αναμνήσεις.
Στο μυαλό παραμένει γερά καρφωμένο το φύσημα από τη Maxell χρωμίου με το "We Want Moore", υπόκρουση από φορητό διπλό στερεοφωνικό σε μνημειώδη διπλά πάνω στην παραλία, το καλοκαίρι του '85.
Στα τιμαλφή της ροκ κληρονομιά του πάντα θα ξεχωρίζει το ελληνικής εκτύπωσης gatefold αυτού του live του '84, με το "bonus" δεύτερο δισκάκι. Το δεκάλεπτο "Empty Rooms" με την ονειρική εισαγωγή του, το "So Far Away", που το ζητάγαμε συνωμοτικά απ' τους dj στα πάρτυ («θα το αφήσεις όλο, μην κάνεις καμιά μ@*%κία και σηκώσεις βελόνα»). Η πρώτη πλευρά του, που περιμένει πάντα να ξεχυθεί αγριεμένη, με το δραματικό "Murder In The Skies" και το γεμάτο αφηνιασμένα σόλο "Shapes Of Things".
Στιγμές που τις συνόδεψε ο ήχος του άκοπα έρχονται στο μυαλό. Όπως το ξυπνητζίδικο βλέμμα του επαίοντος των 21 Μαίων («τώρα θα δεις τί έχεις να πάθεις άμα τ' ακούσεις») ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του παλιόφιλου του Άκη, το Πάσχα του '86, καθώς βγάζει από το σελοφάν το "Corridors Of Power", γυρίζει το κουμπί του στέρεο στο 6, ξαπλώνει στο πλατώ τη δεύτερη πλευρά, υπολογίζει με ακρίβεια χιλιοστού αυτή να κατέβει στο δεύτερο κομμάτι, προλογίζοντας με νόημα: "I don't care if the neighbors shout, I don't care if they kick me out". Ή το κιθαριστικό πιστεύω κάθε underdog με τον τίτλο "Don't Take Me For A Loser", το σόλο ολοκαύτωμα στο "Wishing Well", το τρέμολο στο ρεφραίν και τα γεμίσματα του Ian Paice του "Gonna Break My Heart Again".
Και μετά, πώς να ξεχάσει κανείς;
Το καλοκαίρι του Live Aid, το βίντεο-κλιπ του "Out In The Fields" με αριστερό χέρι του ν΄ανεβοκατεβαίνει στην ταστιέρα, στο φόντο τις σκηνές από τις ταραχές στο Μπέλφαστ, τις στολές των ουσάρων, τον Phil Lynott και το στίχο "no flag or uniform has ever stopped a bullet from a gun".
Την Άνοιξη της αναταραχής του Σισμίκ, να την διατρέχει ο καλπασμός του "Over The Hills And Far Away" με τα εμβατηριακά συνθ σαν γκάϊντες κι ένα βουκολικό ερωτικό τρίγωνο για στίχο ("for with the wife of his best friend he spent his final night of freedom"). Ή τη «σπάνια» 12ιντση extended version, όπου τα σόλο τα παίρνουν όλα παραμάζωμα. Τo "The Loner" που με το λυρισμό του αρπάζει τα εσώψυχα και τα κάνει κομμάτια.
Την κιθαριστική εγχείριση ανοικτής καρδιάς στο "The Messiah Will Come Again", κρυμμένο μόνο στην κασσέτα χρωμίου του κουρασμένου "After The War", που έφτανε όμως για ν' ανοίξουν τα στραβά μας και να ψάξουμε τον άλλο μέγιστο των αφανών, τον Roy Buchanan.
Και μετά, εκείνο το απροσδόκητο "Still Got The Blues" καταμεσίς του καλοκαιριού του Italia Novanta. Με τα κορίτσια να μελώνουν, τ' αγόρια να ανακαλύπτουν τον Albert King και τον Mayall και τον ανεμιστήρα σε αργή κίνηση στο βίντεο κλιπ ν΄αναδεύει σκηνές απ΄το παρελθόν και το μέλλον μας. Ένα άλμπουμ που ο οργανισμός το απορροφά καλύτερα με τα χρόνια. Γιατί, έτσι είναι, όπως τό' χε πει κι ο ίδιος σε κείνη τη συνέντευξη το Μάϊο του '90 στο "Metal Hammer" : «μπορεί να ήθελα από μικρός να φτιάξω ένα blues άλμπουμ, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να ζήσω πρώτα περισσότερα πράγματα για να το καταφέρω».
Το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008, το Τάε-Κβον-Ντο ήταν γεμάτο από ένα κοινό οδηγημένο εκεί με καύσιμο ένα σωρό πολυκαιρινές προσδοκίες που εν γνώσει του δεν είχαν πιθανότητες να υλοποιηθούν. Βρισκόμουν από νωρίς μέσα σ' αυτό. Το ξεκίνημα με το "Oh Pretty Woman" είχε μέτριο ήχο, όμως όσο τα γκάζια συνέχιζαν αμείωτα ("Since I Met You Baby", "Down The Line", "All Your Love") γινόταν φανερό ότι ο ήρωάς μας δίνει μια blues παράσταση με τη δική του, τη γνωστή, ροκ οίηση, απλώς απαλλαγμένος από τις φιοριτούρες σύνθετων ενορχηστρώσεων, προκατ σόλο ακροβασιών και σετ-λιστ από προαπαιτουμένων hits. Τα περιττά κιλά δεν επηρεάζουν το γνώριμο επί σκηνής στήσιμό του. Ντυμένος στα μαύρα, με το σώμα γερμένο πάνω στη Gibson, οι βραχίονες και τα δάχτυλα κλειδωμένα στο σκάφος. Το πρόσωπό του αντανακλά εκκενώσεις, τα μάτια κλείνουν καθώς εναλλάσσονται μορφασμοί πάθους, νόστου, αγαλλίασης. Οι νότες ρέουν πυκνές, περιεκτικές, στροβιλίζονται, λες σαν από τα δάχτυλα προς τα καρφωμένα στο σανίδι πόδια και πάλι προς τα πάνω, να τον τυλίγουν.
Το δεκάλεπτο "I Love You More Than You'll Ever Know" των "Blood Sweat & Tears" ρίχνει τους παλμούς μόνο και μόνο για αντηχήσει στο αχνιστό Τάε-Κβον-Ντο αρκούντως κοψοφλέβια η κιθάρα του. Από τις πρώτες slow πρώτες νότες του "Don't Believe A Word", αποδεικνύεται ότι ο κόσμος παρακολουθεί χωρίς να χάνει ημιτόνιο, ενώ η προσμενόμενη ομοθυμαδόν επιτάχυνση μετά τις δύο πρώτες στροφές οδηγεί κοντά στην ροκ έκσταση με την οποία ο Gary Moore μας έχει αναθρέψει.
Το κλειστό ξαφνικά πάει ν΄αποκτήσει προβλήματα στατικότητας. Η μακράν πιο αναγνωρίσιμη μελωδία της βραδιάς ("Still Got The Blues") σκορπάει ευφορία και ακολουθείται από ένα βιαστικό, γκαζωμένο "Walking By Myself". Ο ιδρώτας του Moore τρέχει ποτάμι. Όταν στο τέλος ξεκινά μια αυτοσχεδιαστική εισαγωγή που εξελίσσεται στη δεκαπεντάλεπτη εκτέλεση του "Parisienne Walkways", η συγκίνηση είναι νομοτελειακή, διάχυτη. Μια τελική υπογραφή, για τον ίδιο, για τον παλιόφιλο Lynott, για όσα ρομάντσα ήρθαν, όσα έφυγαν και για όσα θά'ρθουν, για όσα απρόοπτα περιμένουν μπροστά, θέλοντάς τα και μη. Αν το περίφημο"We'll always have Paris" του Bogart θα μπορούσε να βρει το ισοδύναμό του στο ροκ, θα ήταν αυτή η σπαρακτική μπαλάντα, που μόνον ο συνθέτης της μπορεί και αποδίδει, κάθε φορά με μοναδική φόρτιση. Χαμογελάει συγκρατημένα, σκουπίζει το πρόσωπο με μια πετσέτα και χαιρετάει το πλήθος που τον αποθεώνει ("We - Want - Moore"). Τον ζητούσαμε πολλά χρόνια, τον είδαμε, τον μπιζάραμε. Όμως δεν ξέραμε ότι τον αποχαιρετούμε.
Ta άσχημα μαντάτα με βρήκαν μια Κυριακή πρωί. Από ομοιοπαθείς, μέσα απ΄το διαδίκτυο. «Ο θρυλικός βορειοϊρλανδός κιθαρίστας Gary Moore, 58 ετών, βρέθηκε νεκρός το πρωί της 6ης Φεβρουαρίου 2011, από ανακοπή καρδιάς σχετιζόμενη με υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, σε δωμάτιο ξενοδοχείου ισπανικού θερέτρου. Μόλις είχε κάνει τσεκ- ιν για μερικές μέρες διακοπών».
Τί διάολο να πεις. Death is just a heartbeat away.
Κύριος οίδε (μαζί και κάτι χιλιάδες πιστοί του στην Ελλάδα), ότι ο άνθρωπος υπήρξε για τις δικές μας γενιές μας πιο απτός κι εξωστεφής απ΄τον Clapton, πιο παραγωγικός επί 30 χρόνια απ΄τον Page, πιο γήϊνος απ΄τον Beck κι ένα βήμα φανερά πιο σκληρόηχος απ' τον άλλον blues τιτάνα του Cork, τον Rory Gallagher (κάτι που λειτούργησε ιδανικά για να γεφυρώσει το hard rock με το blues στη μουσική μας συνείδηση).
Δε φοβήθηκε ποτέ να αλλάξει μουσική ρότα, να δείξει πίστη στις ικανότητές του, να ακολουθήσει τη διαίσθησή του και να πραγματοποιήσει τελικά τα όνειρά του, παίζοντας τα σόλο του σαν συνεπαρμένο μαθητούδι δίπλα στον B.B. King, τον Albert Collins και τον Jack Bruce. Κατά βάθος παρέμεινε σ' όλη του την καρριέρα πολύ λίγο διαφορετικός απ΄τον πιτσιρικά που απεικονίζει το εξώφυλλο του "Still Got The Blues".
Ερωτευμένος παράφορα με την εξάχορδη, διαρκώς μαζί της αγκαλιά, με ένα μάτσο δίσκους μπροστά του και μια αφίσα του Τζίμι Χέντριξ στο εικονοστάσι του. Αυτή η εικόνα, ένα στιγμιότυπο από την προσωπική ιστορία όλων μας θα μας συνδέει πάντα μαζί του.
Ξέρω ότι παίζει τα μπλουζ εδώ και κάτι αιώνες. Κάπου μετά τους B.B.M. το '94 τον έχασα, νιώθοντας ότι έχει προτιμήσει να ξοδευτεί. Δε θα δω, λοιπόν, ούτε θ' ακούσω «τα παλιά». Όμως μικρή σημασία έχει. Θα δω ζωντανά τον άνθρωπο πού' χει χαρίσει στη γενιά μου μια δισκοθήκη αναμνήσεις.
Στο μυαλό παραμένει γερά καρφωμένο το φύσημα από τη Maxell χρωμίου με το "We Want Moore", υπόκρουση από φορητό διπλό στερεοφωνικό σε μνημειώδη διπλά πάνω στην παραλία, το καλοκαίρι του '85.
Στα τιμαλφή της ροκ κληρονομιά του πάντα θα ξεχωρίζει το ελληνικής εκτύπωσης gatefold αυτού του live του '84, με το "bonus" δεύτερο δισκάκι. Το δεκάλεπτο "Empty Rooms" με την ονειρική εισαγωγή του, το "So Far Away", που το ζητάγαμε συνωμοτικά απ' τους dj στα πάρτυ («θα το αφήσεις όλο, μην κάνεις καμιά μ@*%κία και σηκώσεις βελόνα»). Η πρώτη πλευρά του, που περιμένει πάντα να ξεχυθεί αγριεμένη, με το δραματικό "Murder In The Skies" και το γεμάτο αφηνιασμένα σόλο "Shapes Of Things".
Στιγμές που τις συνόδεψε ο ήχος του άκοπα έρχονται στο μυαλό. Όπως το ξυπνητζίδικο βλέμμα του επαίοντος των 21 Μαίων («τώρα θα δεις τί έχεις να πάθεις άμα τ' ακούσεις») ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του παλιόφιλου του Άκη, το Πάσχα του '86, καθώς βγάζει από το σελοφάν το "Corridors Of Power", γυρίζει το κουμπί του στέρεο στο 6, ξαπλώνει στο πλατώ τη δεύτερη πλευρά, υπολογίζει με ακρίβεια χιλιοστού αυτή να κατέβει στο δεύτερο κομμάτι, προλογίζοντας με νόημα: "I don't care if the neighbors shout, I don't care if they kick me out". Ή το κιθαριστικό πιστεύω κάθε underdog με τον τίτλο "Don't Take Me For A Loser", το σόλο ολοκαύτωμα στο "Wishing Well", το τρέμολο στο ρεφραίν και τα γεμίσματα του Ian Paice του "Gonna Break My Heart Again".
Και μετά, πώς να ξεχάσει κανείς;
Το καλοκαίρι του Live Aid, το βίντεο-κλιπ του "Out In The Fields" με αριστερό χέρι του ν΄ανεβοκατεβαίνει στην ταστιέρα, στο φόντο τις σκηνές από τις ταραχές στο Μπέλφαστ, τις στολές των ουσάρων, τον Phil Lynott και το στίχο "no flag or uniform has ever stopped a bullet from a gun".
Την Άνοιξη της αναταραχής του Σισμίκ, να την διατρέχει ο καλπασμός του "Over The Hills And Far Away" με τα εμβατηριακά συνθ σαν γκάϊντες κι ένα βουκολικό ερωτικό τρίγωνο για στίχο ("for with the wife of his best friend he spent his final night of freedom"). Ή τη «σπάνια» 12ιντση extended version, όπου τα σόλο τα παίρνουν όλα παραμάζωμα. Τo "The Loner" που με το λυρισμό του αρπάζει τα εσώψυχα και τα κάνει κομμάτια.
Την κιθαριστική εγχείριση ανοικτής καρδιάς στο "The Messiah Will Come Again", κρυμμένο μόνο στην κασσέτα χρωμίου του κουρασμένου "After The War", που έφτανε όμως για ν' ανοίξουν τα στραβά μας και να ψάξουμε τον άλλο μέγιστο των αφανών, τον Roy Buchanan.
Και μετά, εκείνο το απροσδόκητο "Still Got The Blues" καταμεσίς του καλοκαιριού του Italia Novanta. Με τα κορίτσια να μελώνουν, τ' αγόρια να ανακαλύπτουν τον Albert King και τον Mayall και τον ανεμιστήρα σε αργή κίνηση στο βίντεο κλιπ ν΄αναδεύει σκηνές απ΄το παρελθόν και το μέλλον μας. Ένα άλμπουμ που ο οργανισμός το απορροφά καλύτερα με τα χρόνια. Γιατί, έτσι είναι, όπως τό' χε πει κι ο ίδιος σε κείνη τη συνέντευξη το Μάϊο του '90 στο "Metal Hammer" : «μπορεί να ήθελα από μικρός να φτιάξω ένα blues άλμπουμ, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να ζήσω πρώτα περισσότερα πράγματα για να το καταφέρω».
Το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008, το Τάε-Κβον-Ντο ήταν γεμάτο από ένα κοινό οδηγημένο εκεί με καύσιμο ένα σωρό πολυκαιρινές προσδοκίες που εν γνώσει του δεν είχαν πιθανότητες να υλοποιηθούν. Βρισκόμουν από νωρίς μέσα σ' αυτό. Το ξεκίνημα με το "Oh Pretty Woman" είχε μέτριο ήχο, όμως όσο τα γκάζια συνέχιζαν αμείωτα ("Since I Met You Baby", "Down The Line", "All Your Love") γινόταν φανερό ότι ο ήρωάς μας δίνει μια blues παράσταση με τη δική του, τη γνωστή, ροκ οίηση, απλώς απαλλαγμένος από τις φιοριτούρες σύνθετων ενορχηστρώσεων, προκατ σόλο ακροβασιών και σετ-λιστ από προαπαιτουμένων hits. Τα περιττά κιλά δεν επηρεάζουν το γνώριμο επί σκηνής στήσιμό του. Ντυμένος στα μαύρα, με το σώμα γερμένο πάνω στη Gibson, οι βραχίονες και τα δάχτυλα κλειδωμένα στο σκάφος. Το πρόσωπό του αντανακλά εκκενώσεις, τα μάτια κλείνουν καθώς εναλλάσσονται μορφασμοί πάθους, νόστου, αγαλλίασης. Οι νότες ρέουν πυκνές, περιεκτικές, στροβιλίζονται, λες σαν από τα δάχτυλα προς τα καρφωμένα στο σανίδι πόδια και πάλι προς τα πάνω, να τον τυλίγουν.
Το δεκάλεπτο "I Love You More Than You'll Ever Know" των "Blood Sweat & Tears" ρίχνει τους παλμούς μόνο και μόνο για αντηχήσει στο αχνιστό Τάε-Κβον-Ντο αρκούντως κοψοφλέβια η κιθάρα του. Από τις πρώτες slow πρώτες νότες του "Don't Believe A Word", αποδεικνύεται ότι ο κόσμος παρακολουθεί χωρίς να χάνει ημιτόνιο, ενώ η προσμενόμενη ομοθυμαδόν επιτάχυνση μετά τις δύο πρώτες στροφές οδηγεί κοντά στην ροκ έκσταση με την οποία ο Gary Moore μας έχει αναθρέψει.
Το κλειστό ξαφνικά πάει ν΄αποκτήσει προβλήματα στατικότητας. Η μακράν πιο αναγνωρίσιμη μελωδία της βραδιάς ("Still Got The Blues") σκορπάει ευφορία και ακολουθείται από ένα βιαστικό, γκαζωμένο "Walking By Myself". Ο ιδρώτας του Moore τρέχει ποτάμι. Όταν στο τέλος ξεκινά μια αυτοσχεδιαστική εισαγωγή που εξελίσσεται στη δεκαπεντάλεπτη εκτέλεση του "Parisienne Walkways", η συγκίνηση είναι νομοτελειακή, διάχυτη. Μια τελική υπογραφή, για τον ίδιο, για τον παλιόφιλο Lynott, για όσα ρομάντσα ήρθαν, όσα έφυγαν και για όσα θά'ρθουν, για όσα απρόοπτα περιμένουν μπροστά, θέλοντάς τα και μη. Αν το περίφημο"We'll always have Paris" του Bogart θα μπορούσε να βρει το ισοδύναμό του στο ροκ, θα ήταν αυτή η σπαρακτική μπαλάντα, που μόνον ο συνθέτης της μπορεί και αποδίδει, κάθε φορά με μοναδική φόρτιση. Χαμογελάει συγκρατημένα, σκουπίζει το πρόσωπο με μια πετσέτα και χαιρετάει το πλήθος που τον αποθεώνει ("We - Want - Moore"). Τον ζητούσαμε πολλά χρόνια, τον είδαμε, τον μπιζάραμε. Όμως δεν ξέραμε ότι τον αποχαιρετούμε.
Ta άσχημα μαντάτα με βρήκαν μια Κυριακή πρωί. Από ομοιοπαθείς, μέσα απ΄το διαδίκτυο. «Ο θρυλικός βορειοϊρλανδός κιθαρίστας Gary Moore, 58 ετών, βρέθηκε νεκρός το πρωί της 6ης Φεβρουαρίου 2011, από ανακοπή καρδιάς σχετιζόμενη με υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, σε δωμάτιο ξενοδοχείου ισπανικού θερέτρου. Μόλις είχε κάνει τσεκ- ιν για μερικές μέρες διακοπών».
Τί διάολο να πεις. Death is just a heartbeat away.
Κύριος οίδε (μαζί και κάτι χιλιάδες πιστοί του στην Ελλάδα), ότι ο άνθρωπος υπήρξε για τις δικές μας γενιές μας πιο απτός κι εξωστεφής απ΄τον Clapton, πιο παραγωγικός επί 30 χρόνια απ΄τον Page, πιο γήϊνος απ΄τον Beck κι ένα βήμα φανερά πιο σκληρόηχος απ' τον άλλον blues τιτάνα του Cork, τον Rory Gallagher (κάτι που λειτούργησε ιδανικά για να γεφυρώσει το hard rock με το blues στη μουσική μας συνείδηση).
Δε φοβήθηκε ποτέ να αλλάξει μουσική ρότα, να δείξει πίστη στις ικανότητές του, να ακολουθήσει τη διαίσθησή του και να πραγματοποιήσει τελικά τα όνειρά του, παίζοντας τα σόλο του σαν συνεπαρμένο μαθητούδι δίπλα στον B.B. King, τον Albert Collins και τον Jack Bruce. Κατά βάθος παρέμεινε σ' όλη του την καρριέρα πολύ λίγο διαφορετικός απ΄τον πιτσιρικά που απεικονίζει το εξώφυλλο του "Still Got The Blues".
Ερωτευμένος παράφορα με την εξάχορδη, διαρκώς μαζί της αγκαλιά, με ένα μάτσο δίσκους μπροστά του και μια αφίσα του Τζίμι Χέντριξ στο εικονοστάσι του. Αυτή η εικόνα, ένα στιγμιότυπο από την προσωπική ιστορία όλων μας θα μας συνδέει πάντα μαζί του.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
http://www.rocktime.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου