Richard Ρ. Feynman.
Κάποια φορά, στη διάρκεια της δεκαετίας
του ’50, καθώς επέστρεφα με πλοίο απάτη Βραζιλία, μείναμε για μια μέρα
στο Τρινιντάντ κι εγώ αποφάσισα να ρίξω μια ματιά στη σημαντικότερη
πόλη, το Πορτ οφ Σπαίην.
Την εποχή εκείνη, όταν επισκεπτόμουν μια
πόλη, ενδιαφερόμουν να γνωρίσω τις πιο φτωχές περιοχές της – να δω πώς
είναι εκεί η ζωή. Έτσι χάζεψα κάμποσο στους λόφους, στη νέγρικη συνοικία
της πόλης, τριγυρνώντας με τα πόδια. Είχα πάρει το δρόμο της
επιστροφής, όταν σταμάτησε πλάι μου ένα ταξί κι ο οδηγός του μου είπε:
«Έι, κύριε! Θέλεις να δεις την πόλη; Θα σου κοστίσει μόνο πέντε μπίβι».
«Εντάξει», του είπα και μπήκα μέσα.
Ο οδηγός έστριψε προς τα πάνω, να με πάει να δω κάποιο ανάκτορο, λέγοντας: «Θα σου δείξω όλα τα ωραία μέρη».
«Όχι, ευχαριστώ», απάντησα. «Τέτοια
βρίσκω παντού, είναι ίδια σε όλες τις πόλεις. Εγώ θέλω να δω το πιο
υποβαθμισμένο μέρος της πόλης, εκεί όπου ζουν οι πολύ φτωχοί. Εξάλλου
μόλις πριν ήμουν εκεί πάνω, στους λόφους».
«Α! ώστε έτσι;», έκανε εντυπωσιασμένος.
«Εντάξει, θα σου δείξω αυτό που θες. Μετά, όταν θα έχουμε τελειώσει, θα
σου κάνω και μια ερώτηση, γι’ αυτό θέλω να κοιτάς το καθετί προσεχτικά».
Με οδήγησε λοιπόν σε μια γειτονιά Ινδών
-είχαν κάνει εκεί κάποιο στεγαστικό πρόγραμμα- και σταμάτησε μπροστά σε
κάποιο σπίτι που ήταν κατασκευασμένο με τσιμεντόλιθους. Μέσα δεν υπήρχε
σχεδόν τίποτε. Στα μπροστινά σκαλιά καθόταν ένας άντρας. «Τον βλέπεις
αυτόν;», ρώτησε ο οδηγός. «Ο γιος του σπουδάζει Ιατρική στο Μαίρυλαντ».
Μετά με γύρισε στη γειτονιά, κι έτσι
μπόρεσα να δω καλύτερα πώς ήταν εκεί. Βρήκαμε και μια γυναίκα που τα
δόντια της είχαν ολωσδιόλου σαπίσει. Λίγο παρακάτω σταματήσαμε κι ο
οδηγός με σύστησε σε δύο γυναίκες που τις θαύμαζε. «Μάζεψαν κι οι δύο τα
λεφτά τους κι αγόρασαν μια ραπτομηχανή. Τώρα όλη η γειτονιά ράβεται σ’
αυτές», είπε με περηφάνια. […]
Είδαμε πολλά ακόμη και τελικά ο οδηγός
του ταξί γύρισε και μου είπε: «Και τώρα, καθηγητά μου, να και η ερώτηση.
Είδες ότι οι Ινδοί είναι τόσο φτωχοί όσο κι οι Νέγροι, μερικές φορές
και πιο φτωχοί, όμως κάπως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, προοδεύουν –
να, εκείνος ο άντρας έχει στείλει το γιο του στο κολέγιο, εκείνες οι
γυναίκες δημιούργησαν μόνες τους ένα ραφτάδικο. Όμως οι άνθρωποι της
φυλής μου δεν πάνε μπροστά. Γιατί;»
Του απάντησα ότι δεν ήξερα -αυτή την
απάντηση έδινα σχεδόν σε κάθε ερώτηση-, όμως αυτός δε δέχτηκε τέτοιου
είδους απάντηση από έναν καθηγητή. Προσπάθησα λοιπόν να βρω κάποια
λογική αιτία. «Στην Ινδία, του είπα, υπάρχει μια μακρόχρονη παράδοση, η
οποία πηγάζει από μια θρησκεία και μια φιλοσοφία χιλιάδων χρόνων. Έτσι
οι άνθρωποι αυτοί, αν και δε ζουν στην Ινδία, είναι φορείς αυτής της
παράδοσης για το τι είναι σημαντικό στη ζωή και προσπαθούν να
οικοδομήσουν για το μέλλον και να βοηθήσουν τα παιδιά τους στις
προσπάθειές τους – κάτι που έφτασε ως αυτούς μέσα απ’ τους αιώνες».
Και συνέχισα λέγοντας: «Νομίζω ότι στους
ανθρώπους της φυλής σου, δυστυχώς, δεν είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να
δημιουργήσουν μια τόσο μακρόχρονη παράδοση, ή, κι αν ακόμη είχε γίνει
κάποτε αυτό, την έχασαν κατά τη διάρκεια της κατάκτησης και της σκλαβιάς
τους». Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια αυτό, ήταν όμως η καλύτερη εξήγηση που
διέθετα τη στιγμή εκείνη.
Ο οδηγός ένιωσε ότι αυτό που είπα ήταν
μια καλή παρατήρηση, κι είπε ότι κι αυτός σχεδίαζε να οικοδομήσει για το
μέλλον. Μάλιστα γι’ αυτό το σκοπό έπαιζε στον ιππόδρομο κι αν κέρδιζε
θα μπορούσε να αγοράσει ένα δικό του ταξί και να πάει πραγματικά
μπροστά.
Ένιωσα πολύ λυπημένος. Του είπα ότι το
να ζητάει να χτίσει το μέλλον του περιμένοντας να κερδίσει στον
ιππόδρομο, ήταν κακή επιλογή, εκείνος όμως επέμενε ότι αυτός ήταν ο
μοναδικός τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να το κάνει. Ο άνθρωπος είχε
τόσο καλές προθέσεις, η μέθοδος όμως που διάλεξε για να τις υλοποιήσει
ήταν να επικαλείται την τύχη.
Richard Ρ. Feynman. Τι σε νοιάζει εσένα τι σκέφτονται οι άλλοι; – μτφρ. Νίκος Κοτρίδης. εκδ. Τροχαλία. 1993
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου