ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ




Δεν εμφανίζεται πουθενά πια. Απορρίπτει τις προτάσεις των φίλων. Αφήνει αναπάντητα τα μηνύματα. Πιστεύει πως έτσι προστατεύει τον εαυτό του από το να εκτεθεί, από το να δουν οι άλλοι την «αδυναμία» του.

Αν δεν υπήρχε η αναμμένη πράσινη κουκκίδα στον λογαριασμό του στο φέισμπουκ, πιθανότατα θα μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε εξαφανισμένο. Αλλά ούτε κι εκεί δρα, αντιδρά, σχολιάζει. Απλώς υπάρχει.

Ενα αναμμένο πράσινο φωτάκι που παρατηρεί τις ζωές των άλλων. Αθέατος.

Γιατί; Αναρωτιούνται φίλοι, γνωστοί και συνάδελφοι. Είναι άρρωστος; Τι μπορεί να συμβαίνει; Τι μπορεί να οδηγήσει έναν μέχρι πρότινος κοινωνικό άνθρωπο στο να «κλειστεί», κάνοντας το σπίτι του απόρθητο φρούριο και την πόρτα άβατη πύλη;

Κάπου διάβασα πως οι αυξανόμενες απαιτήσεις της κοινωνικής μας ζωής, οι ραγδαίοι ρυθμοί εξέλιξης της συλλογικής πραγματικότητας, προκαλούν πια σε πολλούς ανθρώπους δυσκολίες προσαρμογής.

Επιλέγουν να απέχουν, να αποσύρονται για να μην έρθουν αντιμέτωποι με το άγχος που τους προκαλεί η περίπτωση να μην είναι τόσο ενδιαφέροντες ή τόσο σημαντικοί όσο οι άλλοι. Φόβος, ντροπή, αγωνία μπροστά στην αποδοκιμασία των άλλων, των «επικοινωνιακά ισχυρών». Κάπως έτσι οι πόρτες κλείνουν κι ανάβουν πράσινα φωτάκια στους υπολογιστές.

Ναι, είναι φοβίες παράλογες. Αλλά υπάρχει κάποιος από μας που δεν έχει σκεφτεί κάτι παρόμοιο, έστω και για μια στιγμή; Νομίζω πως όχι. Και η αλήθεια είναι πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι «εξαφανίζονται».

«Θα τα πούμε στο ίνμποξ», ακούω συχνά. Ούτε καν στο τηλέφωνο.

Η φωνή είναι σαν το πρόσωπο. Δύσκολα μπορεί να κρύψει κανείς τα συναισθήματά του μιλώντας, ειδικά όταν μιλάει με κάποιον που τον ξέρει καλά.

Εχει μια γοητεία το να κρύβεσαι, μερικές φορές. Να μην ανήκεις ολοκληρωτικά σε κανέναν κόσμο, να μην οφείλεις «υπακοή» σε καμιά ομάδα ανθρώπων. Ομως, οι μέρες περνούν γρήγορα -τις χάνουμε στο μέτρημα-, καθώς η ζωή προχωρά. Και τα «καλά προφυλαγμένα» σπίτια εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε απροσπέλαστες φυλακές. Δίχως να το καταλάβουμε. Από συνήθεια και μόνο.

Αναρωτιέμαι όλο και πιο συχνά για το πού θα μας βγάλει όλη αυτή η μοναξιά των αναμμένων υπολογιστών, «πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη την έξοδο που μέσα μας φέρνουμε; Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια με τη συντροφιά πολλών ανθρώπων».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις