Κοίτα... Σόιμπλε! Εγώ, πρωτοχρονιά βράδυ, θα το ‘’κάψω’’!!
Ξέρω, Βόλφγκανγκ, ότι σε ενοχλεί που υπάρχω ακόμα!
Ξέρω, Βόλφγκανγκ, ότι, στημένος στη γωνία, περιμένεις πώς και πώς να με ακούσεις να σε ικετεύω για έλεος και συμπόνια!
Τόσα χρόνια, συνήθισες με αυτούς τους ελληνόφωνους ‘’κυβερνήτες’’, που γλείφουν τα βρομοπόδαρά σου για τη δόση τους, και ξεστράτισες!
Σου καρφώθηκε η ιδέα ότι με τα απανωτά εξοντωτικά μέτρα, που έβαλες τα τσιράκια σου να μου επιβάλλουν, θα με δεις μαραζωμένο στη γωνιά μου, αναμένοντας να απολαύσεις τον επιθανάτιο ρόγχο μου!
Μου ξερίζωσες αμπέλια και λιοστάσια, βαμβάκια και καπνά, πορτοκάλια και σταφίδες...
Μου πήρες σύνταξη και μεροκάματο, σπίτι και οικόπεδο, σχολειά και νοσοκομεία, ψωμί, θέρμανση και φως!
Μου πήρες τα νιάτα του τόπου μου στην... ξενιτιά της χώρας σου, δελεάζοντάς τα με το... μεροκάματο του σκλάβου!
Έσπρωξες στην εξαθλίωση εκατομμύρια από μας!
Οδήγησες στην απόγνωση και το θάνατο δεκάδες χιλιάδες συμπατριωτών μου!
Αυτά, άλλωστε, είναι πράγματα... γνωστά για σένα, αφού μαθήτευσες κοντά σε γονιούς και δασκάλους ναζί, που εξασκήθηκαν στο ‘’σπορ’’ αυτό, από την εποχή της α΄κατοχής, με τα πολυβόλα, στην πλάτη του βασανισμένου λαού μας!
Τώρα ξαναγύρισες εσύ, με νέα όπλα το κωλοευρώ σου, τα ‘’δάνεια’’ και τις δόσεις των ντόπιων δουλικών σου!
Με όλα αυτά, σου καρφώθηκε η ιδέα, ότι ξόφλησα!
Κι όμως!
Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς οι δυο μας, ακόμα!
Γιατί κάπου μου έχουν απομείνει κάτι αγκωνάρια ψωμί, ένα βάζο ελιές, λίγο κατσικίσιο τυρί από το χωριό, ένα κομμάτι λουκάνικο και δυο μπουκάλια τσίπουρο και κρασί από το φίλο γείτονά μου!
Και βράδυ Πρωτοχρονιάς... θα το ‘’κάψω’’!!
Την ώρα που εσύ θα περιμένεις να σημάνει ο νέος χρόνος, χορτασμένος από τις γεμιστές πάπιες Βαυαρίας, πίνοντας αργά και απολαυστικά το πανάκριβο γαλλικό κονιάκ σου -το πληρωμένο με το αίμα μου- ακούγοντας τις ‘’Βαλκυρίες’’ του Βάγκνερ και εκστασιαζόμενος με το... όνειρο του Δ΄Ράιχ...
Την ίδια ώρα, εγώ... θα βάλω κάτω το ψωμί, την ελιά το λουκάνικο, το κρασί και το τσίπουρο και αγκαλιά με τους δικούς μου και τους φίλους μου θα ακούμε -στη διαπασών- τον Στελάρα μας να τραγουδάει... ‘’το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό’’!!
Θα φέρω τη γυροβολιά μου στις ζεϊμπεκιές, πατώντας στέρεα στη γη που με ανάθρεψε!
Κι αν εκείνη την ώρα τρέξει κάποιο δάκρυ μου, αυτό θα είναι σπονδή και όρκος στον ουρανό που με σκεπάζει και την ομηρική θάλασσα που με περιβάλλει!
Αυτά που τίμησαν με τον ιδρώτα τους και το αίμα τους οι πρόγονοί μου και αυτά που δεν πρόκειται να γίνουν ΠΟΤΕ δικά σου, όσες ονειροφαντασίες κι αν έχεις!
Ξηγηθήκαμε, Βόλφγκανγκ;;;
Εγώ θα το κάψω!!
Δεν πρόκειται να με ρίξεις στην κατάθλιψη και την απόγνωση!!
Δεν πρόκειται να παραδοθώ!!
Γιατί για κλείσιμο της βραδιάς θα βάλω και το τραγούδι του Άρη μας!
Αυτό το τελευταίο, σου λέει κάτι, Βόλφγκανγκ;;;
Κώστας Γιαννιώτης
Ξέρω, Βόλφγκανγκ, ότι, στημένος στη γωνία, περιμένεις πώς και πώς να με ακούσεις να σε ικετεύω για έλεος και συμπόνια!
Τόσα χρόνια, συνήθισες με αυτούς τους ελληνόφωνους ‘’κυβερνήτες’’, που γλείφουν τα βρομοπόδαρά σου για τη δόση τους, και ξεστράτισες!
Σου καρφώθηκε η ιδέα ότι με τα απανωτά εξοντωτικά μέτρα, που έβαλες τα τσιράκια σου να μου επιβάλλουν, θα με δεις μαραζωμένο στη γωνιά μου, αναμένοντας να απολαύσεις τον επιθανάτιο ρόγχο μου!
Μου ξερίζωσες αμπέλια και λιοστάσια, βαμβάκια και καπνά, πορτοκάλια και σταφίδες...
Μου πήρες σύνταξη και μεροκάματο, σπίτι και οικόπεδο, σχολειά και νοσοκομεία, ψωμί, θέρμανση και φως!
Μου πήρες τα νιάτα του τόπου μου στην... ξενιτιά της χώρας σου, δελεάζοντάς τα με το... μεροκάματο του σκλάβου!
Έσπρωξες στην εξαθλίωση εκατομμύρια από μας!
Οδήγησες στην απόγνωση και το θάνατο δεκάδες χιλιάδες συμπατριωτών μου!
Αυτά, άλλωστε, είναι πράγματα... γνωστά για σένα, αφού μαθήτευσες κοντά σε γονιούς και δασκάλους ναζί, που εξασκήθηκαν στο ‘’σπορ’’ αυτό, από την εποχή της α΄κατοχής, με τα πολυβόλα, στην πλάτη του βασανισμένου λαού μας!
Τώρα ξαναγύρισες εσύ, με νέα όπλα το κωλοευρώ σου, τα ‘’δάνεια’’ και τις δόσεις των ντόπιων δουλικών σου!
Με όλα αυτά, σου καρφώθηκε η ιδέα, ότι ξόφλησα!
Κι όμως!
Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς οι δυο μας, ακόμα!
Γιατί κάπου μου έχουν απομείνει κάτι αγκωνάρια ψωμί, ένα βάζο ελιές, λίγο κατσικίσιο τυρί από το χωριό, ένα κομμάτι λουκάνικο και δυο μπουκάλια τσίπουρο και κρασί από το φίλο γείτονά μου!
Και βράδυ Πρωτοχρονιάς... θα το ‘’κάψω’’!!
Την ώρα που εσύ θα περιμένεις να σημάνει ο νέος χρόνος, χορτασμένος από τις γεμιστές πάπιες Βαυαρίας, πίνοντας αργά και απολαυστικά το πανάκριβο γαλλικό κονιάκ σου -το πληρωμένο με το αίμα μου- ακούγοντας τις ‘’Βαλκυρίες’’ του Βάγκνερ και εκστασιαζόμενος με το... όνειρο του Δ΄Ράιχ...
Την ίδια ώρα, εγώ... θα βάλω κάτω το ψωμί, την ελιά το λουκάνικο, το κρασί και το τσίπουρο και αγκαλιά με τους δικούς μου και τους φίλους μου θα ακούμε -στη διαπασών- τον Στελάρα μας να τραγουδάει... ‘’το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό’’!!
Θα φέρω τη γυροβολιά μου στις ζεϊμπεκιές, πατώντας στέρεα στη γη που με ανάθρεψε!
Κι αν εκείνη την ώρα τρέξει κάποιο δάκρυ μου, αυτό θα είναι σπονδή και όρκος στον ουρανό που με σκεπάζει και την ομηρική θάλασσα που με περιβάλλει!
Αυτά που τίμησαν με τον ιδρώτα τους και το αίμα τους οι πρόγονοί μου και αυτά που δεν πρόκειται να γίνουν ΠΟΤΕ δικά σου, όσες ονειροφαντασίες κι αν έχεις!
Ξηγηθήκαμε, Βόλφγκανγκ;;;
Εγώ θα το κάψω!!
Δεν πρόκειται να με ρίξεις στην κατάθλιψη και την απόγνωση!!
Δεν πρόκειται να παραδοθώ!!
Γιατί για κλείσιμο της βραδιάς θα βάλω και το τραγούδι του Άρη μας!
Αυτό το τελευταίο, σου λέει κάτι, Βόλφγκανγκ;;;
Κώστας Γιαννιώτης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου