Γυφτάκι
Περπατούσε
μόνη, αγέρωχη, με κορμί περήφανο, το κεφάλι της ψηλά και πάνω του ένα
πρόσωπο σοβαρό , πειθαρχημένο, ένα βλέμμα καθαρό, σταθερό που ούτε ο
ήλιος δεν μπορούσε να λυγίσει.
Πάνω στο πεζοδρόμιο, ξυπόλητη με βήμα αυτόματο, στον νου της ένας
χάρτης και τα πόδια της γυμνά την κρατούσαν όρθια να συνεχίζει από κει
που ξεκίνησε. Σ ένα λιβάδι ηλιόλουστο, καταπράσινο, εγώ από πίσω της να
την κοιτάζω να κρέμεται από ένα δέντρο και να φωνάζει κοίτα με, κοίτα
με. Σπρώξε με κι άλλο να φτάσω πιο ψηλά.
Κι όσο προσγειωνόταν ανώμαλα στο χώμα τόσο να θέλει
να πετάξει ως τα σύννεφα μόνο για μια βουτιά. Και δεν την ένοιαζε αν
λερωνόταν, δεν την πείραζε αν χτυπούσε.
Περπατούσε κάθε στιγμή στον ξύπνιο της σε δρόμους που οδηγούσαν σ
όνειρα που ξεχνούσε και την έβλεπα να σκιάζεται γι αυτό αλλά δεν
προδώθηκε ποτέ από τη μνήμη της. Μόνο έκλαιγε κάθε πρωί που έπρεπε τον
ίδιο δρόμο να διανύσει. Έκλαιγε που μόνο όταν κοιμόταν έφτανε στο τέρμα
του. Κι εκεί γυρνούσε μόνη άσκοπα σε καιρούς ασήμαντους με βλέμμα
καθαρό και την γη στα πέλματά της.
Τότε ήταν που την έχασα για χρόνια ώσπου την βρήκα ξαφνικά σ αλλονών
τυχαίες επιθυμίες. Να χαίρεται κοροιδεύοντάς με. Να με λυπάται ακόμα κι
όταν χόρευα. Να με πληγώνει η ύπαρξή της. Και για ντροπή να στέλνει τη
σιωπή της να με μαλώνει. Δε μου μιλούσε κι έφευγε κι εγώ όλο να την
κυνηγάω και να την βρίσκω πάντα να περπατά σε κάρβουνα, να φλέγονται κι
αυτή να χαίρεται που καιγόταν. Έτσι περπατούσε και περπατούσε.
Την είδα σε μια πόλη στο κέντρο να ψάχνει τον καθρέφτη της. Κι όταν τον
έβρισκε έχανε την ομορφιά της. Απελπισμένη. Σαν ψάρι πιασμένο σε
δίχτυα να σπαρταράει για λίγη ανάσα ακόμα. Εγώ μπροστά από τότε να
γυρνάω πίσω να κοιτάζω και να την βλέπω να ταξιδεύει περπατώντας. Με
βήμα αργό να φτάνει ως την θάλασσα να θέλει να βουτηχτεί ως την κορυφή
κι εμένα να με
παρακαλάει να αφήσω να βραχεί κι η φτέρνα της. Με τη νύχτα για μαγιό,
ρουφούσε τόση θάλασσα που ναυαγούσε σε στεριές που την περίμενα εγώ,
σωσίβιό της. Να τη σηκώσω ξανά να περπατήσει μόνη ανάμεσα σε θηρία
άγρια που ούτε να την αγγίξουν δεν τολμούσαν. Την ξανάχασα την
ξαναβρήκα και το κρυφτό πότε δεν σταματά χωρις κυνηγητό.
Και να τη ξανά τώρα μπροστά μου. Αγέρωχη όπως τη θυμάμαι. Περήφανη όπως
ήταν πάντοτε. Μόνη, με γυμνά τα πόδια, ξυπόλητη κι ούτε ο ήλιος δεν
την έκαιγε.
Ύπερος
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου