Η ΖΩΗ ΩΣ ... ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ





Μαθητής, όταν διάβαζα για κάποιον  ιστορικό, εξερευνητή, εφευρέτη κ.λ.π δεν έδινα...
ιδιαίτερη σημασία   στην παρένθεση που ακολουθούσε το όνομα του και η οποία ανέφερε π.χ για τον  Γκαίτε(1749-1832), δηλαδή  πότε  γεννήθηκε  και πότε  πέθανε  ο εν λόγω αναφερόμενος.

Με ενδιέφερε μόνο να το γνωρίζω, για να μη φανώ αδιάβαστος στον καθηγητή μου και κατά  δεύτερο λόγο σαν γενικότερη εγκυκλοπαιδική γνώση. Με το διάβα   των χρόνων  όμως  η παρένθεση αυτή άρχισε να  αποκτά  για μένα  και μια  διαφορετική σημασία, πιο βαθιά, πολλές φορές  μελαγχολική και όσο  περνούσαν   και περνούν  τα χρόνια μου φανέρωνε μια απροσδιόριστη ανησυχία.

Συνειδητοποιούσα  δηλαδή, σιγά-σιγά, ότι και η δική μου  παρένθεση έχει ανοίξει εδώ και πολλά χρόνια και είναι θέμα χρόνου  για να κλείσει, να κλειδώσει παντοτινά. Κάτι που, όσο  ήμουν  νέος,  δεν περνούσε  καθόλου από το μυαλό μου,  διότι εγώ τότε  ήμουν ”αθάνατος”, χωρίς παρένθεση, αυτά αφορούσαν   τους… άλλους, όχι εμένα, η δική μου θα έμενε  για  πάντα ανοικτή…

Και ενώ περνούσαν  τα χρόνια, μαζί με τα γκρίζα και αργότερα με τα  άσπρα μαλλιά, άρχισα μπροστά μου να βλέπω κάτι σαν ‘’συρματοπλέγματα’’, να βλέπω ένα θολό τοπίο, που στο βάθος  όμως ξεχώριζα  έναν ”τοίχο”, κάτι που ”υποχρεωτικά θα περάσω”   και το πλησίαζα και  το πλησιάζω ασταμάτητα.

Στην αρχή  εμφανιζόταν αραιά και που, αλλά περνώντας  τα χρόνια η παρουσία αυτού του “περάσματος”  ήταν όλο  και πιο συχνή και την έκανε πιο συχνή η απώλεια κάποιου  επώνυμου ή φίλου ή γνωστού, ιδιαίτερα όταν ήταν κοντά στην δική μου ηλικία.

Η παρένθεση  μπορεί  να  είναι μικρή  ή μεγάλη, δηλαδή  κάποιος  να  ζήσει   πολλά  ή  λίγα χρόνια,   αλλά  σίγουρο  είναι  ότι ποτέ,  μα  ποτέ,  δεν  μένει ανοικτή. Ανοίγει  από το μηδέν, από το τίποτα  και χάνεται  μέσα σε αυτό, όπως  έχει  γράψει  ο Νίκος  Καζαντζάκης: ‘’ερχόμαστε   από το τίποτα   και καταλήγουμε στο τίποτα, το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα  το ονομάζουμε  ζωή ‘’.

Οι περισσότεροι   άνθρωποι βιώνουν  παρόμοιες  σκέψεις, ο καθένας με τον δικό του τρόπο  και διαλογισμό.  Άλλοι εντελώς επιδερμικά  και σε μεγάλα χρονικά διαστήματα, χωρίς  να τους  απασχολούν  ιδιαίτερα ή και καθόλου παρεμφερείς προβληματισμοί και ανησυχίες , δεδομένου  ότι  είναι  και συνάρτηση,  ως ένα βαθμό,  και του μορφωτικού επιπέδου και της πνευματικής γενικότερα καλλιέργειας του καθενός και άλλοι εμβαθύνουν  και στοχάζονται βαθιά για  αυτό το μέγα μυστήριο  της ζωής, προσπαθώντας να κατανοήσουν τον προορισμό τους   και να  νοηματοδοτήσουν την προσωρινή  παρουσία τους  στον κόσμο αυτό.

Μέχρι σήμερα   έχουν διατυπωθεί άπειρες  θεωρίες   και ‘’πιστεύω’’  για το τι αντιπροσωπεύει η ζωή   και ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξης μας, χωρίς  όμως καμία εξ αυτών να μπορεί  να  αποδειχθεί  εκ του ασφαλούς. Αποτελούν απλά εξηγήσεις  και υποθέσεις της ‘’ γήινης’’ λογικής του ανθρώπου.

Είναι γνωστό επιστημονικά  και τεκμηριωμένο ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να διαχειριστεί  οτιδήποτε  το οποίο  έχει πεπερασμένα  όρια. Αδυνατεί να διαχειριστεί το άπειρο, δηλαδή αυτό  που δεν έχει όρια. Τη ζωή μπορεί  κανείς να την προσομοιάσει  όπως μέσα στο απόλυτο σκοτάδι,  ανάβει κανείς ένα σπίρτο, μια  φλόγα ( γεννιέται η ζωή, η οποία διαρκεί ένα κάποιο χρονικό διάστημα (διάρκεια ζωής ) και μετά σβήνει (θάνατος ). Ακολουθεί και πάλι  απόλυτο σκοτάδι, όπως πριν. Καλείται λοιπόν  ο ανθρώπινος νους να ‘’εξερευνήσει’’ αυτό το ατελείωτο σκοτάδι, που  μέσα σε αυτό,  δεν  φαίνονται  πουθενά  να  υπάρχουν  σύνορα- όρια και μέχρι τώρα στο διάβα  αναρίθμητων  αιώνων δεν  έχει καταφέρει ο νοήμων άνθρωπος να δώσει  καμία ουσιαστικά τεκμηριωμένη  επιστημονική απάντηση γι αυτό το μυστήριο. Απαντήσεις  έχουν δοθεί μόνο, τόσο στο επίπεδο της φιλοσοφίας,   όσο και  Θεολογικές  από τις διάφορες θρησκείες.

Από τα δισεκατομμύρια  ανθρώπων  που έχουν  περάσει   πάνω  στη γη και που  όλοι  είχαν την παρένθεση τους, συγκριτικά είναι πολύ λίγοι αυτοί που, για  κάποιον  λόγο, την διατήρησαν και διατηρούν  για  μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ενδεχομένως για πολλούς φαίνεται να παραμένει, θα μπορούσε να πει κανείς, αιωνίως, ενώ για  τους περισσότερους,  πολλές φορές  πολύ σύντομα, ξεθωριάζει, σβήνεται και χάνεται παντελώς. Μετά  από  μια-δύο γενεές, ίσως τρεις ποιος θυμάται τις  εντελώς “άσημες” υπάρξεις;  Δεν άφησαν περνώντας από την ζωή το  αποτύπωμα τους, ένα  ίχνος τους και χάθηκαν  μαζί με την ‘’παρένθεση’’ τους στο  σκοτεινό έρεβος  της ανυπαρξίας. Των ολίγων  και “προνομιούχων”, όπως ιστορικών, εφευρετών, εξερευνητών, στρατιωτικών, θρησκευτικών  ή πολιτικών ηγετών και πολλών άλλων φαντάζει σαν να είναι επιχρυσωμένη και δεν σκουριάζει, ανεξαρτήτως εάν το περιεχόμενο της ήταν κάποτε επωφελές ή βλαβερό για την ανθρωπότητα εν γένει.

Από την στιγμή  που είναι απόλυτα βέβαιο νομοτελειακά ότι κάτι που αρχίζει σίγουρα κάποτε  τελειώνει, δεδομένου  ότι σκοπός  κάθε  διαδικασίας είναι το  τέλος της, σημασία έχει να προσδώσει  ο κάθε άνθρωπος μέσα  σε  αυτή, την τόσο μικρή παρένθεση-ζωή, όσο το δυνατό λιγότερο πόνο και δυστυχία στον συνάνθρωπο του, να  ζήσει περήφανος με αξιοπρέπεια, χωρίς να  κυριαρχείται  από ματαιοδοξία και τυφλή αγάπη  των εγκόσμιων υλικών και χωρίς να τον απασχολεί εάν παραμείνει η θύμηση του επιχρυσωμένη ή θα χαθεί, διότι αποδεδειγμένα σε  αυτή τη μικρή παρένθεση   δεν χωράει τίποτε περισσότερο από δύο χρονολογίες: γέννηση  και θάνατος.





 Παύλος Μυκωνίου Πηγή

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις