Η ΑΤΑΚΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ !




Εβαλε μπρος το λεωφορείο να ζεσταθεί. Επεφτε ντορλαπόχιονο όλη νύχτα. Για τους οδηγούς των λεωφορείων του ΚΤΕΛ της επαρχίας ήταν το χειρότερο, «άσπρο χιόνι, μαύρο χιόνι» λέγανε. Γλιστράγανε οι κακοτράχαλοι τότε δρόμοι των βουνών κι έπρεπε να 'χουν τα μάτια τους δεκατέσσερα. Ηθελε καλόπιασμα το πρωί η μηχανή. «Αντε καλή μ’, άντε κοκόνα μ’, άναψε». Του έκανε τη χάρη, πήρανε μπρος κι οι υαλοκαθαριστήρες, πεταγότανε το χιόνι ζάχαρη άχνη πάνω στο καπό. Αφησε τη μηχανή αναμμένη και πήγε να κάνει τα λούσα του, να νιφτεί, να λαδώσει το μαλλί, να ισιώσει το μουστάκι. Η οικογένεια κοιμόταν ακόμα. Μπουμπούνισε καλά τη σόμπα κι έφυγε.

Εβαλε το δισκάκι το 45άρι στο πικάπ του «SCANIA». Καζαντζίδης παντού. Πέρασε πρώτα να πάρει τον Αντώνη τον εισπράκτορα. Καλό παιδί, πλακατζής και ψύχραιμος. Τότε ήταν μεγάλο στήριγμα για τον οδηγό ο σωστός εισπράκτορας. Κατ’ αρχήν φρόντιζε να μην τσακώνονται οι επιβάτες, έλεγχε τα μπαγκάζια και τα καλάθια -να ’ναι σωστά δεμένα μην πεταχτεί κανένα πουλερικό- και πάνω από όλα έπρεπε να είναι τίμιος και έμπιστος γιατί κρατούσε το χρήμα. Ετσι κι ο Αντώνης, παιδί μάλαμα, όλους κάπου τους βόλευε.

Σήμερα όμως το λεωφορείο είναι σχεδόν γεμάτο από την πόλη. Στα πρώτα χωριά άρχιζει να γεμίζει ασφυκτικά. Το χιόνι πέφτει σταθερά. Ασπρα τα δέντρα κι οι πλαγιές, άσπρος κι ο ουρανός. Ζόρικος καιρός. Μαύρα φίδια ζώνουν τον Αντώνη. Ξέρει πως δεν θα τους χωρέσει όλους. Μουρμούρες, γκρίνιες, στριμωξίδι.

Ο Μήτσος, ο μάγκας και έμπειρος οδηγός, του κάνει νόημα να έρθει μπροστά. «Δεν θα πάρουμε άλλους», του λέει, «τέρμα, φουλάραμε, έχει και παλιόκαιρο, ας περιμένουνε το επόμενο!». Μαυροχιονίστικε ο Αντώνης, αλλά τι μπορούσε να πει μπροστά στο δίκιο. «Ισως αύριο…» τραγουδούσε κι αυτός με τον Καζαντζίδη και σιγά σιγά του ’φτιαξε το κέφι. Τώρα πώς μπορεί να φτιάξει το κέφι κάποιου που τραγουδάει «ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα του θανάτου η καμπάνα και για μένα»; Τι να σας πω; Θα πρέπει να ρωτήσουμε τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Φτάσανε στο Νιοχώρι.

Περιμένανε καμιά δεκαριά άτομα μπροστά στη στάση. Φιλιόντουσαν να αποχαιρετιστούν δύο γυναίκες. Ανοίγει το παράθυρο ο Αντώνης, κουνάει τα χέρια του αποφασιστικά και τους φωνάζει από μέσα:

(Μη φλιώστε… Μη φλιώστε! Δεν θα πάρουμε κανέναν. Είμαστε τίγκα! Μη φλιώστε ντιπ!)

Και φρσσστ!!! Εφυγε το λεωφορείο χωρίς να ανοίξουν οι πόρτες.

Η ατάκα του Αντώνη έγινε από τότε σύνθημα της περιοχής για τους ανυπόμονους. Να φανταστείτε ότι χρόνια μετά -αφού ο Μήτσος είχε φύγει απ’ τη ζωή- πάλι μια μέρα που χιόνιζε, πάλι σ’ ένα λεωφορείο, ένας άντρας γύρω στα πενήντα άκουσε πίσω του έναν νεαρό να διηγείται την ιστορία σαν ανέκδοτο, σαν αστικό μύθο. «Δεν είναι», γύρισε και τους είπε χαμογελώντας, «ο πατέρας μου ήταν ο οδηγός και μας το διηγήθηκε…» και το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει σταθερά. Ασπρο χιόνι, μαύρο χιόνι…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις