Η αλήθεια βρίσκεται εκεί όπου δεν κοιτάς ποτέ
Εκείνο
που είναι σημαντικό στο διαλογισμό είναι η ποιότητα του νου και της
καρδιάς. Δεν είναι το τι θα πετύχεις μ’ αυτόν ή το τι νομίζεις πως έχεις
πετύχει, αλλά σημαντική είναι η ποιότητα του νου, που στο διαλογισμό
είναι αθώος και τρωτός. Η θετική κατάσταση έρχεται μέσα από την άρνηση
του αντίθετού της κι όχι από την προσπάθεια να την πετύχεις. Με το να
ζεις και να συσσωρεύεις εμπειρίες με το διαλογισμό αρνείσαι
την καθαρότητά του.
Ο διαλογισμός δεν είναι μέσο για να πετύχεις κάποιο
σκοπό· είναι και τα δύο: είναι και το μέσο και ο σκοπός. Ο νους δεν
μπορεί ποτέ να γίνει αθώος μέσα από τις εμπειρίες· η άρνηση της
εμπειρίας είναι αυτή που φέρνει εκείνη τη θετική κατάσταση της αθωότητας
που δεν μπορεί να καλλιεργηθεί από την σκέψη. Η σκέψη δεν είναι ποτέ
αθώα. Ο διαλογισμός είναι το τέλος της σκέψης, αλλά όχι από τον
διαλογιζόμενο, γιατί ο διαλογιζόμενος είναι ο διαλογισμός. Αν δεν
υπάρχει διαλογισμός στη ζωή σου, τότε είσαι σαν τυφλός σ’ ένα κόσμο
γεμάτο μεγάλη ομορφιά, φως και χρώματα.
Κάνε βόλτα στην παραλία,
δίπλα στη θάλασσα, κι άφησε αυτή την ποιότητα του διαλογισμού να έρθει
να σε βρει εκείνη. Αν δεν έρθει, μην την κυνηγήσεις· αυτό που θα
κυνηγήσεις θα είναι η ανάμνηση εκείνου που υπήρξε κάποια άλλη φορά – και
εκείνο που υπήρξε είναι ο θάνατος εκείνου που υπάρχει. Ή όταν περπατάς
ανάμεσα στους λόφους άφησε το καθετί να σου μιλήσει για την ομορφιά και
τον πόνο της ζωής, έτσι που να ξυπνήσει μέσα σου η δική σου θλίψη και να
μπει το τέλος της. Ο διαλογισμός είναι η ρίζα, ο κορμός, το άνθος και ο
καρπός. Οι λέξεις είναι που χωρίζουν τον καρπό, από το άνθος, από τον
κορμό και από την ρίζα. Σ’ αυτόν τον χωρισμό ό,τι κάνεις δεν έχει
καλοσύνη: καλοσύνη υπάρχει στην ολική και πλήρη αντίληψη.
ΠΗΓΗ
Ήταν ένας μακρύς σκιερός
δρόμος, όλος σκιά από τα δένδρα που υπήρχαν και στις δυο πλευρές του –
ένας στενός δρόμος όλο στροφές που πέρναγε ανάμεσα στα καταπράσινα
χωράφια με το λαμπερό ώριμο σιτάρι. Ο ήλιος έφτιαχνε έντονες σκιές, ενώ
τα χωριά και στις δύο πλευρές του δρόμου ήταν βρώμικα, κακοφροντισμένα
και πάμφτωχα. Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι έδειχναν άρρωστοι και θλιμμένοι,
αλλά τα παιδιά έπαιζαν φωνάζοντας μέσα στη σκόνη κι ρίχνοντας πέτρες στα
πουλιά, ψηλά πάνω στα δένδρα. Ήταν ένα πολύ ευχάριστο δροσερό πρωινό,
καθώς φυσούσε ένα φρέσκο αεράκι πάνω από τους λόφους.
Οι παπαγάλοι και οι μάινες έκαναν πάρα πολύ θόρυβο εκείνο το πρωινό. Οι παπαγάλοι μόλις και διακρίνονταν ανάμεσα στα πράσινα φύλλα των δέντρων. Στους φοίνικες υπήρχαν πολλές τρύπες που τις είχαν κάνει φωλιές τους. Το ζικ-ζακ πέταγμά τους ήταν γεμάτο στριγκλιές και φασαρία. Οι μάινες κάθονταν στο χώμα, αρκετά ήμερες∙ σ’ άφηναν να πλησιάσεις πολύ κοντά πριν πετάξουν μακριά. Κι ο χρυσαφής μυγοφάγος, αυτό το πράσινο και χρυσαφί πουλί, καθόταν πάνω στα σύρματα πλάι στο δρόμο. Ήταν ένα όμορφο πρωινό και ο ήλιος δεν ήταν ακόμα πάρα πολύ ζεστός. Υπήρχε μια ευλογία στον αέρα και βασίλευε εκείνη η γαλήνη που υπάρχει πριν ξυπνήσουν οι άνθρωποι.
Πάνω σ’ αυτό το δρόμο περνούσε ένα κάρο με δύο ρόδες που το τράβαγε ένα άλογο και στην καρότσα είχε τέσσερα μαδέρια με μια τέντα. Πάνω στο κάρο ήταν ένα πτώμα τυλιγμένο μ’ ένα άσπρο και κόκκινο ύφασμα, που το μετέφεραν στο ποτάμι για να το κάψουν στις όχθες του. Δίπλα στον καροτσέρη καθόταν ένας άνδρας, πιθανόν συγγενής του νεκρού. Το πτώμα ταρακουνιόταν σ’ αυτόν τον όχι και τόσο ομαλό δρόμο. Θα πρέπει να έρχονταν από μακριά γιατί το άλογο ήταν ιδρωμένο και το πτώμα έτσι όπως τρανταζόταν σε όλο το δρόμο έδειχνε να έχει πια κοκαλώσει.
Ο άνθρωπος που ήρθε να μας δει αργότερα εκείνη την ημέρα, είπε ότι ήταν εκπαιδευτής πυροβολικού στο ναυτικό. Είχε έρθει με την γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και φαινόταν πολύ σοβαρός άνθρωπος. Μετά τις συστάσεις, είπε ότι θα ήθελε, «να βρει τον Θεό». Δεν ήταν πολύ σαφής, ίσως γιατί ήταν συνεσταλμένος∙ οι κινήσεις των χεριών του και το πρόσωπό του έδειχναν άνθρωπο ικανό γι’ αυτό, αν και υπήρχε μια κάποια σκληρότητα στη φωνή και στο βλέμμα του, γιατί, σε τελευταία ανάλυση, μάθαινε ανθρώπους πώς να σκοτώνουν. Ο Θεός έμοιαζε να βρίσκεται πολύ μακριά από την καθημερινή του ζωή. Όλο το πράγμα έμοιαζε πολύ παράξενο, γιατί ήταν ένας άνθρωπος που έλεγε πως αναζητούσε ειλικρινά τον Θεό, κι ωστόσο για να κερδίσει το ψωμί του αναγκαζόταν να διδάσκει σε άλλους όπλα για να σκοτώνουν πόλεμο.
Είπε ότι ήταν θρήσκος και ότι είχε περάσει από πολλές σχολές, διαφορετικών «άγιων ανθρώπων», όπως τους αποκαλούν κάποιοι. Δεν έμεινε ικανοποιημένος από όλους αυτούς κι έτσι έκανε όλο ετούτο το μακρινό ταξίδι – με τραίνο και λεωφορείο – για να συναντηθούμε, επειδή ήθελε να μάθει πώς θα βρει εκείνον τον παράξενο κόσμο που – και απλοί άνθρωποι και άγιοι – έχουν αναζητήσει. Η γυναίκα του και τα παιδιά του παρακολουθούσαν σιωπηλοί και με σεβασμό, ενώ πάνω σ’ ένα κλαδί ακριβώς έξω από το παράθυρο, καθόταν ένα περιστέρι, γκριζωπό, γουργουρίζοντας απαλά. Ο άνδρας δεν γύρισε καθόλου να το κοιτάξει, και τα παιδιά με τη μητέρα τους κάθονταν με στητή πλάτη, έχοντας κάποια νευρικότητα και χωρίς καμιά έκφραση στο πρόσωπο. Εκείνος, ξαναείπε ότι θέλει «να βρει τον Θεό».
Δεν μπορείς να «βρεις» τον Θεό· δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί σ’ αυτόν. Ο άνθρωπος έχει επινοήσει πολλά μονοπάτια, πολλές θρησκείες, πολλές πίστεις, σωτήρες και διδασκάλους, που νομίζει ότι θα τον βοηθήσουν να βρει εκείνη την ευλογία που δεν είναι φευγαλέα. Το δυστύχημα με την αναζήτηση είναι ότι σε οδηγεί πάντα σε κάποια φαντασίωση, σε κάποιο ρομαντικό όραμα που είναι κατασκευή του νου από πράγματα που του είναι ήδη γνωστά. Η αγάπη που αναζητάει κανείς, καταστρέφεται από τον τρόπο που ζει. Δεν μπορείς να έχεις στο ένα χέρι ένα όπλο και στο άλλο τον Θεό. Ο Θεός είναι μόνο ένα σύμβολο, μια λέξη, που πραγματικά έχει χάσει το νόημά της, επειδή το έχουν καταστρέψει οι ναοί και οι τόποι λατρείας. Και φυσικά, εκείνος που δεν πιστεύει στον Θεό είναι το ίδιο μ’ εκείνον που πιστεύει· και οι δύο υποφέρουν και περνάνε μέσα από τη θλίψη μιας σύντομης και μάταιης ζωής· και η πίκρα τής κάθε ημέρας κάνει την ζωή να μην έχει νόημα. Η πραγματικότητα δεν βρίσκεται μέσα στο χείμαρρο των σκέψεων γι’ αυτήν και μια άδεια καρδιά είναι γεμάτη από τις λέξεις που βάζει μέσα της η σκέψη. Γινόμαστε πολύ έξυπνοι, επινοούμε νέες φιλοσοφίες κι ύστερα έρχεται η πικρία της αποτυχίας τους. Έχουμε εφεύρει θεωρίες για το πώς να φτάσουμε το υπέρτατο και ο πιστός πηγαίνει στο ναό και χάνεται μέσα στις φαντασιώσεις του ίδιου του τού νου. Ο μοναχός και ο άγιος δεν βρίσκουν την πραγματικότητα γιατί και οι δυο είναι μέρος κάποιος παράδοσης, κάποιας κουλτούρας, που τους δέχεται σαν άγιους και μοναχούς.
Το περιστέρι πέταξε στον ουρανό, ενώ η ομορφιά του βουνού και του σύννεφου συνέχισε να βρίσκεται εκεί, πάνω στη γη – όπως και η αλήθεια βρίσκεται εκεί όπου δεν κοιτάς ποτέ.
Οι παπαγάλοι και οι μάινες έκαναν πάρα πολύ θόρυβο εκείνο το πρωινό. Οι παπαγάλοι μόλις και διακρίνονταν ανάμεσα στα πράσινα φύλλα των δέντρων. Στους φοίνικες υπήρχαν πολλές τρύπες που τις είχαν κάνει φωλιές τους. Το ζικ-ζακ πέταγμά τους ήταν γεμάτο στριγκλιές και φασαρία. Οι μάινες κάθονταν στο χώμα, αρκετά ήμερες∙ σ’ άφηναν να πλησιάσεις πολύ κοντά πριν πετάξουν μακριά. Κι ο χρυσαφής μυγοφάγος, αυτό το πράσινο και χρυσαφί πουλί, καθόταν πάνω στα σύρματα πλάι στο δρόμο. Ήταν ένα όμορφο πρωινό και ο ήλιος δεν ήταν ακόμα πάρα πολύ ζεστός. Υπήρχε μια ευλογία στον αέρα και βασίλευε εκείνη η γαλήνη που υπάρχει πριν ξυπνήσουν οι άνθρωποι.
Πάνω σ’ αυτό το δρόμο περνούσε ένα κάρο με δύο ρόδες που το τράβαγε ένα άλογο και στην καρότσα είχε τέσσερα μαδέρια με μια τέντα. Πάνω στο κάρο ήταν ένα πτώμα τυλιγμένο μ’ ένα άσπρο και κόκκινο ύφασμα, που το μετέφεραν στο ποτάμι για να το κάψουν στις όχθες του. Δίπλα στον καροτσέρη καθόταν ένας άνδρας, πιθανόν συγγενής του νεκρού. Το πτώμα ταρακουνιόταν σ’ αυτόν τον όχι και τόσο ομαλό δρόμο. Θα πρέπει να έρχονταν από μακριά γιατί το άλογο ήταν ιδρωμένο και το πτώμα έτσι όπως τρανταζόταν σε όλο το δρόμο έδειχνε να έχει πια κοκαλώσει.
Ο άνθρωπος που ήρθε να μας δει αργότερα εκείνη την ημέρα, είπε ότι ήταν εκπαιδευτής πυροβολικού στο ναυτικό. Είχε έρθει με την γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και φαινόταν πολύ σοβαρός άνθρωπος. Μετά τις συστάσεις, είπε ότι θα ήθελε, «να βρει τον Θεό». Δεν ήταν πολύ σαφής, ίσως γιατί ήταν συνεσταλμένος∙ οι κινήσεις των χεριών του και το πρόσωπό του έδειχναν άνθρωπο ικανό γι’ αυτό, αν και υπήρχε μια κάποια σκληρότητα στη φωνή και στο βλέμμα του, γιατί, σε τελευταία ανάλυση, μάθαινε ανθρώπους πώς να σκοτώνουν. Ο Θεός έμοιαζε να βρίσκεται πολύ μακριά από την καθημερινή του ζωή. Όλο το πράγμα έμοιαζε πολύ παράξενο, γιατί ήταν ένας άνθρωπος που έλεγε πως αναζητούσε ειλικρινά τον Θεό, κι ωστόσο για να κερδίσει το ψωμί του αναγκαζόταν να διδάσκει σε άλλους όπλα για να σκοτώνουν πόλεμο.
Είπε ότι ήταν θρήσκος και ότι είχε περάσει από πολλές σχολές, διαφορετικών «άγιων ανθρώπων», όπως τους αποκαλούν κάποιοι. Δεν έμεινε ικανοποιημένος από όλους αυτούς κι έτσι έκανε όλο ετούτο το μακρινό ταξίδι – με τραίνο και λεωφορείο – για να συναντηθούμε, επειδή ήθελε να μάθει πώς θα βρει εκείνον τον παράξενο κόσμο που – και απλοί άνθρωποι και άγιοι – έχουν αναζητήσει. Η γυναίκα του και τα παιδιά του παρακολουθούσαν σιωπηλοί και με σεβασμό, ενώ πάνω σ’ ένα κλαδί ακριβώς έξω από το παράθυρο, καθόταν ένα περιστέρι, γκριζωπό, γουργουρίζοντας απαλά. Ο άνδρας δεν γύρισε καθόλου να το κοιτάξει, και τα παιδιά με τη μητέρα τους κάθονταν με στητή πλάτη, έχοντας κάποια νευρικότητα και χωρίς καμιά έκφραση στο πρόσωπο. Εκείνος, ξαναείπε ότι θέλει «να βρει τον Θεό».
Δεν μπορείς να «βρεις» τον Θεό· δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί σ’ αυτόν. Ο άνθρωπος έχει επινοήσει πολλά μονοπάτια, πολλές θρησκείες, πολλές πίστεις, σωτήρες και διδασκάλους, που νομίζει ότι θα τον βοηθήσουν να βρει εκείνη την ευλογία που δεν είναι φευγαλέα. Το δυστύχημα με την αναζήτηση είναι ότι σε οδηγεί πάντα σε κάποια φαντασίωση, σε κάποιο ρομαντικό όραμα που είναι κατασκευή του νου από πράγματα που του είναι ήδη γνωστά. Η αγάπη που αναζητάει κανείς, καταστρέφεται από τον τρόπο που ζει. Δεν μπορείς να έχεις στο ένα χέρι ένα όπλο και στο άλλο τον Θεό. Ο Θεός είναι μόνο ένα σύμβολο, μια λέξη, που πραγματικά έχει χάσει το νόημά της, επειδή το έχουν καταστρέψει οι ναοί και οι τόποι λατρείας. Και φυσικά, εκείνος που δεν πιστεύει στον Θεό είναι το ίδιο μ’ εκείνον που πιστεύει· και οι δύο υποφέρουν και περνάνε μέσα από τη θλίψη μιας σύντομης και μάταιης ζωής· και η πίκρα τής κάθε ημέρας κάνει την ζωή να μην έχει νόημα. Η πραγματικότητα δεν βρίσκεται μέσα στο χείμαρρο των σκέψεων γι’ αυτήν και μια άδεια καρδιά είναι γεμάτη από τις λέξεις που βάζει μέσα της η σκέψη. Γινόμαστε πολύ έξυπνοι, επινοούμε νέες φιλοσοφίες κι ύστερα έρχεται η πικρία της αποτυχίας τους. Έχουμε εφεύρει θεωρίες για το πώς να φτάσουμε το υπέρτατο και ο πιστός πηγαίνει στο ναό και χάνεται μέσα στις φαντασιώσεις του ίδιου του τού νου. Ο μοναχός και ο άγιος δεν βρίσκουν την πραγματικότητα γιατί και οι δυο είναι μέρος κάποιος παράδοσης, κάποιας κουλτούρας, που τους δέχεται σαν άγιους και μοναχούς.
Το περιστέρι πέταξε στον ουρανό, ενώ η ομορφιά του βουνού και του σύννεφου συνέχισε να βρίσκεται εκεί, πάνω στη γη – όπως και η αλήθεια βρίσκεται εκεί όπου δεν κοιτάς ποτέ.
Aπό το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου THE ONLY REVOLUTION
Κρισναμούρτι «Η μόνη επανάσταση» μετ.Ν.Πιλάβιος, αναμένεται εντός του έτους από τις εκδ. Καστανιώτη
Το είδαμε εδω...
Το είδαμε εδω...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου