ΟΛΙΒΕΡ ΣΑΚΣ



Ένα διορατικό κείμενο του διάσημου νευρολόγου και συγγραφέα για τις ατμομηχανές, τα smartphones, τον φόβο και την ελπίδα για το μέλλον
Η αγαπημένη μου θεία, η θεία Λεν, στα ογδόντα της, μου είπε ότι δεν είχε και μεγάλη δυσκολία να προσαρμοστεί σε όλα τα πράγματα που ήταν νέα στη ζωή της –τα αεροπλάνα τζετ, τα ταξίδια στο διάστημα, τα πλαστικά, κ.ο.κ.– αλλά δεν μπορούσε να συνηθίσει την εξαφάνιση του παλιού. «Πού πήγαν όλα τα άλογα;» με ρώτησε κάποτε. Γεννημένη το 1892, είχε μεγαλώσει σε ένα Λονδίνο γεμάτο από άμαξες και άλογα.
Κι εμένα μου συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Πριν από μερικά χρόνια περπατούσα με την ανιψιά μου, τη Λιζ, σε έναν δρόμο κοντά στο σπίτι που μεγάλωσα στο Λονδίνο και σταματήσαμε σε μια γέφυρα τρένου όπου περνούσα ώρες σκυμμένος σαν παιδί.  Παρακολούθησα πολλά ηλεκτρικά και πετρελαιοκίνητα τρένα που περνούσαν και μετά από μερικά λεπτά, η Λιζ, που είχε εκνευριστεί, με ρώτησε «τι περιμένεις;». Της είπα ότι περίμενα ένα ατμοκίνητο τρένο κι αυτή με κοίταξε λες και ήμουν τρελός.  «Θείε Όλιβερ», είπε,
«δεν υπάρχουν ατμοκίνητα τρένα εδώ και, τουλάχιστον, σαράντα χρόνια».
Δεν έχω προσαρμοστεί όσο καλά προσαρμόστηκε η θεία μου σε μερικές όψεις του καινούργιου – ίσως επειδή ο ρυθμός των κοινωνικών αλλαγών που σχετίζονται με την τεχνολογική ανάπτυξη παραείναι γρήγορος και ριζικός.  Δεν μπορώ να συνηθίσω να βλέπω μυριάδες ανθρώπους στους δρόμους να παρατηρούν μικρά κουτιά ή να τα κρατάνε μπροστά στα πρόσωπά τους, περπατώντας ανέμελα μέσα στην κίνηση, εντελώς αποκομμένοι από το περιβάλλον τους.
Ανησυχώ πολύ για τον περισπασμό και την απροσεξία των νέων γονέων που βλέπω να «καρφώνονται» στα κινητά τους τηλέφωνα την ώρα που περπατούν με τα παιδιά τους ή τα πάνε βόλτα με το καροτσάκι.  Αυτά τα παιδιά, τα οποία δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των γονιών τους, πρέπει να αισθάνονται παραμελημένα και σίγουρα οι συνέπειες αυτής της αμέλειας θα φανούν τα επόμενα χρόνια.
Στο μυθιστόρημά του, του 2007, «Φεύγει το Φάντασμα» ο Φίλιπ Ροθ μιλάει για το πόσο ριζική φαίνεται η αλλαγή στην πόλη της Νέας Υόρκης σε έναν μοναχικό συγγραφέα που έχει ζήσει μια δεκαετία μακριά της. Αφού αναγκάστηκε να κρυφακούσει τηλεφωνικές συνομιλίες σε κινητά τριγύρω του, αναρωτιέται:
«Τι συνέβη αυτά τα δέκα χρόνια κι έχουμε ξαφνικά τόσα πολλά να πούμε – και, μάλιστα, πιεζόμαστε υπερβολικά επειδή ανυπομονούμε να τα πούμε; … Πώς είναι δυνατόν κάποιος να πιστεύει ότι συνεχίζει να ζει ανθρώπινα όταν περπατάει και μιλάει στο κινητό του τη μισή ζωή του;».
Αυτά τα μαραφέτια, που προκαλούσαν ανησυχία ήδη από 2007, μας έχουν απορροφήσει πλέον σε μια εικονική πραγματικότητα υπερβολικά πολύ, πιο συγκεντρωτικά και πολύ πιο απάνθρωπα.
Κάθε μέρα έρχομαι αντιμέτωπος με την πλήρη εξαφάνιση των καλών τρόπων. Η κοινωνική ζωή, η ζωή στον δρόμο και η προσήλωσή μας σε ανθρώπους και πράγματα έχουν χαθεί κατά πολύ, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις, όπου η πλειονότητα είναι πλέον κολλημένη σχεδόν ακατάπαυστα σε τηλέφωνα ή άλλες συσκευές – φλυαρώντας, γράφοντας μηνύματα, παίζοντας παιχνίδια, με το ενδιαφέρον να στρέφεται όλο και πιο πολύ στην εικονική πραγματικότητα κάθε είδους.
Τώρα τα πάντα είναι, δυνητικά, δημόσια: οι σκέψεις κάποιου, οι φωτογραφίες του, οι μετακινήσεις του, οι αγορές του. Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή και προφανώς υπάρχει και λίγη επιθυμία για ιδιωτικότητα σε έναν κόσμο αφιερωμένο στη χωρίς σταματημό χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο, πρέπει να τα σπαταλάει σε μια συσκευή που κρατάει σφιχτά στο χέρι του.
Αυτοί που είναι παγιδευμένοι στον εικονικό κόσμο δεν είναι ποτέ μόνοι και δεν μπορούν ποτέ να συγκεντρωθούν και να εκτιμήσουν τα πράγματα σιωπηλά, με τον δικό τους τρόπο.  Έχουν παραιτηθεί σε μεγάλο βαθμό, και τα επιτεύγματα και οι ανέσεις του πολιτισμού –η απομόνωση και η ψυχαγωγία, το δικαίωμα να είσαι ο εαυτός σου– έχουν απορροφηθεί από την ασχολία τους είτε με ένα έργο τέχνης, μια επιστημονική θεωρία, ένα ηλιοβασίλεμα, είτε από το πρόσωπο κάποιου που αγαπούν.
Πριν από λίγα χρόνια ήμουν προσκεκλημένος σε ένα πάνελ ομιλητών για την πληροφορία και την επικοινωνία στον 21ο αιώνα. Κάποιο από τα μέλη του πάνελ, ένας πρωτοπόρος του Internet, είπε περήφανα ότι η κόρη του σέρφαρε στο δίκτυο για δώδεκα ώρες την ημέρα και είχε πρόσβαση σε τέτοιο εύρος και ποικιλία πληροφοριών που κανένας από την προηγούμενη γενιά δεν θα μπορούσε να φανταστεί.
Τον ρώτησα εάν είχε διαβάσει κάποιο από τα μυθιστορήματα της Jane Austen ή οποιοδήποτε κλασικό μυθιστόρημα.  Όταν μου είπε ότι δεν είχε, αναρωτήθηκα δυνατά εάν μπορούσε να κατανοήσει με ακρίβεια την ανθρώπινη φύση ή την κοινωνία και αυτός απάντησε ότι ενώ είχε τόσο μεγάλο απόθεμα και εύρος πληροφοριών, αυτό ήταν κάτι διαφορετικό από τη γνώση. Το μισό κοινό ζητωκραύγασε και το άλλο μισό γιούχαρε.
Πολλά από αυτά, παραδόξως, τα είχε οραματιστεί ο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ το 1909 στην ιστορία του «The Machine Stops», στην οποία φαντάστηκε ένα μέλλον όπου οι άνθρωποι ζουν υπογείως, σε απομονωμένα κελιά, δεν βλέπουν ποτέ ο ένας τον άλλο και επικοινωνούν μεταξύ τους με συσκευές εικόνας και ήχου.   Σε αυτό τον κόσμο που αποθαρρύνονται οι πρωτότυπες ιδέες και η άμεση παρατήρηση, οι εντολές που έχουν οι άνθρωποι είναι «να προσέχουν τις ιδέες από πρώτο χέρι!».
Η ανθρωπότητα έχει κυριευτεί από «τη Μηχανή» η οποία παρέχει όλες τις ανέσεις και ικανοποιεί όλες τις ανάγκες – εκτός από την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή.  Ένας νεαρός, ο Κούνο, μέσω μιας τεχνολογίας που θυμίζει το Skype, εκλιπαρεί την μητέρα του: «Θέλω να σε δω εκτός Μηχανής… Θέλω να σου μιλήσω έξω από αυτή την κουραστική Μηχανή».
Τα λέει αυτά στη μητέρα του, η οποία είναι απορροφημένη στη βαρετή, χωρίς νόημα ζωή της: «Έχουμε χάσει την αίσθηση του χώρου… Έχουμε χάσει ένα μέρος του εαυτού μας… Δεν το βλέπεις… ότι πεθαίνουμε και ότι εδώ κάτω το μόνο πράγμα που ζει πραγματικά είναι η Μηχανή;».
Ακριβώς έτσι αισθάνομαι όλο και πιο συχνά κι εγώ για την ξεμυαλισμένη, μαγεμένη από την τεχνολογία κοινωνία μας. Όταν πλησιάζει ο θάνατος κάποιου, ίσως βρίσκει παρηγοριά στην αίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται – κι αν όχι για τον ίδιο, τότε για τα παιδιά του ή για αυτά που έχει δημιουργήσει. Εδώ, τουλάχιστον, κάποιος μπορεί να επενδύσει στην ελπίδα, παρόλο που ίσως να μην υπάρχει ελπίδα για αυτόν σωματικά και (για εκείνους από εμάς που δεν είναι πιστοί χριστιανοί) δεν υπάρχει αίσθηση για οποιαδήποτε «πνευματική» επιβίωση μετά τον σωματικό θάνατο.
Ίσως να μην υπάρχουν αρκετά να δημιουργήσεις, να συνεισφέρεις, να επηρεάσουν τους άλλους, αν κάποιος αισθάνεται, όπως εγώ τώρα, ότι η συγκεκριμένη κουλτούρα μέσα στην οποία κάποιος ανατράφηκε και στην οποία έδωσε σε ανταπόδοση ό, τι καλύτερο είχε, είναι απειλητική για τον εαυτό της.
Παρόλο που οι φίλοι μου, οι αναγνώστες μου παντού στον κόσμο, οι αναμνήσεις της ζωής μου και η ευχαρίστηση από το γράψιμο μού δίνουν τη στήριξη και τα ερεθίσματα που χρειάζομαι, αισθάνομαι, όπως και πολλοί από μας, βαθιούς φόβους για την ευημερία ακόμη και την επιβίωση του κόσμου μας. Αυτοί οι φόβοι έχουν εκφραστεί από ανθρώπους υψηλού επιπέδου διανόησης και ηθικής.
Ο Martin Rees, αστρονόμος και τέως πρόεδρος της Royal Society, δεν είναι άνθρωπος που συνηθίζει να κάνει προφητικές σκέψεις, αλλά το 2003 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Our Final Hour (Η τελευταία ώρα μας)» και υπότιτλο «Μια επιστημονική προειδοποίηση: Πώς ο τρόμος, το λάθος και η περιβαλλοντολογική καταστροφή απειλούν το μέλλον του ανθρώπινου είδους αυτό τον αιώνα – στη Γη και πέρα από αυτή».  
Πιο πρόσφατα ο Πάπας Φραγκίσκος κυκλοφόρησε τη σημαντική εγκύκλιο «Laudato Si», μια βαθιά μελέτη όχι μόνο για την κλιματική αλλαγή που επιφέρει ο άνθρωπος και την εκτενή οικολογική καταστροφή, αλλά και την απελπιστική κατάσταση των φτωχών και τις αυξανόμενες απειλές του καταναλωτισμού και της κακής χρήσης της τεχνολογίας.
Στους παραδοσιακούς πολέμους έχουν τώρα προστεθεί εξτρεμιστικές ενέργειες, τρομοκρατία, γενοκτονίες και, σε κάποιες περιπτώσεις, η εσκεμμένη καταστροφή της ανθρώπινης κληρονομιάς, της ιστορίας και του ίδιου του πολιτισμού.  Αυτές οι απειλές, φυσικά, με ενδιαφέρουν, αλλά από απόσταση – ανησυχώ περισσότερο για την αμυδρή, επίμονη και χωρίς νόημα αποστράγγιση της κοινωνίας και της κουλτούρας μας από τη στενή επαφή των ανθρώπων.
Όταν ήμουν δεκαοχτώ, διάβασα για πρώτη φορά Ντέιβιντ Χιουμ και τρομοκρατήθηκα από την άποψη που εξέφραζε στο βιβλίο του «Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση» τον 18ο αιώνα, στο οποίο έγραψε ότι ανθρώπινο είδος
«δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια δέσμη ή συλλογή από διαφορετικές αντιλήψεις οι οποίες διαδέχονται η μία την άλλη με αδιανόητη ταχύτητα και είναι σε μια αέναη ροή και κίνηση».  
Ως νευρολόγος, έχω δει πολλούς ασθενείς να χάνουν τη μνήμη τους από την καταστροφή του συστημάτων αναμνήσεων στον εγκέφαλό τους και είναι αδύνατο να μη νιώσω ότι αυτοί οι άνθρωποι, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση του παρελθόντος ή του μέλλοντος και εγκλωβισμένοι σε ένα κύμα εφήμερων και συνεχώς εναλλασσόμενων εντυπώσεων, έχουν κατά κάποιον τρόπο καταντήσει από ανθρώπινα πλάσματα σε πλάσματα του Χιουμ.
Αρκεί να βγω στους δρόμους της γειτονιάς μου, στο West Village, για να δω χιλιάδες τέτοια θύματα: κυρίως νεαρής ηλικίας άτομα που έχουν μεγαλώσει στην εποχή των social media, δεν έχουν προσωπική μνήμη πώς ήταν η ζωή στο παρελθόν και καθόλου ανοσία στους πειρασμούς της ψηφιακής ζωής.  Αυτό που βλέπουμε –και βλέπουμε και προκαλούμε στους εαυτούς μας– μοιάζει με νευρολογική καταστροφή σε γιγαντιαία κλίμακα. Ωστόσο, τολμώ να ελπίζω ότι, σε πείσμα όλων αυτών, η ανθρώπινη ζωή και ο πλούτος των παραδόσεων θα επιβιώσουν, ακόμη και σε μία κατεστραμμένη γη.
Ενώ κάποιοι βλέπουν την τέχνη ως ένα στήριγμα για τη συλλογική μνήμη, εγώ βλέπω την επιστήμη, με τον πλούτο σκέψης της, τα χειροπιαστά της κατορθώματα και τις προοπτικές της να είναι το ίδιο σημαντική. Και η επιστήμη, η καλή επιστήμη, ακμάζει όσο ποτέ πριν, παρόλο που προχωράει αργά και προσεκτικά, με τις γνώσεις της να τσεκάρονται με συνεχή πειράματα και αυτοελέγχους.
Λατρεύω το καλό γράψιμο και τα εικαστικά και τη μουσική, αλλά θεωρώ ότι μόνο η επιστήμη, με τη βοήθεια της ανθρώπινης ευπρέπειας, της κοινής λογικής, της διορατικότητας και του ενδιαφέροντος για τους φτωχούς και τους κακότυχους, προσφέρει στον κόσμο την ελπίδα που χρειάζεται στο αδιέξοδο του παρόντος. Η ιδέα είναι ξεκάθαρη στην εγκύκλιο του Πάπα Φραγκίσκου και μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο στην αχανή συγκεντρωτική τεχνολογία, αλλά και από εργάτες, τεχνίτες και αγρότες στα χωριά όλου του κόσμου.
Μεταξύ μας, σίγουρα μπορούμε να βγάλουμε τον κόσμο από την παρούσα κρίση και να ανοίξουμε τον δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον.
Καθώς ατενίζω την επερχόμενη αναχώρησή μου από τον κόσμο, πρέπει να πιστέψω σε αυτό: ότι το ανθρώπινο είδος και ο πλανήτης μας θα επιβιώσουν, ότι η ζωή θα συνεχιστεί και ότι αυτή δεν είναι η έσχατη ώρα μας.

***

Πηγή: lifo Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The New Yorker
Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις