Κοινωνική ανισότητα, Φτώχεια και Ελευθερία
«Η φτώχεια είναι η μεγαλύτερη μορφή βίας»
Μαχάτμα Γκάντι
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερο σκάνδαλο από τα κουρέλια, δεν υπάρχει πιο ντροπιαστικό έγκλημα από τη φτώχεια»...
Τζώρτζ Φαρκιούαρ[1]
Όπως είναι γνωστό, οι πολύ μακρινοί μας πρόγονοι, στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας, ζούσαν στις σπηλιές και περιπλανώμενοι από τόπο σε τόπο τρέφονταν, δηλαδή ‘χόρταιναν την πείνα τους’, με ότι έβρισκαν στη Φύση. Και επειδή δεν έβρισκαν πάντα τροφή όταν πεινούσαν ζούσαν με το Φόβο της πείνας και με το άγχος της επιβίωσης.
Αυτή η περίοδος της τροφοσυλλεκτικής ζωής πρέπει να
κράτησε πολλά εκατομμύρια χρόνια και οπωσδήποτε μέχρι ο άνθρωπος να μάθει να περπατάει όρθιος, να χρησιμοποιεί τα χέρια του, να οργανώνει τη σκέψη του και να συνειδητοποιήσει σταδιακά την ανάγκη, να βγει από τις σπηλιές και με τη συσσώρευση των εμπειριών του να αποκτήσει εργαλεία και δεξιότητες, για να οργανώσει καταυλισμούς μονιμότερης εγκατάστασης, που θα του επέτρεπαν να παράγει μόνος του τον κύριο όγκο των αναγκαίων για την επιβίωση αγαθών, με την εξημέρωση των ζώων και την καλλιέργεια της γης. Έτσι ο περιπλανώμενος τρωγλοδύτης-τροφοσυλλέκτης, αρχίζει σιγά-σιγά να μην φοβάται τη Φύση, αλλά να συνεργάζεται μ’ αυτήν και συνεπώς να εξελίσσεται σε ‘κάτοικο’, δηλαδή σε κατ-οίκον οικονομούντα, δηλαδή σε επιτόπιο παραγωγό τροφών, καταλυμάτων, έργων υποδομής, εργαλείων και γενικά όλων των χρειωδών για να ζει, για να ζει καλά και με ασφάλεια και για να ζει όσο γίνεται περισσότερο. Από αυτή την περίοδο ο άνθρωπος γίνεται ‘παραγωγός’ στα πλαίσια μιας, πρωτόγονης βέβαια, αλλά οργανωμένης οικονομίας και μ’ αυτό ο άνθρωπος γίνεται ουσιαστικά δημιουργός του εαυτού του και του πολιτισμού του, χωρίς το μόνιμο Φόβο της πείνας.
Είναι φανερό πως σ’ αυτή την παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας διαμορφώνονται ρόλοι και σχέσεις τόσο μεταξύ ανθρώπων, όσο και μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων. Στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας οι ρόλοι των ανθρώπων που συμμετείχαν στην παραγωγική διαδικασία, προσδιορίζονταν από τις εμπειρίες, τις δεξιότητες και τη φυσική κατάστασή τους και οι σχέσεις τους με τα εργαλεία αλλά και με τα αγαθά ήταν σχέσεις κοινοκτημοσύνης και συνεπώς ισοκατανομής, γιατί αυτή η παραγωγική δραστηριότητα αποφασίζονταν ισότιμα από όλα τα μέλη της κοινότητας, πραγματοποιούνταν με την ανάλογη συμμετοχή όλων και γίνονταν για λογαριασμό όλων ανεξαίρετα[2]. Σε αυτές της συνθήκες δεν υπήρχε ιδιοποίηση και συσσώρευση αγαθών και φυσικά δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Η φυσική έλλειψη αγαθών, κύρια τροφών, δεν συνιστά φτώχεια, όπως και η ενδεχόμενη αφθονία δεν συνιστά πλούτο.
Στην πορεία, και ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της δουλοκτησίας, της πατριαρχίας, της ατομικής ιδιοκτησίας, του κράτους και της οργανωμένης θρησκείας, τα πράγματα άλλαξαν. Η ανάπτυξη των ανταλλαγών και του εμπορίου μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών, διαφοροποίησε τους στόχους της οικονομικής δραστηριότητας. Το εμπορικό κέρδος, έγινε η βασική επιδίωξή της, με συνέπεια η οικονομία να απομακρύνεται σταδιακά από την κοινωνία και τις ανάγκες της, μέχρι την πλήρη επικράτηση του ‘οικονομισμού’, που σημαίνει τον πλήρη έλεγχο των ιδιωτικών φορέων της οικονομίας πάνω στην κοινωνία. Αυτή η απομάκρυνση της οικονομίας από την κοινωνία και τις ανάγκες της χώρισε την κοινωνία στους λίγους εξουσιαστές που όριζαν την οικονομία, τους στόχους και τους καρπούς της από τους πολλούς η ζωή των οποίων εφεξής θα εξαρτιόταν από τις επιλογές των εξουσιαστών. Κάπως έτσι οι κοινωνίες χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, όπου φτώχεια σημαίνει τεχνητή συστημική-εξουσιαστική έλλειψη των αναγκαίων για την φυσιολογική ανάπτυξη των ανθρώπων υλικών και πνευματικών αγαθών και όχι αδυναμία της φύσης ή της κοινωνίας να εξασφαλίσει αυτά τα αγαθά. Στα πλαίσια αυτών των διεργασιών ο φυσικός Φόβος της έλλειψης τροφών και της πείνας μεταλλάχθηκε σταδιακά, σε εξουσιαστικό Φόβο[3], στο Φόβο της εξουσίας που ρυθμίζει τις ροές των αγαθών με τρόπο που συσσωρεύει πλούτο, πλεόνασμα στη μεριά των εξουσιαστών και έλλειψη, φτώχεια, πείνα στην μεριά των εξουσιαζόμενων.
Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που συμμετέχουν στην παραγωγική δραστηριότητα, έγιναν σχέσεις εξουσίας, δηλαδή βίας των λίγων που έχουν το κουμάντο πάνω στους πολλούς που έχουν αποξενωθεί από τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων. Αυτή η βίαιη αποξένωση των άμεσων παραγωγών των αγαθών από τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων για την παραγωγική δραστηριότητα, οδήγησε στην αποξένωσή τους από τα μέσα παραγωγής και όπως ήταν επόμενο και από τα προϊόντα της εργασίας τους, πράγμα που προσέδωσε, στη συγκυριακή φυσική ένδεια και στην ανεπάρκεια τροφών, συστημικά, κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά φτώχιας και πείνας, εξαιτίας της εμπορευματοποίησης και συνεπώς της ανισοκατανομής των αγαθών.
Αυτές οι σχέσεις εξουσίας πάνω σε ανθρώπους και σε πράγματα, πήραν στην πορεία της ανθρωπότητας διάφορες μορφές, χώρισαν τις κοινωνίες σε δουλοκτήτες και δούλους, σε φεουδάρχες και κολίγους, σε ατομικούς ή συλλογικούς-κρατικούς κεφαλαιοκράτες και σε εργάτες και έγραψαν την ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων και των επαναστατικών ανατροπών, την ιστορία των ταξικών συγκρούσεων και των ταξικών πολέμων της Ανθρωπότητας, έγραψαν δηλαδή την ιστορία των μορφών της φτώχειας και της πείνας.
Έτσι φτάσαμε στις μέρες μας, όπου η Οικονομία από τοπική και άμεσα αυτοδιευθυνόμενη κοινωνική δραστηριότητα παραγωγής αγαθών για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών όλων των μελών της συγκεκριμένης κοινωνίας, δηλαδή από οικονομία τροφός, ή οικονομία της κοινωνίας, εκφυλλίστηκε σε παγκόσμια και κεντρικά κατευθυνόμενη διαδικασία σπατάλης και εξουσιασμών και γι’ αυτό σε διαδικασία αποξένωσης και εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους, δηλαδή σε οικονομία πλουτισμού των λίγων και δυστυχίας των πολλών, σε οικονομία των επιχειρηματιών ενάντια στην κοινωνία. Όμως η φτώχεια και η δυστυχία απειλούν τη ζωή και ξυπνούν το Φόβο της πείνας, που συμπληρώνεται από το Φόβο της βίας της εξουσίας του πλούτου. Αυτό το μείγμα δημιούργησε και συντηρεί την ‘ταξική οικονομία’ και κατά συνέπεια την οικονομία της φτώχειας και του Φόβου της πείνας.
Κι’ αυτό γιατί το κυνηγητό του κέρδους απομάκρυνε την οικονομία από τον κοινωνικό έλεγχο και τον οικονομικό ορθολογισμό, με συνέπεια η οικονομία να δομηθεί πάνω στο βασικό οικονομικό έγκλημα, που ξεκινάει από την πράξη απόσπασης και ιδιοποίησης του προϊόντος της υπερεργασίας των εργαζόμενων, σε φυσική (είδος), ή σε ιστορική μορφή (χρήμα), προχωράει στην κατασπατάληση της Φύσης και καταλήγει σε αλληλοεξοντωτικούς ανταγωνισμούς και καταστροφικούς πολέμους. Έτσι η οικονομία του ‘πλούτου των εθνών’, εκφυλλίζεται σε οικονομία της ‘φτώχειας των Λαών’, σε οικονομία του Φόβου, της καταστροφής του πλανήτη και των προοπτικών της ίδιας της ζωής.
Αυτά ως διαδικασία που κάθε φορά διαμορφώνει τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, ως πραγματικότητα της φτώχειας και της πείνας, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Η κυβέρνηση των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικής, στην πρόσφατη έκθεση του Υπουργείου Γεωργίας, χαρακτηρίζει ‘αδόκιμο’ τον όρο πείνα και στην προσπάθειά της να συμβάλλει ‘θετικά’ στην εξάλειψη της πείνας, το αντικαθιστά με τον όρο «πολύ χαμηλή τροφική ασφάλεια». Η επιστήμη μπορεί αναμφίβολα, αν υπάρχει κοινωνική βούληση, να εξαλείψει την πείνα, σίγουρα όμως όχι με αυτό τον αμερικάνικο τρόπο της λεκτικής αλχημείας. Επειδή όμως κάθε πραγματικότητα πρέπει να είναι συγκεκριμένη, ποιοτικά συγκρίσιμη και ποσοτικά μετρήσιμη, ΟΗΕ το 1995, διέκρινε τη φτώχεια σε σχετική και σε απόλυτη.
Ως σχετική φτώχεια, ή απλώς ως φτώχεια, ορίζεται η ‘ποιότητα ζωής’, που μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του, κάθε πολίτης που το ετήσιο εισόδημά του είναι μικρότερο του 50% του μέσου κατά κεφαλήν ετήσιου εισοδήματος της χώρας του. Και επειδή εκτιμήθηκε πως σε κάθε περίπτωση κι’ ανεξάρτητα από χώρα, για να εξασφαλίζει ένας άνθρωπος τα στοιχειώδη, χρειάζονται τουλάχιστον 5.000 δολάρια Αμερικής το χρόνο, γι’ αυτό ο ΟΗΕ θεώρησε το ποσό αυτό ως το όριο της φτώχειας.
Ως απόλυτη φτώχεια ορίζεται, η ‘ποιότητα ζωής’ που μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του κάθε πολίτης του πλανήτη, ανεξάρτητα από χώρα, που έχει ημερήσιο εισόδημα μικρότερο από 2 δολάρια. Απόλυτη φτώχεια σύμφωνα με αυτό τον ορισμό του ΟΗΕ, σημαίνει, έλλειψη στέγης, τροφής, πόσιμου νερού, υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης και πληροφόρησης.
Με αυτά τα κριτήρια του ΟΗΕ και με επίσημα στοιχεία του ίδιου, που δημοσιεύονται και μέσω Διαδικτύου στις ‘Ετήσιες Εκθέσεις του για την ανθρώπινη εξέλιξη’, στις ‘Ετήσιες Εκθέσεις για την κατάσταση των παιδιών στον κόσμο’ της UNICEF, αλλά και άλλων επίσημων φορέων, μπορούμε να δούμε το σημερινό πρόσωπο, αλλά και να γνωρίσουμε το όνομα της φτώχειας. Τα παρακάτω ενδεικτικά στοιχεία, γιατί η επιδείνωσή τους είναι χρόνο με το χρόνο ραγδαία μας δίνουν εικόνες φρίκης:
· 6,5 περίπου, από τα 7,301, δισεκατομμύρια του πλανήτη, Άνθρωποι, δηλαδή περίπου το 90%, δηλαδή τα 9/10 του πληθυσμού του πλανήτη, ζουν πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας, με μέσο ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα της τάξης των 1.255 Δολαρίων Αμερικής, ενώ απ’ αυτούς,
· 2,5 δισεκατομμύριο Άνθρωποι ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, με ημερήσιο εισόδημα μικρότερο από 1 Δολάριο, από τους οποίους,
· 50 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από την πείνα.
· 640 εκατομμύρια παιδιά δεν ζουν σε κανονικά σπίτια,
· 300 εκατομμύρια παιδιά υποσιτίζονται σε βαθμό που εμποδίζεται η κανονική σωματική και πνευματική τους ανάπτυξη,
· 120 εκατομμύρια παιδιά δεν πάνε σχολείο,
· 50 εκατομμύρια παιδιά στις πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ ζουν σε συνθήκες φτώχειας, (τριτοκοσμικοί θύλακες μέσα στον Πρώτο κόσμο),
· 50 και πλέον εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο είναι ‘ανύπαρκτα’, αφού δεν καταγράφονται κατά τη γέννησή τους, πρόκειται για το 40% περίπου των ετήσιων γεννήσεων στον κόσμο,
· 15 εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο, πεθαίνουν κάθε χρόνο από την πλήρη ασιτία, δηλαδή από την απόλυτη πείνα,
· 300-400 εκατομμύρια παιδιά, αναγκάζονται σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίες, δουλεία, πορνεία και άλλες παράνομες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να πεθαίνουν πριν φτάσουν στην εφηβεία τους,
· 1,5 εκατομμύριο παιδιά, τα ‘αόρατα παιδιά’, χάνονται κάθε χρόνο, στα πλοκάμια της μαφίας, των κυκλωμάτων εμπορίας παιδιών (Traffiking).
· Κάθε 3 δευτερόλεπτα σε κάποιο σημείο του πλανήτη πεθαίνει ένα παιδί εξαιτίας της φτώχειας, που σημαίνει 1200 την ώρα και 28800 την ημέρα.
Αυτά τα στοιχεία μας δείχνουν το πρόσωπο της φτώχειας και της πείνας. Κι’ είναι πράγματι ένα πρόσωπο φρίκης, φόβου και τρόμου. Η φτώχεια όμως των πολλών δεν είναι μόνο η αναγκαία και ικανή συνθήκη του πλουτισμού των λίγων, είναι και το όπλο[4] για την υποταγή τους και έχει όνομα: Νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και παγκόσμιος ηγεμονισμός.
Αν και, όπως δήλωσε πρόσφατα ο Διευθυντής του Παγκόσμιου Προγράμματος Τροφίμων του ΟΗΕ, Τζέιμς Μόρις (www.oneearth.gr), «σήμερα ο πλανήτης μπορεί να θρέψει τους πάντες… όμως η διανομή του πλούτου είναι άνιση…». Και συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία:
· το 20%, δηλαδή το 1/5 περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού απολαμβάνει το 80%, δηλαδή τα 4/5 του παγκόσμιου πλούτου,
· 225 σύγχρονοι Κροίσοι κατέχουν περιουσία μεγαλύτερη της περιουσίας του 50% του παγκόσμιου πληθυσμού,
· πέντε (5) πολυεθνικές εταιρείες ελέγχουν το 90% του παγκόσμιου εμπορίου δημητριακών
· Μία πολυεθνική, η Μονσάντο, ελέγχει το 91% του παγκόσμιου εμπορίου των σπόρων.
· Δέκα με δώδεκα κολοσσοί ελέγχουν την ενέργεια, δηλαδή την παραγωγή και τη διανομή των ορυκτών καυσίμων στον κόσμο[5], και
· Λιγότερες από 500 διεθνείς επιχειρήσεις ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας στον πλανήτη. Ταυτόχρονα όμως:
· Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ενός χρόνου θα ήσαν αρκετές για την οριστική εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας, αν φυσικά η παραγωγή δεν προσανατολίζονταν στο κέρδος και στον πόλεμο, αλλά στις ανάγκες της ευημερίας του παγκόσμιου πληθυσμού και η διανομή ήταν δίκαιη.
Μετά από όλα αυτά τα, έστω ενδεικτικά και προσεγγιστικά, πλην όμως επίσημα, στοιχεία δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί η φύση, η έκταση και η αρνητική επίδραση της φτώχειας και της πείνας στην εξέλιξη της Ανθρωπότητας και του πολιτισμού της. Δεν είναι επίσης δύσκολο να κατανοηθεί πως η πείνα μπορεί να καταπολεμηθεί άμεσα, αλλά αυτό προϋποθέτει «θεμελιακές αλλαγές στις δομές, στους θεσμούς και στις αξίες»[6], γιατί προφανώς αυτές που χαρακτηρίζουν τη σημερινή, την καπιταλιστική, πραγματικότητα εμποδίζουν την καταπολέμησή της.
Η υποκριτική ‘φιλανθρωπία’ και η ‘παρηγορία’ που προσφέρουν οι θρησκείες για μια υποτιθέμενη ‘καλύτερη ζωή μετά από το θάνατο’ αντικειμενικά λειτουργεί ως ιδεολογία των εξουσιαστών σε βάρος των θρησκευόμενων και εξουσιαζόμενων. Αλλά και το σόφισμα των πολιτικών πως «αυτό που θέλει ο κόσμος δεν είναι χρήματα ή δουλειές, είναι αξιοπρέπεια»[7], καταλήγει σε προσβολή και κοροϊδία σε βάρος των εργαζόμενων, αφού σε συνθήκες καπιταλισμού χωρίς δουλειά και μεροκάματο δεν μπορεί να υπάρξει αξιοπρέπεια για τους ανέργους και τους μισθωτούς δούλους που αναγκάζονται να τρέχουν από συσσίτιο σε συσσίτιο και από σκουπιδοτενεκέ σε σκουπιδοτενεκέ για να κρατηθούν στη ζωή.
Η φτώχεια και η πείνα δεν είναι αναπόφευκτη, αντίθετα είναι το σχεδιασμένο έγκλημα των βίαιων καπιταλιστικών θεσμών, δομών και λειτουργιών που παράγουν πλούτο για τους λίγους και δυστυχία για τους πολλούς. Είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού. Οπότε το μόνο που απομένει είναι οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να καταστρέψουν τη βάση του καπιταλισμού, την οικονομική και κοινωνική ανισότητα και κοινωνικοποιώντας τα μέσα παραγωγής και οργανώνοντας την οικονομία με αναφορά στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και στη βάση της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης και της άμεσης δημοκρατίας σε τοπικό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο[8], να καταργήσουν τις αιτίες της φτώχειας και την πείνα, ανοίγοντας το δρόμο για τον πολιτισμό της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ευημερία, ούτε αξιοπρέπεια, ούτε ελευθερία, ούτε δημοκρατία, ούτε ειρήνη και ούτε μέλλον για την ανθρωπότητα και τη ζωή.
_____________________
*Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, τεύχος 52, Ιούλης 2015
Πηγή
Μαχάτμα Γκάντι
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερο σκάνδαλο από τα κουρέλια, δεν υπάρχει πιο ντροπιαστικό έγκλημα από τη φτώχεια»...
Τζώρτζ Φαρκιούαρ[1]
Όπως είναι γνωστό, οι πολύ μακρινοί μας πρόγονοι, στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας, ζούσαν στις σπηλιές και περιπλανώμενοι από τόπο σε τόπο τρέφονταν, δηλαδή ‘χόρταιναν την πείνα τους’, με ότι έβρισκαν στη Φύση. Και επειδή δεν έβρισκαν πάντα τροφή όταν πεινούσαν ζούσαν με το Φόβο της πείνας και με το άγχος της επιβίωσης.
Αυτή η περίοδος της τροφοσυλλεκτικής ζωής πρέπει να
κράτησε πολλά εκατομμύρια χρόνια και οπωσδήποτε μέχρι ο άνθρωπος να μάθει να περπατάει όρθιος, να χρησιμοποιεί τα χέρια του, να οργανώνει τη σκέψη του και να συνειδητοποιήσει σταδιακά την ανάγκη, να βγει από τις σπηλιές και με τη συσσώρευση των εμπειριών του να αποκτήσει εργαλεία και δεξιότητες, για να οργανώσει καταυλισμούς μονιμότερης εγκατάστασης, που θα του επέτρεπαν να παράγει μόνος του τον κύριο όγκο των αναγκαίων για την επιβίωση αγαθών, με την εξημέρωση των ζώων και την καλλιέργεια της γης. Έτσι ο περιπλανώμενος τρωγλοδύτης-τροφοσυλλέκτης, αρχίζει σιγά-σιγά να μην φοβάται τη Φύση, αλλά να συνεργάζεται μ’ αυτήν και συνεπώς να εξελίσσεται σε ‘κάτοικο’, δηλαδή σε κατ-οίκον οικονομούντα, δηλαδή σε επιτόπιο παραγωγό τροφών, καταλυμάτων, έργων υποδομής, εργαλείων και γενικά όλων των χρειωδών για να ζει, για να ζει καλά και με ασφάλεια και για να ζει όσο γίνεται περισσότερο. Από αυτή την περίοδο ο άνθρωπος γίνεται ‘παραγωγός’ στα πλαίσια μιας, πρωτόγονης βέβαια, αλλά οργανωμένης οικονομίας και μ’ αυτό ο άνθρωπος γίνεται ουσιαστικά δημιουργός του εαυτού του και του πολιτισμού του, χωρίς το μόνιμο Φόβο της πείνας.
Είναι φανερό πως σ’ αυτή την παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας διαμορφώνονται ρόλοι και σχέσεις τόσο μεταξύ ανθρώπων, όσο και μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων. Στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας οι ρόλοι των ανθρώπων που συμμετείχαν στην παραγωγική διαδικασία, προσδιορίζονταν από τις εμπειρίες, τις δεξιότητες και τη φυσική κατάστασή τους και οι σχέσεις τους με τα εργαλεία αλλά και με τα αγαθά ήταν σχέσεις κοινοκτημοσύνης και συνεπώς ισοκατανομής, γιατί αυτή η παραγωγική δραστηριότητα αποφασίζονταν ισότιμα από όλα τα μέλη της κοινότητας, πραγματοποιούνταν με την ανάλογη συμμετοχή όλων και γίνονταν για λογαριασμό όλων ανεξαίρετα[2]. Σε αυτές της συνθήκες δεν υπήρχε ιδιοποίηση και συσσώρευση αγαθών και φυσικά δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Η φυσική έλλειψη αγαθών, κύρια τροφών, δεν συνιστά φτώχεια, όπως και η ενδεχόμενη αφθονία δεν συνιστά πλούτο.
Στην πορεία, και ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της δουλοκτησίας, της πατριαρχίας, της ατομικής ιδιοκτησίας, του κράτους και της οργανωμένης θρησκείας, τα πράγματα άλλαξαν. Η ανάπτυξη των ανταλλαγών και του εμπορίου μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών, διαφοροποίησε τους στόχους της οικονομικής δραστηριότητας. Το εμπορικό κέρδος, έγινε η βασική επιδίωξή της, με συνέπεια η οικονομία να απομακρύνεται σταδιακά από την κοινωνία και τις ανάγκες της, μέχρι την πλήρη επικράτηση του ‘οικονομισμού’, που σημαίνει τον πλήρη έλεγχο των ιδιωτικών φορέων της οικονομίας πάνω στην κοινωνία. Αυτή η απομάκρυνση της οικονομίας από την κοινωνία και τις ανάγκες της χώρισε την κοινωνία στους λίγους εξουσιαστές που όριζαν την οικονομία, τους στόχους και τους καρπούς της από τους πολλούς η ζωή των οποίων εφεξής θα εξαρτιόταν από τις επιλογές των εξουσιαστών. Κάπως έτσι οι κοινωνίες χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, όπου φτώχεια σημαίνει τεχνητή συστημική-εξουσιαστική έλλειψη των αναγκαίων για την φυσιολογική ανάπτυξη των ανθρώπων υλικών και πνευματικών αγαθών και όχι αδυναμία της φύσης ή της κοινωνίας να εξασφαλίσει αυτά τα αγαθά. Στα πλαίσια αυτών των διεργασιών ο φυσικός Φόβος της έλλειψης τροφών και της πείνας μεταλλάχθηκε σταδιακά, σε εξουσιαστικό Φόβο[3], στο Φόβο της εξουσίας που ρυθμίζει τις ροές των αγαθών με τρόπο που συσσωρεύει πλούτο, πλεόνασμα στη μεριά των εξουσιαστών και έλλειψη, φτώχεια, πείνα στην μεριά των εξουσιαζόμενων.
Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που συμμετέχουν στην παραγωγική δραστηριότητα, έγιναν σχέσεις εξουσίας, δηλαδή βίας των λίγων που έχουν το κουμάντο πάνω στους πολλούς που έχουν αποξενωθεί από τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων. Αυτή η βίαιη αποξένωση των άμεσων παραγωγών των αγαθών από τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων για την παραγωγική δραστηριότητα, οδήγησε στην αποξένωσή τους από τα μέσα παραγωγής και όπως ήταν επόμενο και από τα προϊόντα της εργασίας τους, πράγμα που προσέδωσε, στη συγκυριακή φυσική ένδεια και στην ανεπάρκεια τροφών, συστημικά, κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά φτώχιας και πείνας, εξαιτίας της εμπορευματοποίησης και συνεπώς της ανισοκατανομής των αγαθών.
Αυτές οι σχέσεις εξουσίας πάνω σε ανθρώπους και σε πράγματα, πήραν στην πορεία της ανθρωπότητας διάφορες μορφές, χώρισαν τις κοινωνίες σε δουλοκτήτες και δούλους, σε φεουδάρχες και κολίγους, σε ατομικούς ή συλλογικούς-κρατικούς κεφαλαιοκράτες και σε εργάτες και έγραψαν την ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων και των επαναστατικών ανατροπών, την ιστορία των ταξικών συγκρούσεων και των ταξικών πολέμων της Ανθρωπότητας, έγραψαν δηλαδή την ιστορία των μορφών της φτώχειας και της πείνας.
Έτσι φτάσαμε στις μέρες μας, όπου η Οικονομία από τοπική και άμεσα αυτοδιευθυνόμενη κοινωνική δραστηριότητα παραγωγής αγαθών για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών όλων των μελών της συγκεκριμένης κοινωνίας, δηλαδή από οικονομία τροφός, ή οικονομία της κοινωνίας, εκφυλλίστηκε σε παγκόσμια και κεντρικά κατευθυνόμενη διαδικασία σπατάλης και εξουσιασμών και γι’ αυτό σε διαδικασία αποξένωσης και εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους, δηλαδή σε οικονομία πλουτισμού των λίγων και δυστυχίας των πολλών, σε οικονομία των επιχειρηματιών ενάντια στην κοινωνία. Όμως η φτώχεια και η δυστυχία απειλούν τη ζωή και ξυπνούν το Φόβο της πείνας, που συμπληρώνεται από το Φόβο της βίας της εξουσίας του πλούτου. Αυτό το μείγμα δημιούργησε και συντηρεί την ‘ταξική οικονομία’ και κατά συνέπεια την οικονομία της φτώχειας και του Φόβου της πείνας.
Κι’ αυτό γιατί το κυνηγητό του κέρδους απομάκρυνε την οικονομία από τον κοινωνικό έλεγχο και τον οικονομικό ορθολογισμό, με συνέπεια η οικονομία να δομηθεί πάνω στο βασικό οικονομικό έγκλημα, που ξεκινάει από την πράξη απόσπασης και ιδιοποίησης του προϊόντος της υπερεργασίας των εργαζόμενων, σε φυσική (είδος), ή σε ιστορική μορφή (χρήμα), προχωράει στην κατασπατάληση της Φύσης και καταλήγει σε αλληλοεξοντωτικούς ανταγωνισμούς και καταστροφικούς πολέμους. Έτσι η οικονομία του ‘πλούτου των εθνών’, εκφυλλίζεται σε οικονομία της ‘φτώχειας των Λαών’, σε οικονομία του Φόβου, της καταστροφής του πλανήτη και των προοπτικών της ίδιας της ζωής.
Αυτά ως διαδικασία που κάθε φορά διαμορφώνει τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, ως πραγματικότητα της φτώχειας και της πείνας, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Η κυβέρνηση των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικής, στην πρόσφατη έκθεση του Υπουργείου Γεωργίας, χαρακτηρίζει ‘αδόκιμο’ τον όρο πείνα και στην προσπάθειά της να συμβάλλει ‘θετικά’ στην εξάλειψη της πείνας, το αντικαθιστά με τον όρο «πολύ χαμηλή τροφική ασφάλεια». Η επιστήμη μπορεί αναμφίβολα, αν υπάρχει κοινωνική βούληση, να εξαλείψει την πείνα, σίγουρα όμως όχι με αυτό τον αμερικάνικο τρόπο της λεκτικής αλχημείας. Επειδή όμως κάθε πραγματικότητα πρέπει να είναι συγκεκριμένη, ποιοτικά συγκρίσιμη και ποσοτικά μετρήσιμη, ΟΗΕ το 1995, διέκρινε τη φτώχεια σε σχετική και σε απόλυτη.
Ως σχετική φτώχεια, ή απλώς ως φτώχεια, ορίζεται η ‘ποιότητα ζωής’, που μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του, κάθε πολίτης που το ετήσιο εισόδημά του είναι μικρότερο του 50% του μέσου κατά κεφαλήν ετήσιου εισοδήματος της χώρας του. Και επειδή εκτιμήθηκε πως σε κάθε περίπτωση κι’ ανεξάρτητα από χώρα, για να εξασφαλίζει ένας άνθρωπος τα στοιχειώδη, χρειάζονται τουλάχιστον 5.000 δολάρια Αμερικής το χρόνο, γι’ αυτό ο ΟΗΕ θεώρησε το ποσό αυτό ως το όριο της φτώχειας.
Ως απόλυτη φτώχεια ορίζεται, η ‘ποιότητα ζωής’ που μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του κάθε πολίτης του πλανήτη, ανεξάρτητα από χώρα, που έχει ημερήσιο εισόδημα μικρότερο από 2 δολάρια. Απόλυτη φτώχεια σύμφωνα με αυτό τον ορισμό του ΟΗΕ, σημαίνει, έλλειψη στέγης, τροφής, πόσιμου νερού, υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης και πληροφόρησης.
Με αυτά τα κριτήρια του ΟΗΕ και με επίσημα στοιχεία του ίδιου, που δημοσιεύονται και μέσω Διαδικτύου στις ‘Ετήσιες Εκθέσεις του για την ανθρώπινη εξέλιξη’, στις ‘Ετήσιες Εκθέσεις για την κατάσταση των παιδιών στον κόσμο’ της UNICEF, αλλά και άλλων επίσημων φορέων, μπορούμε να δούμε το σημερινό πρόσωπο, αλλά και να γνωρίσουμε το όνομα της φτώχειας. Τα παρακάτω ενδεικτικά στοιχεία, γιατί η επιδείνωσή τους είναι χρόνο με το χρόνο ραγδαία μας δίνουν εικόνες φρίκης:
· 6,5 περίπου, από τα 7,301, δισεκατομμύρια του πλανήτη, Άνθρωποι, δηλαδή περίπου το 90%, δηλαδή τα 9/10 του πληθυσμού του πλανήτη, ζουν πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας, με μέσο ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα της τάξης των 1.255 Δολαρίων Αμερικής, ενώ απ’ αυτούς,
· 2,5 δισεκατομμύριο Άνθρωποι ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, με ημερήσιο εισόδημα μικρότερο από 1 Δολάριο, από τους οποίους,
· 50 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από την πείνα.
· 640 εκατομμύρια παιδιά δεν ζουν σε κανονικά σπίτια,
· 300 εκατομμύρια παιδιά υποσιτίζονται σε βαθμό που εμποδίζεται η κανονική σωματική και πνευματική τους ανάπτυξη,
· 120 εκατομμύρια παιδιά δεν πάνε σχολείο,
· 50 εκατομμύρια παιδιά στις πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ ζουν σε συνθήκες φτώχειας, (τριτοκοσμικοί θύλακες μέσα στον Πρώτο κόσμο),
· 50 και πλέον εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο είναι ‘ανύπαρκτα’, αφού δεν καταγράφονται κατά τη γέννησή τους, πρόκειται για το 40% περίπου των ετήσιων γεννήσεων στον κόσμο,
· 15 εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο, πεθαίνουν κάθε χρόνο από την πλήρη ασιτία, δηλαδή από την απόλυτη πείνα,
· 300-400 εκατομμύρια παιδιά, αναγκάζονται σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίες, δουλεία, πορνεία και άλλες παράνομες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να πεθαίνουν πριν φτάσουν στην εφηβεία τους,
· 1,5 εκατομμύριο παιδιά, τα ‘αόρατα παιδιά’, χάνονται κάθε χρόνο, στα πλοκάμια της μαφίας, των κυκλωμάτων εμπορίας παιδιών (Traffiking).
· Κάθε 3 δευτερόλεπτα σε κάποιο σημείο του πλανήτη πεθαίνει ένα παιδί εξαιτίας της φτώχειας, που σημαίνει 1200 την ώρα και 28800 την ημέρα.
Αυτά τα στοιχεία μας δείχνουν το πρόσωπο της φτώχειας και της πείνας. Κι’ είναι πράγματι ένα πρόσωπο φρίκης, φόβου και τρόμου. Η φτώχεια όμως των πολλών δεν είναι μόνο η αναγκαία και ικανή συνθήκη του πλουτισμού των λίγων, είναι και το όπλο[4] για την υποταγή τους και έχει όνομα: Νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και παγκόσμιος ηγεμονισμός.
Αν και, όπως δήλωσε πρόσφατα ο Διευθυντής του Παγκόσμιου Προγράμματος Τροφίμων του ΟΗΕ, Τζέιμς Μόρις (www.oneearth.gr), «σήμερα ο πλανήτης μπορεί να θρέψει τους πάντες… όμως η διανομή του πλούτου είναι άνιση…». Και συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία:
· το 20%, δηλαδή το 1/5 περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού απολαμβάνει το 80%, δηλαδή τα 4/5 του παγκόσμιου πλούτου,
· 225 σύγχρονοι Κροίσοι κατέχουν περιουσία μεγαλύτερη της περιουσίας του 50% του παγκόσμιου πληθυσμού,
· πέντε (5) πολυεθνικές εταιρείες ελέγχουν το 90% του παγκόσμιου εμπορίου δημητριακών
· Μία πολυεθνική, η Μονσάντο, ελέγχει το 91% του παγκόσμιου εμπορίου των σπόρων.
· Δέκα με δώδεκα κολοσσοί ελέγχουν την ενέργεια, δηλαδή την παραγωγή και τη διανομή των ορυκτών καυσίμων στον κόσμο[5], και
· Λιγότερες από 500 διεθνείς επιχειρήσεις ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας στον πλανήτη. Ταυτόχρονα όμως:
· Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ενός χρόνου θα ήσαν αρκετές για την οριστική εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας, αν φυσικά η παραγωγή δεν προσανατολίζονταν στο κέρδος και στον πόλεμο, αλλά στις ανάγκες της ευημερίας του παγκόσμιου πληθυσμού και η διανομή ήταν δίκαιη.
Μετά από όλα αυτά τα, έστω ενδεικτικά και προσεγγιστικά, πλην όμως επίσημα, στοιχεία δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί η φύση, η έκταση και η αρνητική επίδραση της φτώχειας και της πείνας στην εξέλιξη της Ανθρωπότητας και του πολιτισμού της. Δεν είναι επίσης δύσκολο να κατανοηθεί πως η πείνα μπορεί να καταπολεμηθεί άμεσα, αλλά αυτό προϋποθέτει «θεμελιακές αλλαγές στις δομές, στους θεσμούς και στις αξίες»[6], γιατί προφανώς αυτές που χαρακτηρίζουν τη σημερινή, την καπιταλιστική, πραγματικότητα εμποδίζουν την καταπολέμησή της.
Η υποκριτική ‘φιλανθρωπία’ και η ‘παρηγορία’ που προσφέρουν οι θρησκείες για μια υποτιθέμενη ‘καλύτερη ζωή μετά από το θάνατο’ αντικειμενικά λειτουργεί ως ιδεολογία των εξουσιαστών σε βάρος των θρησκευόμενων και εξουσιαζόμενων. Αλλά και το σόφισμα των πολιτικών πως «αυτό που θέλει ο κόσμος δεν είναι χρήματα ή δουλειές, είναι αξιοπρέπεια»[7], καταλήγει σε προσβολή και κοροϊδία σε βάρος των εργαζόμενων, αφού σε συνθήκες καπιταλισμού χωρίς δουλειά και μεροκάματο δεν μπορεί να υπάρξει αξιοπρέπεια για τους ανέργους και τους μισθωτούς δούλους που αναγκάζονται να τρέχουν από συσσίτιο σε συσσίτιο και από σκουπιδοτενεκέ σε σκουπιδοτενεκέ για να κρατηθούν στη ζωή.
Η φτώχεια και η πείνα δεν είναι αναπόφευκτη, αντίθετα είναι το σχεδιασμένο έγκλημα των βίαιων καπιταλιστικών θεσμών, δομών και λειτουργιών που παράγουν πλούτο για τους λίγους και δυστυχία για τους πολλούς. Είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού. Οπότε το μόνο που απομένει είναι οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να καταστρέψουν τη βάση του καπιταλισμού, την οικονομική και κοινωνική ανισότητα και κοινωνικοποιώντας τα μέσα παραγωγής και οργανώνοντας την οικονομία με αναφορά στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και στη βάση της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης και της άμεσης δημοκρατίας σε τοπικό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο[8], να καταργήσουν τις αιτίες της φτώχειας και την πείνα, ανοίγοντας το δρόμο για τον πολιτισμό της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ευημερία, ούτε αξιοπρέπεια, ούτε ελευθερία, ούτε δημοκρατία, ούτε ειρήνη και ούτε μέλλον για την ανθρωπότητα και τη ζωή.
_____________________
*Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, τεύχος 52, Ιούλης 2015
Πηγή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου