ΚΡΙΣΗ ΠΑΝΙΚΟΥ
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε μια κρίση πανικού, πρέπει πρώτα να αντιληφθούμε τι σημαίνει φόβος!
Ο φόβος συνήθως εκδηλώνεται όταν βρισκόμαστε σε κίνδυνο και λειτουργεί
ως «καμπανάκι» για τον εγκέφαλο, ώστε να αντιληφθεί την επικίνδυνη
κατάσταση και να στείλει στο σώμα τα ανάλογα σήματα.
Είναι λοιπόν μία αυτόματη αντίδραση επιβίωσης,
εξελικτικό κατάλοιπο από τους προγόνους μας οι οποίοι ζούσαν σε ένα
ιδιαίτερα αφιλόξενο περιβάλλον, γεμάτο άγρια ζώα και παγίδες της
φύσης, άρα η αντίδρασή του έπρεπε να είναι ακαριαία.
Ενεργοποιείται τη
στιγμή του κινδύνου ώστε μέσα από τις διάφορες σωματικές αλλαγές να
μπορέσουμε να αντιδράσουμε είτε «πολεμώντας», είτε «φεύγοντας», είτε
«παραμένοντας» στην κατάσταση βιώνοντας όσο το δυνατόν λιγότερες
συνέπειες. Όταν λοιπόν το εσωτερικό καμπανάκι χτυπήσει, ο εγκέφαλος
απενεργοποιεί τις δευτερεύουσες λειτουργίες του οργανισμού, ώστε όλη η
ενέργεια να καταναλωθεί για τη διατήρηση του απαραίτητου για την
επιβίωση επιπέδου διέγερσης.
Βιώνουμε έτσι μία σειρά
από σωματικά συμπτώματα, όπως ταχυπαλμία, εφίδρωση, τρεμούλιασμα,
δύσπνοια, αίσθημα πνιγμού, πόνο στο στήθος-δυσφορία, ναυτία, στομαχική
δυσφορία ή ξαφνική διάρροια, ζαλάδα / ελαφρύ κεφάλι, τάση λιποθυμίας,
αίσθημα μουδιάσματος/γαργαλητού, εξάψεις και αίσθημα αποπραγμάτωσης ή
αποσύνδεσης από το σώμα.
Κάθε ένα από αυτά τα συμπτώματα εξυπηρετεί μία σκοπιμότητα.
Για παράδειγμα η αύξηση στον ρυθμό και
το βάθος της αναπνοής επιτρέπει την εισαγωγή μεγαλύτερης ποσότητας
οξυγόνου στο σώμα, όπου ακολούθως με την αύξηση των παλμών της καρδιάς
το αίμα, άρα και το οξυγόνο, κατευθύνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα σε
ολόκληρο το σώμα. Αυτομάτως προκαλούνται συμπτώματα ταχυπαλμίας,
δυσκολίας στην αναπνοή, αίσθημα πνιγμού, αίσθημα βάρους/πόνου στο στήθος
και αίσθημα σφιξίματος.
Επίσης, το αίμα κατευθύνεται κυρίως προς
τα χέρια και τα πόδια, ώστε να προετοιμαστεί το σώμα για φυγή ή πάλη
και μειώνεται η παροχή αίματος προς το κεφάλι, βιώνοντας έτσι αισθήματα
ζάλης, θολή όραση, αίσθημα σύγχυσης, αισθήματα αποπραγματοποίησης ή και
εξάψεις. Στην προσπάθεια του οργανισμού να μπορεί να ξεφεύγει πιο
εύκολα, μειώνεται η εσωτερική υπερθέρμανση του σώματος, αυξάνοντας έτσι
την εφίδρωση, άρα το σώμα γίνεται περισσότερο γλιστερό.
Επίσης, λόγω της επανακατεύθυνσης του
κυκλοφοριακού συστήματος προς τα ζωτικότερης σημασίας όργανα,
παρατηρείται μειωμένη παροχέτευση αίματος προς το δέρμα, τα δάχτυλα, το
πεπτικό και το ουροποιητικό σύστημα. Το δέρμα αυτομάτως χλομιάζει και
παρατηρείται αίσθημα κρύου, ενώ παρατηρείται μούδιασμα στα δάχτυλα ώστε
να προσλαμβάνουν μειωμένα την αίσθηση π.χ. του πόνου σε περίπτωση
αμυχών. Η μειωμένη ενέργεια στο πεπτικό σύστημα οδηγεί στην αίσθηση
ξηροστομίας λόγω μειωμένης έκκρισης σίελου, σε ναυτία ή στομαχική
δυσφορία.
Επιπλέον οι κόρες των ματιών
διευρύνονται ώστε το άτομο να διερευνά με μεγαλύτερη ευκολία το
απειλητικό περιβάλλον, οδηγώντας σε συμπτώματα θολής όρασης, κηλίδες
εντός οπτικού πεδίου ή αίσθηση πολύ δυνατού φωτός.
Τέλος, η ένταση και η ενέργεια που
διοχετεύεται προς τους μύες του σώματος ώστε να προετοιμαστούν είτε για
δράση είτε για φυγή, δημιουργούν στο άτομο ένα υποκειμενικό αίσθημα
έντασης κι ενίοτε αίσθημα πόνου και τρεμουλιάσματος.
Όλες αυτές οι αντιδράσεις απαιτούν ένα συνεχές επίπεδο διέγερσης, με αποτέλεσμα με το πέρας της απειλητικής κατάστασης να προκαλούνται αισθήματα κόπου και εξάντλησης.
Ωστόσο, υπάρχουν φορές
που το σώμα θα αντιδράσει με φόβο, χωρίς να υπάρχει κάποια φυσική
απειλή. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος μόλις ξάπλωσε στο κρεβάτι του για
να κοιμηθεί. Σκέφτεται ότι μπορεί να μπουν κλέφτες στο σπίτι το βράδυ
και να τον ληστέψουν. Όσο πιο πολύ σκέφτεται αυτή την κατάσταση, τόσο
πιο πολύ μπαίνει σε κατάσταση απειλής κι αλλάζει η φυσική του κατάσταση
νοιώθοντας π.χ. ταχυπαλμία και ο τρόπος που συμπεριφέρεται, σηκώνεται
π.χ. να ελέγξει τις κλειδαριές. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει
«χτυπήσει» εσφαλμένα το καμπανάκι του συναγερμού, μιας και δεν υπάρχει
άμεση, πραγματική απειλή.
Η απειλή λοιπόν μπορεί να είναι είτε
εξωτερική, π.χ. ένα αυτοκίνητο που παραλίγο να μας πατήσει, είτε
εσωτερική, όπως κάποια σκέψη ή σωματικό σύμπτωμα του ατόμου, που ενώ
είναι φυσιολογικά σαν λειτουργίες το ίδιο το άτομο τα ερμηνεύει ως
απειλητικά. ενεργοποιείται λοιπόν ο μηχανισμός του φόβου για να μας
προστατεύσει, αλλά επειδή δεν διοχετεύεται λειτουργικά όλη αυτή η
ενέργεια, καταλήγουμε να βιώσουμε μία κρίση πανικού.
***
Αμάντα Μπικάκη – Ψυχολόγος, MSc
Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία
/ Ψυχολογία Παιδιού και Εφήβου/Κέντρο Ψυχικής Υγείας/Αρτέμιδος 8 και
Λαοδίκης, Γλυφάδα 16674/findyourhappy/ 2108949863
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου