Τα κλειδιά

«Τα θέτω επί τάπητος!» Δήλωσε με στριγκή φωνή η μητέρα.
Στην πραγματικότητα όμως, τα βρόντηξε στο τραπέζι. Ύστερα άρχισαν να τίθενται ένα-ένα, τα θέματα επί «τάπητος». Και γύρω από μια βαριά αρμαθιά κλειδιά, στριμώχτηκαν πολλά θέματα είναι η αλήθεια.

Για την ακρίβεια, παρορμήσεις, ενδότερες σκέψεις, -που θα μπορούσες να τις πεις και πισώπλατες-, προσδοκίες, αυτοακυρώσεις αλλά και ετεροακυρώσεις, αλήθεια, ψέμα, φαντασία και φαντασιώσεις, αυτομομφές και ετερομομφές, ακολουθούσαν «δίκην» πυροβολισμών, υπερυψωμένους δείκτες, σκοτεινά βλέμματα, στόματα στυφά, και στόματα καταβόθρες, φωνές στεντόρειες, νοήματα υπό νοούμενα-κυρίως αυτό-!

Γιατί ο καθένας από τους παρευρισκόμενους άλλα εννοούσε, αμφίβολο τι ακριβώς κατανοούσε, πιθανόν δε και αν αποχωρούσε, να έφερνε στην πλάτη την μομφή ότι παρανοούσε.

Η θεατρική σκηνή τα χωράει όλα. Και αυτά που λέγονται, και αυτά που σέρνονται κάτω από το τραπέζι. Ως κι αυτά που παρανοούνται... Έτσι έγινε και σ’ αυτή τη συνάντηση. Που δεν ήταν θεατρική, αλλά απλώς οικογενειακή. Απλώς!

«Απλώς δε θέλετε να καταλάβετε!». Δήλωσε η μητέρα. «Αυτά τα κλειδιά, είναι όλα δικά μου! Τίποτα δεν σας ανήκει! Τουλάχιστον μέχρι να ξεμπερδέψω! Εκτός αν έχετε βαλθεί να με ξεμπερδέψετε μια ώρα αρχύτερα!». Και όλα αυτά συνοδεύονταν από κλειδιά βουτηγμένα, υπερυψωμένα, σιδηρογροθιά, και τελικά προσγειωμένα εκ νέου με φοβερό κρότο στο τραπέζι.

Προς στιγμήν τα άλλα μέλη σταματούσαν τις μεταξύ τους αντεγκλήσεις, -λέξη κομψή για την περίσταση-, και περιεργάζονταν με διφορούμενα –είναι αλήθεια- συναισθήματα, το πρόσωπο, τις κινήσεις, τις εκφράσεις, της ηλικιωμένης γυναίκας. Περισσότερο κι από τη φωνή της, και τα λεγόμενά της. Ήταν ένας άνθρωπος κοντά ενενήντα, ύπαρξη ρουφηγμένη από την απληστία του χρόνου, που η αλήθεια είναι ότι σε μερικούς ανθρώπους απομυζά αποφασιστικά ως και την τελευταία σταγόνα ικμάδας, σαν τον πιο στυγνό τοκογλύφο. Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση, η πορεία ήταν αντίστροφη σε ό,τι αφορούσε τον αρτηριοσκληρωτικό της εγωισμό, που πήγαινε καβάλα στην ισχυρογνωμοσύνη του χαραχτήρα της. Ανεμίζοντας το μπαϊράκι του «έχει» της, σάρωνε κάθε επιβουλή -υπαρκτή ή και υποψιαζόμενη-παρεμβολής και παρεκτόπισης από απογόνους.

Είδαν κι αποείδαν μέχρι να κατανοήσουν κάτι απλό. Πως μέχρι κι ο χάρος τραβιέται πίσω μπρος στα οικογενειακά μαχαιρώματα. Μπορεί ας πούμε να αρκεστεί στο να αφήσει κάποια λιποθυμία, ένα, «ήπιο ισχαιμικό» -σαν που λένε και οι γιατροί!- δηλαδή απλώς μια υποψία από την απειλή του. Και βέβαια όχι υποχρεωτικά στον μεγαλύτερο της παρέας. Τα κλειδιά όμως δεν τα ακουμπά ποτέ! Τουλάχιστον όχι πάνω στην έκρηξη.

Όταν αποχώρησαν τα παιδιά, το καθένα βέβαια μες στη μουρμούρα του και τον καημό του αγριοκοιτάζοντας μια αυτή, μια το ένα τ’ άλλο, η μητέρα ξανακάθισε στη θέση της. Πήρε τα κλειδιά στην ποδιά, μαλακά, όπως παίρνει κανείς ένα νιογέννητο. Τα βάστηξε για λίγο, όσο για να σκεφτεί, καναπέδες Λουδοβίκου βελούδινες, σερβίτσια αστραφτερά Βοημίας, μπαούλα σφαλιστά με προσοχή, ρούχα στη ναφθαλίνη… Εκεί, μονάχα τους, -χρόνια τώρα!- ασφαλισμένα κι ασφαλή. «Δικά μου!» σιγοψιθύρισε και τα στεγνά της χείλη τραβήχτηκαν σε ένα χαμόγελο.

Ύστερα σηκώθηκε αργά, κρατώντας τα προσεχτικά στα χέρια. «Δεκαπέντε!» μέτρησε. «Θα ’ναι και τα παλιά! Αλλά δεν πειράζει» Πιθανόν να σκέφτηκε το παίδεμα να βρεθούν τα σωστά όταν θα τα ’χουν πια στην κατοχή τους. Ίσως πάλι και όχι. Άνοιξε την ντουλάπα της, σήκωσε κάτι τσάντες και κάτω απ’ αυτές, κάποια ρούχα παλιά, σχεδόν μουχλιασμένα. Τράβηξε ένα πέτσινο, μαδημένο πορτοφόλι. Και κει με ευλάβεια τα σιγούρεψε.
 


Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη
Πηγή: artinews.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις