Είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση υπό κατάρρευση;
Γράφει ο Ceteris Paribus
Η συχνότητα με την οποία δηλώσεις των πλέον επίσημων χειλέων προειδοποιούν για κίνδυνο κατάρρευσης της ΕΕ είναι εντυπωσιακή. Οι… «Κασσάνδρες» άρχισαν τις καταστροφικές προφητείες τους πρόσφατα, με αφορμή την προσφυγική κρίση. Η τόσο γρήγορη και εντυπωσιακή αχρήστευση της συνθήκης Σένγκεν, που αποτέλεσε το «στολίδι» των ευρωπαϊκών συνθηκών, έκανε πολλούς να πουν ότι «η Ευρώπη διαλύεται».
Ο Τζορτζ Σόρος, ένας μεγιστάνας κερδοσκόπος που τελευταία συνηθίζει να μιλάει τη γλώσσα της πολιτικής, δηλώνει ότι η αποτυχία της Ευρώπης να ανταποκριθεί στην προσφυγική κρίση, δημιουργεί «θανάσιμο κίνδυνο κατάρρευσης για την ΕΕ». Με αφορμή τους κινδύνους που στοιχειώνουν πλέον ηγεσίες πολύ πέραν των ευρωπαϊκών, ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Maurice Obsfeld κατέληξε στο εξής, κατά τη γνώμη του βαθύτερο, συμπέρασμα: ««Η πολιτική ομοφωνία, που στο παρελθόν στήριζε το ευρωπαϊκό σχέδιο, βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης». Και χθες, ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς έκανε τις γνωστές δηλώσεις περί κινδύνου κατάρρευσης της ΕΕ.
Οι δηλώσεις του περιείχαν μια εντυπωσιακά αποστροφή στην οποία δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία.
Είπε σε ένα σημείο: «Βέβαια οι ευρωφοβικοί είναι ακόμα μειοψηφία και η σιωπηρή πλειοψηφία βασίζεται στην πλάνη ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Όμως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ολλανδία για τη συμφωνία σύνδεσης με την Ουκρανία αποδεικνύει ότι δεν μπορεί κανείς να βασίζεται σε μια τέτοια πλάνη».
Είναι πράγματι εντυπωσιακό, ένας Ευρωπαίος ηγέτης να λέει έξω απ’ τα δόντια ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες πλανώνται πιστεύοντας ότι τα πράγματα θα πάνε καλά και να καταθέτει την εκτίμησή του για κίνδυνο να ξυπνήσουν από αυτή την πλάνη!
Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο όρος «κατάρρευση» έχει την τιμητική του: αποδίδει το κλίμα βαθιάς απογοήτευσης και για την πορεία των ευρωπαϊκών πραγμάτων που κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες, αλλά και σε μεγάλο τμήμα των αναλυτών. Έτσι, ενώ στις κοινωνίες διογκώνεται το κλίμα ευρω-σκεπτικισμού, στις ηγεσίες διογκώνεται το κλίμα ευρω-πεσιμισμού. Σε ένα τέτοιο κλίμα, οι «κρίσεις πανικού» είναι όλο και πιο συχνές και πιο έντονες, ακόμη και για ζητήματα που από μόνα τους δεν μοιάζουν τόσο σοβαρά ώστε να τις δικαιολογούν. Την τελευταία χρονιά, ήταν τα δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία σε Σκωτία και Καταλονία.
Τώρα είναι το βρετανικό δημοψήφισμα του ερχόμενου Ιουνίου για την παραμονή ή την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ. Η σχετική αρθρογραφία στο διεθνή Τύπο κυριαρχείται από μόλις υποκρυπτόμενο πανικό. Ο κίνδυνος να νικήσει το ΟΧΙ είναι πραγματικός – ήδη προηγείται με 5 μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Τον κίνδυνο αυτό επιβεβαίωσε το αποτέλεσμα του ολλανδικού δημοψηφίσματος για την επικύρωση ή όχι της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ουκρανίας. Οι αντιδράσεις και αναλύσεις που ακολούθησαν την επιβλητική νίκη του ΟΧΙ (με ποσοστό διπλάσιο από το ΝΑΙ) ήταν εντυπωσιακές αν σκεφτούμε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν έχει παρά συμβουλευτικό χαρακτήρα. Πολλοί μίλησαν για «ανατροπή των δεδομένων στην ΕΕ», για πρόκριμα νίκης του ΟΧΙ στο βρετανικό δημοψήφισμα, για στρατηγικό πλήγμα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ουκρανίας κ.λπ. Πράγματι, αν εξαιρέσουμε ίσως τους δραματικούς τόνους, όλα αυτά έχουν βάση. Ο «άνεμος του ΟΧΙ» στη Μ. Βρετανία δυναμώνει σε ευθεία αναλογία με τέτοια «επεισόδια» όπου, σύμφωνα με μια στρατηγικού ύφους δήλωση της Μαρίν Λεπέν, κερδίζει νίκες η «Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών». Και το ολλανδικό δημοψήφισμα ήταν όντως μια τέτοια περίπτωση, με σοβαρές «παράπλευρες απώλειες» στο ευαίσθητο πρότζεκτ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ουκρανίας.
Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων»;
Ωστόσο, ακόμη και αν στο τέλος νικήσει το ΝΑΙ στο βρετανικό δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα επιβληθεί ντε φάκτο μια συνθήκη Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, καθώς ο Κάμερον θα διαπραγματευτεί -και ποιος θα του το αρνηθεί;- μια συνθήκη «ειδικής σχέσης». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ιδέα της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων έχει ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι πολιτικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση όχι μόνο είναι πολύ συχνές αλλά προέρχονται από τις χώρες της πρώτης «ταχύτητας».
Σε άρθρο του στους Financial Times στις 6 Απριλίου o John Plender έθετε το ζήτημα ως εξής:
«Η απόφαση του Ντέιβιντ Κάμερον να διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. αποτέλεσε, ηθελημένα ή αθέλητα, το έναυσμα για μια ευρύτερη πολιτική κίνηση αναδιοργάνωσης της Ε.Ε. (…) Η συζήτηση για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων γίνεται φυσικά εδώ και αρκετό καιρό. Αλλά ποτέ πριν δεν είχε υιοθετηθεί από τόσο πολλές από τις βασικές δυνάμεις πίσω από το ευρωπαϊκό εγχείρημα».
Πράγματι, ποτέ άλλοτε στην ιστορία τους η Ευρωζώνης και η ΕΕ δεν βρέθηκαν τόσο έντονα μπροστά στο δίλημμα είτε της αναδιοργάνωσης με βάση την κεντρική ιδέα των πολλών «ταχυτήτων» είτε μια διαλυτική παρακμή. Όμως -φευ!- οι επιδιώξεις των επιμέρους «κυρίαρχων εθνών» είναι τόσο διαφορετικές και μη συντιθέμενες, ώστε το τοπίο γίνεται πιο χαοτικό. Για το βρετανικό δημοψήφισμα, που στριμώχνει τον εμπνευστή του Κάμερον πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ανάμιξή του στα panama papers, μιλήσαμε ήδη. Ο Ολάντ θέλει ο γαλλο-γερμανικός «άξονας» να γίνει ο ανθεκτικός καμβάς της πρώτες ταχύτητας της Ευρωζώνης, αλλά η πολιτική πυγμής (συνδυασμός επιτάχυνσης της λιτότητας και κράτους έκτακτης ανάγκης) βρίσκει αντιστάσεις στο κίνημα αντίστασης αλλά και σε τμήματα της γαλλικής ελίτ, η δε γαλλική οικονομία είναι τόσο βαλτωμένη, ώστε αδυνατεί να στηρίξει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Γάλλου προέδρου.
Ακόμη περισσότερο στον «αέρα» είναι η φιλοδοξία του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι να βρει μια θέση στην «πρώτη σειρά της πρώτης ταχύτητας». Τους τελευταίους μήνες, η Ιταλία έχει αναλάβει μια οιονεί καμπάνια για τη συγκρότηση «πρώτης ταχύτητας» στην Ευρωζώνη, που θα βαθύνει όχι μόνο την οικονομική αλλά και τη θεσμική – πολιτική, ακόμη και την αμυντική, ενοποίηση. Ο Ρέντσι το λέει σε κάθε ευκαιρία, ενώ ο υπουργός του των Εξωτερικών απέστειλε επιστολή προς τα άλλα πέντε ιδρυτικά μέλη της Ε.Ε. για να προτείνει ένα τέτοιο σχέδιο. Ταυτόχρονα, κοινό άρθρο των υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, υποστηρίζει μια πιο χαλαρή σχέση της Μ. Βρετανίας με την ΕΕ. Είναι φανερό: ο κ. Ρέντσι θέλει Ευρώπη (ΕΕ αλλά και Ευρωζώνη) πολλών «ταχυτήτων», ο ίδιος προτιμά την πρώτη «ταχύτητα» της Ευρωζώνης αλλά στηρίζει το δικαίωμα της Μ. Βρετανίας για πιο «χαλαρή» σχέση. Όμως -φευ- προς το παρόν η μόνη πρώτη «ταχύτητα» στην οποία συμμετέχει η Ιταλία είναι της οικονομικής στασιμότητας, του αποπληθωρισμού και πάνω απ’ όλα του κρατικού χρέους…
Όλα αυτά θέτουν το ύστατο και θεμελιώδες ερώτημα: ποια είναι η στρατηγική του γερμανικού κέντρου; Μπορεί και θέλει να αποτελέσει τη δύναμη που θα εγγυηθεί μια τέτοια πολιτική και θεσμική αναδιάρθρωση της Ευρώπης και θα την εγγυηθεί σε ρόλο ηγεμόνα; Πρόσφατα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έκανε μια δήλωση γεμάτη πικρή αυτογνωσία: είπε ότι η Γερμανία πρέπει να ανταποκριθεί καλύτερα στο διεθνή πολιτικό της ρόλο. Το γεγονός ότι η Γερμανία είναι σε συγκριτικά καλύτερη θέση από τους άλλους, δεν σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζει κι η ίδια στρατηγικού χαρακτήρα οικονομικά προβλήματα και διλήμματα. Το μεγάλο του έλλειμμα ωστόσο εντοπίζεται στο πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό της «κεφάλαιο». Καθώς λοιπόν η πολιτική και θεσμική κρίση μαίνεται και το «αίτημα» για Ευρώπη πολλών «ταχυτήτων» κερδίζει διαρκώς οπαδούς, καθώς οι «πληγές» μιας διαλυτικής θεσμικής και πολιτικής κρίσης πολλαπλασιάζονται (το προσφυγικό ανέδειξε όλες τις πληγές), η ηγέτιδα Γερμανία βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων. Η αίσθηση πάντως πως όσο ο άξονας των εξελίξεων μετατοπίζεται από την οικονομία στην πολιτική η «κραταιά» Γερμανία δεν μπορεί να παίξει έναν ενοποιητικό ηγεμονικό ρόλο, εντείνεται…
Μέχρι και τα τέλη του 2014 η ευρωπαϊκή κρίση ήταν κυρίως οικονομική. Από την αρχή του 2015 ο άξονας της κρίσης άρχισε να μετατοπίζεται από το οικονομικό, στο θεσμικό και πολιτικό επίπεδο. Στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016, το προσφυγικό κύμα ήταν ο παράγοντας που παρόξυνε τη θεσμική και πολιτική κρίση και ανέδειξε το στρατηγικό αδιέξοδο και την έλλειψη ηγεσίας. Όταν ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ως εκπρόσωπος της ηγέτιδας Γερμανίας, αναλαμβάνει ολόκληρη δημόσια «καμπάνια» ενάντια στον κεντρικό ευρωτραπεζίτη κ. Μάριο Ντράγκι για το γεγονός ότι επεκτείνει το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» και του αποδίδει την ευθύνη για τη θεαματική δημοσκοπική άνοδο του ξενοφοβικού AfD, είναι φανερό ότι τα προβλήματα της Ευρώπης μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στους καταναγκασμούς της εσωτερικής πολιτικής σκηνής. Οπότε, ποίαν άλλην χρείαν αποδείξεων για το τεράστιο έλλειμμα ευρωπαϊκής ηγεσίας χρειαζόμαστε;
Με αυτό το τελευταίο δεδομένο, η απάντηση στο ερώτημα που βάζει ο τίτλος αυτού του άρθρου είναι διπλή: η Ευρωπαϊκή Ένωση βαδίζει άμεσα στη «λύση» της Ευρώπης των πολλών «ταχυτήτων», μεταθέτοντας για το μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα το αγωνιώδες ερώτημα περί κατάρρευσης…
Η συχνότητα με την οποία δηλώσεις των πλέον επίσημων χειλέων προειδοποιούν για κίνδυνο κατάρρευσης της ΕΕ είναι εντυπωσιακή. Οι… «Κασσάνδρες» άρχισαν τις καταστροφικές προφητείες τους πρόσφατα, με αφορμή την προσφυγική κρίση. Η τόσο γρήγορη και εντυπωσιακή αχρήστευση της συνθήκης Σένγκεν, που αποτέλεσε το «στολίδι» των ευρωπαϊκών συνθηκών, έκανε πολλούς να πουν ότι «η Ευρώπη διαλύεται».
Ο Τζορτζ Σόρος, ένας μεγιστάνας κερδοσκόπος που τελευταία συνηθίζει να μιλάει τη γλώσσα της πολιτικής, δηλώνει ότι η αποτυχία της Ευρώπης να ανταποκριθεί στην προσφυγική κρίση, δημιουργεί «θανάσιμο κίνδυνο κατάρρευσης για την ΕΕ». Με αφορμή τους κινδύνους που στοιχειώνουν πλέον ηγεσίες πολύ πέραν των ευρωπαϊκών, ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Maurice Obsfeld κατέληξε στο εξής, κατά τη γνώμη του βαθύτερο, συμπέρασμα: ««Η πολιτική ομοφωνία, που στο παρελθόν στήριζε το ευρωπαϊκό σχέδιο, βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης». Και χθες, ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς έκανε τις γνωστές δηλώσεις περί κινδύνου κατάρρευσης της ΕΕ.
Οι δηλώσεις του περιείχαν μια εντυπωσιακά αποστροφή στην οποία δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία.
Είπε σε ένα σημείο: «Βέβαια οι ευρωφοβικοί είναι ακόμα μειοψηφία και η σιωπηρή πλειοψηφία βασίζεται στην πλάνη ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Όμως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ολλανδία για τη συμφωνία σύνδεσης με την Ουκρανία αποδεικνύει ότι δεν μπορεί κανείς να βασίζεται σε μια τέτοια πλάνη».
Είναι πράγματι εντυπωσιακό, ένας Ευρωπαίος ηγέτης να λέει έξω απ’ τα δόντια ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες πλανώνται πιστεύοντας ότι τα πράγματα θα πάνε καλά και να καταθέτει την εκτίμησή του για κίνδυνο να ξυπνήσουν από αυτή την πλάνη!
Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο όρος «κατάρρευση» έχει την τιμητική του: αποδίδει το κλίμα βαθιάς απογοήτευσης και για την πορεία των ευρωπαϊκών πραγμάτων που κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες, αλλά και σε μεγάλο τμήμα των αναλυτών. Έτσι, ενώ στις κοινωνίες διογκώνεται το κλίμα ευρω-σκεπτικισμού, στις ηγεσίες διογκώνεται το κλίμα ευρω-πεσιμισμού. Σε ένα τέτοιο κλίμα, οι «κρίσεις πανικού» είναι όλο και πιο συχνές και πιο έντονες, ακόμη και για ζητήματα που από μόνα τους δεν μοιάζουν τόσο σοβαρά ώστε να τις δικαιολογούν. Την τελευταία χρονιά, ήταν τα δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία σε Σκωτία και Καταλονία.
Τώρα είναι το βρετανικό δημοψήφισμα του ερχόμενου Ιουνίου για την παραμονή ή την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ. Η σχετική αρθρογραφία στο διεθνή Τύπο κυριαρχείται από μόλις υποκρυπτόμενο πανικό. Ο κίνδυνος να νικήσει το ΟΧΙ είναι πραγματικός – ήδη προηγείται με 5 μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Τον κίνδυνο αυτό επιβεβαίωσε το αποτέλεσμα του ολλανδικού δημοψηφίσματος για την επικύρωση ή όχι της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ουκρανίας. Οι αντιδράσεις και αναλύσεις που ακολούθησαν την επιβλητική νίκη του ΟΧΙ (με ποσοστό διπλάσιο από το ΝΑΙ) ήταν εντυπωσιακές αν σκεφτούμε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν έχει παρά συμβουλευτικό χαρακτήρα. Πολλοί μίλησαν για «ανατροπή των δεδομένων στην ΕΕ», για πρόκριμα νίκης του ΟΧΙ στο βρετανικό δημοψήφισμα, για στρατηγικό πλήγμα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ουκρανίας κ.λπ. Πράγματι, αν εξαιρέσουμε ίσως τους δραματικούς τόνους, όλα αυτά έχουν βάση. Ο «άνεμος του ΟΧΙ» στη Μ. Βρετανία δυναμώνει σε ευθεία αναλογία με τέτοια «επεισόδια» όπου, σύμφωνα με μια στρατηγικού ύφους δήλωση της Μαρίν Λεπέν, κερδίζει νίκες η «Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών». Και το ολλανδικό δημοψήφισμα ήταν όντως μια τέτοια περίπτωση, με σοβαρές «παράπλευρες απώλειες» στο ευαίσθητο πρότζεκτ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ουκρανίας.
Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων»;
Ωστόσο, ακόμη και αν στο τέλος νικήσει το ΝΑΙ στο βρετανικό δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα επιβληθεί ντε φάκτο μια συνθήκη Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, καθώς ο Κάμερον θα διαπραγματευτεί -και ποιος θα του το αρνηθεί;- μια συνθήκη «ειδικής σχέσης». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ιδέα της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων έχει ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι πολιτικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση όχι μόνο είναι πολύ συχνές αλλά προέρχονται από τις χώρες της πρώτης «ταχύτητας».
Σε άρθρο του στους Financial Times στις 6 Απριλίου o John Plender έθετε το ζήτημα ως εξής:
«Η απόφαση του Ντέιβιντ Κάμερον να διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. αποτέλεσε, ηθελημένα ή αθέλητα, το έναυσμα για μια ευρύτερη πολιτική κίνηση αναδιοργάνωσης της Ε.Ε. (…) Η συζήτηση για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων γίνεται φυσικά εδώ και αρκετό καιρό. Αλλά ποτέ πριν δεν είχε υιοθετηθεί από τόσο πολλές από τις βασικές δυνάμεις πίσω από το ευρωπαϊκό εγχείρημα».
Πράγματι, ποτέ άλλοτε στην ιστορία τους η Ευρωζώνης και η ΕΕ δεν βρέθηκαν τόσο έντονα μπροστά στο δίλημμα είτε της αναδιοργάνωσης με βάση την κεντρική ιδέα των πολλών «ταχυτήτων» είτε μια διαλυτική παρακμή. Όμως -φευ!- οι επιδιώξεις των επιμέρους «κυρίαρχων εθνών» είναι τόσο διαφορετικές και μη συντιθέμενες, ώστε το τοπίο γίνεται πιο χαοτικό. Για το βρετανικό δημοψήφισμα, που στριμώχνει τον εμπνευστή του Κάμερον πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ανάμιξή του στα panama papers, μιλήσαμε ήδη. Ο Ολάντ θέλει ο γαλλο-γερμανικός «άξονας» να γίνει ο ανθεκτικός καμβάς της πρώτες ταχύτητας της Ευρωζώνης, αλλά η πολιτική πυγμής (συνδυασμός επιτάχυνσης της λιτότητας και κράτους έκτακτης ανάγκης) βρίσκει αντιστάσεις στο κίνημα αντίστασης αλλά και σε τμήματα της γαλλικής ελίτ, η δε γαλλική οικονομία είναι τόσο βαλτωμένη, ώστε αδυνατεί να στηρίξει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Γάλλου προέδρου.
Ακόμη περισσότερο στον «αέρα» είναι η φιλοδοξία του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι να βρει μια θέση στην «πρώτη σειρά της πρώτης ταχύτητας». Τους τελευταίους μήνες, η Ιταλία έχει αναλάβει μια οιονεί καμπάνια για τη συγκρότηση «πρώτης ταχύτητας» στην Ευρωζώνη, που θα βαθύνει όχι μόνο την οικονομική αλλά και τη θεσμική – πολιτική, ακόμη και την αμυντική, ενοποίηση. Ο Ρέντσι το λέει σε κάθε ευκαιρία, ενώ ο υπουργός του των Εξωτερικών απέστειλε επιστολή προς τα άλλα πέντε ιδρυτικά μέλη της Ε.Ε. για να προτείνει ένα τέτοιο σχέδιο. Ταυτόχρονα, κοινό άρθρο των υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, υποστηρίζει μια πιο χαλαρή σχέση της Μ. Βρετανίας με την ΕΕ. Είναι φανερό: ο κ. Ρέντσι θέλει Ευρώπη (ΕΕ αλλά και Ευρωζώνη) πολλών «ταχυτήτων», ο ίδιος προτιμά την πρώτη «ταχύτητα» της Ευρωζώνης αλλά στηρίζει το δικαίωμα της Μ. Βρετανίας για πιο «χαλαρή» σχέση. Όμως -φευ- προς το παρόν η μόνη πρώτη «ταχύτητα» στην οποία συμμετέχει η Ιταλία είναι της οικονομικής στασιμότητας, του αποπληθωρισμού και πάνω απ’ όλα του κρατικού χρέους…
Όλα αυτά θέτουν το ύστατο και θεμελιώδες ερώτημα: ποια είναι η στρατηγική του γερμανικού κέντρου; Μπορεί και θέλει να αποτελέσει τη δύναμη που θα εγγυηθεί μια τέτοια πολιτική και θεσμική αναδιάρθρωση της Ευρώπης και θα την εγγυηθεί σε ρόλο ηγεμόνα; Πρόσφατα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έκανε μια δήλωση γεμάτη πικρή αυτογνωσία: είπε ότι η Γερμανία πρέπει να ανταποκριθεί καλύτερα στο διεθνή πολιτικό της ρόλο. Το γεγονός ότι η Γερμανία είναι σε συγκριτικά καλύτερη θέση από τους άλλους, δεν σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζει κι η ίδια στρατηγικού χαρακτήρα οικονομικά προβλήματα και διλήμματα. Το μεγάλο του έλλειμμα ωστόσο εντοπίζεται στο πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό της «κεφάλαιο». Καθώς λοιπόν η πολιτική και θεσμική κρίση μαίνεται και το «αίτημα» για Ευρώπη πολλών «ταχυτήτων» κερδίζει διαρκώς οπαδούς, καθώς οι «πληγές» μιας διαλυτικής θεσμικής και πολιτικής κρίσης πολλαπλασιάζονται (το προσφυγικό ανέδειξε όλες τις πληγές), η ηγέτιδα Γερμανία βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων. Η αίσθηση πάντως πως όσο ο άξονας των εξελίξεων μετατοπίζεται από την οικονομία στην πολιτική η «κραταιά» Γερμανία δεν μπορεί να παίξει έναν ενοποιητικό ηγεμονικό ρόλο, εντείνεται…
Μέχρι και τα τέλη του 2014 η ευρωπαϊκή κρίση ήταν κυρίως οικονομική. Από την αρχή του 2015 ο άξονας της κρίσης άρχισε να μετατοπίζεται από το οικονομικό, στο θεσμικό και πολιτικό επίπεδο. Στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016, το προσφυγικό κύμα ήταν ο παράγοντας που παρόξυνε τη θεσμική και πολιτική κρίση και ανέδειξε το στρατηγικό αδιέξοδο και την έλλειψη ηγεσίας. Όταν ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ως εκπρόσωπος της ηγέτιδας Γερμανίας, αναλαμβάνει ολόκληρη δημόσια «καμπάνια» ενάντια στον κεντρικό ευρωτραπεζίτη κ. Μάριο Ντράγκι για το γεγονός ότι επεκτείνει το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» και του αποδίδει την ευθύνη για τη θεαματική δημοσκοπική άνοδο του ξενοφοβικού AfD, είναι φανερό ότι τα προβλήματα της Ευρώπης μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στους καταναγκασμούς της εσωτερικής πολιτικής σκηνής. Οπότε, ποίαν άλλην χρείαν αποδείξεων για το τεράστιο έλλειμμα ευρωπαϊκής ηγεσίας χρειαζόμαστε;
Με αυτό το τελευταίο δεδομένο, η απάντηση στο ερώτημα που βάζει ο τίτλος αυτού του άρθρου είναι διπλή: η Ευρωπαϊκή Ένωση βαδίζει άμεσα στη «λύση» της Ευρώπης των πολλών «ταχυτήτων», μεταθέτοντας για το μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα το αγωνιώδες ερώτημα περί κατάρρευσης…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου