Οριστική λύση ή χρεοκοπία
Αυτό που έχει άμεσα ανάγκη η Ελλάδα είναι μία θαρραλέα αντιμετώπιση των
προβλημάτων της, με κάθε κόστος – ενώ είναι ανέντιμο και αναξιόπιστο...
να συνεχίσει να δανείζεται, όταν γνωρίζει πως δεν είναι σε θέση να επιστρέψει τα δανεικά
«Η Ελλάδα έχει πλέον το ηθικό έρεισμα να απαιτήσει τη διαγραφή μέρους του χρέους της, εναλλακτικά το πάγωμα του στο διηνεκές, αφού έχει υποβληθεί σε μία αιματηρή εγχείρηση που διήρκεσε έξι ολόκληρα χρόνια, χωρίς να διαμαρτυρηθεί κανένας – επειδή οι Έλληνες γνώριζαν τις δικές τους ευθύνες.
Η εγχείρηση όμως απέτυχε με ευθύνη των χειρουργών, ο ασθενής βρίσκεται σε κώμα, ενώ όλοι αναγνωρίζουν το δικαίωμα της Ελλάδας στη διαγραφή του χρέους – γεγονός που σημαίνει πως είναι υποχρεωμένοι οι δανειστές της να το καταλάβουν, καθώς επίσης η κυβέρνηση της να πάψει επιτέλους να εκβιάζεται, σκύβοντας διαρκώς το κεφάλι, εκλιπαρώντας και ζητιανεύοντας».
Ανάλυση
Υποθετικά κάποιος έχει ένα δάνειο 300.000 €, με επιτόκιο 2,3% και με διάρκεια εξόφλησης του ίση με τριάντα χρόνια. Επειδή όμως ο μισθός του έχει μειωθεί, δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος του – οπότε η τράπεζα του προτείνει την επιμήκυνση της αποπληρωμής στα 70 χρόνια, με επιτόκιο 1,5%, για να τον βοηθήσει. Πρόκειται αλήθεια για μία συμφέρουσα προσφορά της τράπεζας;
«Προφανώς», θα απαντούσε κανείς αμέσως, αφού η εξόφληση σε 70 χρόνια αντί σε 30 είναι πολύ πιο συμφέρουσα, ενώ το επιτόκιο επίσης. Εν τούτοις, ένας συνετός και έντιμος οφειλέτης, ο οποίος θα ήθελε να είναι αξιόπιστος τηρώντας επακριβώς τις υποχρεώσεις που θα αναλάμβανε, θα ήταν πιο προσεκτικός.
Ως εκ τούτου, θα εξέταζε αφενός μεν τα ανταλλάγματα που θα του ζητούνταν έναντι της συγκεκριμένης πρότασης, αφετέρου εάν θα μπορούσε να αποπληρώνει τις νέες δόσεις στο μέλλον – τόσο αυτός, όσο και τα παιδιά του, αφού ασφαλώς δεν θα ζούσε τόσα πολλά χρόνια. Ειδικότερα τα εξής:
(α) Όσον αφορά το πρώτο, εάν τα ανταλλάγματα ήταν δυσανάλογα υψηλά, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας με το PSI (ενυπόθηκος δανεισμός, αγγλικό δίκαιο, αδυναμία μετατροπής του χρέους σε δραχμές, πλήρης απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, εκποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, ύφεση κοκ.), τότε θα απέρριπτε την πρόταση – αφού δεν θα του έλυνε οριστικά το πρόβλημα, μεταθέτοντας το απλά στο μέλλον, με χειρότερες προϋποθέσεις.
(β) Όσον αφορά το δεύτερο, εάν προέβλεπε πως ο μισθός του θα μειωνόταν, ενώ ενδεχομένως θα έμενε άνεργος κάποια στιγμή, οπότε δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις χαμηλότερες δόσεις με το φθηνότερο επιτόκιο, λογικά δεν θα αναλάμβανε το ρίσκο να φανεί αναξιόπιστος ή/και ανέντιμός τόσο στην τράπεζα, όσο και στα παιδιά του.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, αφού όλα τα μέτρα (μνημόνια) θα ενέτειναν την ύφεση, με αποτέλεσμα να περιορίζονται συνεχώς τα έσοδα της, ενώ παράλληλα θα εξανεμιζόταν τόσο η δημόσια, όσο και η ιδιωτική περιουσία, πωλούμενη ή κατασχόμενη σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές, ο συνετός οφειλέτης θα απέρριπτε την πρόταση – αφού θα γνώριζε ότι, η κατάληξη θα ήταν η ίδια, η αδυναμία εξυπηρέτησης των δόσεων δηλαδή και άρα η τελική χρεοκοπία, όπου όμως θα είχε χάσει ενδιάμεσα όλα του τα περιουσιακά στοιχεία.
Ως εκ τούτου, ένας συνετός και έντιμος Έλληνας πρωθυπουργός, ο οποίος θα κατανοούσε επί πλέον πως τα παλαιά χρέη δεν εξοφλούνται ποτέ με νέα, καθώς επίσης ότι, κανένας δεν επενδύει σε μία χώρα με ιδιωτικό και δημόσιο χρέος άνω του 200% έκαστο, εκτός από ευκαιριακούς κερδοσκόπους, θα ήταν αναγκασμένος να απορρίψει την πρόταση της Γερμανίας περί «ελαφριάς» αναδιάρθρωσης του χρέους – παρά το ότι θεωρείται αναμφίβολα συμφέρουσα, σε σχέση με αυτά που ισχύουν σήμερα. Είναι δε σύμφωνα με το Spiegel η εξής:
«Εάν ο ESM επεκτείνει ένα ομόλογο που λήγει σε 10 χρόνια στα 30 χρόνια, η Ελλάδα θα εξοικονομήσει πολλά χρήματα. Για αυτό το ομόλογο μεγάλης διάρκειας ο ESM θα χρέωνε την ελληνική κυβέρνηση έως το 2045 με 1,5% επιτόκιο. Εάν η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να βρει αυτά τα χρήματα από τις αγορές, θα έπρεπε να πληρώσει 4 ή 5% ή και παραπάνω σε τόκους. Με το χρέος άνω των 300 δις €, κάθε ποσοστιαία μονάδα που θα μειωνόταν το μέσο επιτόκιο, θα εξοικονομούσε ετήσια 3 δις € – ποσόν που αντιστοιχεί σε 2% του ελληνικού ΑΕΠ».
Πώς να την απορρίψει όμως, όταν η Ελλάδα δεν έχει άλλη δυνατότητα χρηματοδότησης, ενώ κυριολεκτικά κρέμεται από μία αξιολόγηση που μόνο πολιτικά μπορεί να επιτευχθεί, έναντι ακόμη πιο δυσμενών παραχωρήσεων;
Από την άλλη πλευρά, πώς να επιμείνει στο μοναδικό τρόπο, στην ονομαστική διαγραφή τουλάχιστον του 50% του δημοσίου χρέους, μέσω του οποίου θα μπορούσε πράγματι να διασωθεί οριστικά η Ελλάδα; Ειδικά όταν η βασική δικαιολογία της άρνησης της Γερμανίας, των υπολοίπων επίσης, είναι η αδυναμία της να περάσει μία τέτοια διαγραφή από το Κοινοβούλιο της;
Το πάγωμα μέρους των δημοσίων χρεών
Ουσιαστικά η λύση του δίνεται από το ίδιο δημοσίευμα του παραπάνω γερμανικού περιοδικού, σύμφωνα με το οπαίο (πηγή) τα εξής:
«Tο μειονέκτημα αυτής της διαδικασίας είναι το ότι, η Ελλάδα θα παρέμενε εξαρτημένη από τον ESM για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Εν τούτοις, για το Βερολίνο υπερτερούν τα πλεονεκτήματα, αφού δεν κοστίζει τίποτε, σύμφωνα με τους συνεργάτες του κ. Σόιμπλε – οι οποίοι επισημαίνουν ότι, για ένα τέτοιο μέτρο η κυβέρνηση δεν θα χρειαζόταν έγκριση του Κοινοβουλίου, επειδή δεν θα αφορούσε πρόγραμμα βοήθειας, αλλά μία απλή οικονομική διαχείριση του ESM. Επί πλέον, θα μπορούσε να συνεισφέρει η ΕΚΤ, η οποία διαθέτει πολλά ελληνικά ομόλογα – τα οποία είχε αγοράσει στην έναρξη της κρίσης χρέους, σημαντικά κάτω από την ονομαστική τους αξία.
Τόσο η ΕΚΤ δε, όσο και οι κεντρικές τράπεζες, είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τα κέρδη – οπότε να δοθούν όλα στην Ελλάδα. Αυτό είχε ήδη συμφωνηθεί, αλλά ανακλήθηκε, όταν ο πρωθυπουργός, καθώς επίσης ο πρώην υπουργός οικονομικών του, μετά την πρώτη εκλογική νίκη, θεωρούσαν ότι δεν δεσμεύονται από καμία συμφωνία. Από την πλευρά των δανειστών λέγεται τώρα πως θα μπορούσε να αλλάξει, απέναντι σε μια ελληνική κυβέρνηση που θα σέβεται τα συμφωνηθέντα».
Με άλλα λόγια, εάν οι δανειστές συμφωνούσαν στο πάγωμα τουλάχιστον του 50% των χρεών της Ελλάδας στο διηνεκές, μέσω της ΕΚΤ (ανάλυση) ή/και του ESM, τότε, με κριτήριο τα παραπάνω, δεν θα χρειαζόταν καμία έγκριση των εκάστοτε Κοινοβουλίων – αφού θα επρόκειτο για μία απλή οικονομική διαχείριση.
Πόσο μάλλον όταν η ΕΚΤ φαίνεται διατεθειμένη να προβεί στο μονεταρισμό μέρους των χρεών ολόκληρης της Ευρωζώνης (άρθρο), παγώνοντας περί τα 5 τρις € – αφού διαφορετικά δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα της υπερχρέωσης, το οποίο εμποδίζει την ανάπτυξη.
Εκτός αυτού, δεν βλέπουμε καμία μεγάλη διαφορά στο να εξαρτάται η Ελλάδα από τον ESM, πόσο μάλλον από την ΕΚΤ, αντί από τις αγορές – αφού οι τελευταίες απαιτούν ανάλογες πολιτικές, εκβιάζοντας μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού τα κράτη.
Περαιτέρω η Ιαπωνία, το δημόσιο χρέος της οποίας πλησιάζει το 250% του ΑΕΠ της, προγραμματίζει μία ανάλογη λύση, η οποία δεν φαίνεται πως θα της δημιουργήσει προβλήματα – πόσο μάλλον όσον αφορά την Ελλάδα, τα μεγέθη της οποίας είναι σχεδόν μηδενικά, συγκριτικά με τον όγκο της Ευρωζώνης ή με το χρέος της Ιαπωνίας (12 τρις $!). Η λύση αυτή είναι η εξής:
«Εάν υποθέσουμε πως η κεντρική τράπεζα σβήνει, διαγράφει ή παγώνει επ’ αόριστον τα χρέη του δημοσίου απέναντι της (ομόλογα), τότε εύλογα αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να συμβεί – χωρίς να υπάρχει μία εμπειρική, σίγουρη απάντηση.
Για παράδειγμα, εάν η κεντρική τράπεζα διέγραφε το 50% των χρεών του δημοσίου, θα συνέβαινε τότε κάτι διαφορετικό, από αυτό που συμβαίνει σήμερα; Μάλλον όχι, αφού τόσο το δημόσιο, όσο και η κεντρική τράπεζα θα συνέχιζαν να ενεργούν με τον ίδιο τρόπο – ενώ τα χρηματοδοτούμενα από το κράτος προγράμματα ανάπτυξης και κοινωνικών παροχών θα ήταν πιο γενναιόδωρα, αφού το χρέος θα ήταν χαμηλότερο.
Φυσικά κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι το γεν θα υποτιμούταν – επειδή, λόγω της διαγραφής, η Ιαπωνία θα γινόταν μία πιο ελκυστική χώρα για τις ξένες επενδύσεις, καθώς επίσης για την τοποθέτηση κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, είναι πιθανόν να επαληθευόταν οι ισχυρισμοί του βρετανού οικονομολόγου A. Turner, σύμφωνα με τον οποίο δεν θα συνέβαινε απολύτως τίποτα μετά από μία τέτοια διαγραφή. Τα χρέη θα εξαφανίζονταν, κανένας δεν θα υπέφερε, ενώ δεν θα προκαλούταν μεγάλος πληθωρισμός»
Συμπερασματικά λοιπόν, το πάγωμα μέρους των χρεών της Ελλάδας δεν θα επιβάρυνε κανέναν Πολίτη της Ευρωζώνης – ενώ, αντίθετα, η συνέχιση του δανεισμού της στο διηνεκές, όπου συνάπτονται συνεχώς νέα δάνεια για την πληρωμή των παλαιοτέρων, επιβαρύνει τους πάντες τόσο υλικά, όσο και ψυχικά, χωρίς να προσφέρει απολύτως τίποτα σε κανέναν.
Φυσικά έναντι αυτής της λύσης η Ελλάδα θα έπρεπε να τηρεί τα συμφωνηθέντα – σε καμία περίπτωση δε πρώτα να υπογράφει μνημόνια και μετά να διαπραγματεύεται τους όρους τους. Αυτό σημαίνει ότι, δεν πρέπει να υπογράψει κανενός άλλου είδους μέτρα που προκαλούν ύφεση, ενώ στραγγαλίζουν την επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού τομέα – αφού χωρίς ανάπτυξη, δεν πρόκειται να λυθεί κανένα από τα προβλήματα της.
Εκτός αυτού, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προωθήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζεται πραγματικά η χώρα – όπως είναι η καταπολέμηση της διαφθοράς, της διαπλοκής, της φοροδιαφυγής, του πελατειακού κράτους και της γραφειοκρατίας, η φορολογική σταθερότητα και ανταγωνιστικότητα, η εξυγίανση του μηχανισμού του δημοσίου και των Θεσμών, η σωστή λειτουργία του Κράτους Δικαίου κοκ. Διαφορετικά, ακόμη και αν της χαριζόταν ολόκληρο το χρέος, δεν θα κατάφερνε απολύτως τίποτα – όπως έχει τεκμηριωθεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Εάν τώρα δεν της εγκριθεί ούτε αυτή η λύση, πολύ περισσότερο εάν συνεχιστούν οι εκβιασμοί και οι απαιτήσεις για υιοθέτηση νέων μέτρων που προκαλούν ύφεση, τότε δεν έχει άλλη λύση από τη στάση πληρωμών – η οποία ποτέ δεν είναι επιλογή αλλά μία αναγκαιότητα που δεν πρέπει να φοβηθεί καθόλου η κυβέρνηση. Επίσης, να μην τη συνδέσει με την έξοδο από την Ευρωζώνη – η οποία δεν είναι καθόλου συνώνυμη με τη στάση πληρωμών (ανάλυση).
Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη άλλωστε είναι αμετάκλητη, με την έννοια πως κανένας δεν μπορεί να μας διώξει για κανένα λόγο, αλλά ούτε και εμείς έχουμε τη δυνατότητα να αποχωρήσουμε εκούσια – εκτός εάν προηγηθεί η έξοδος από την ΕΕ, η οποία είναι φυσικά μία πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία που δεν μπορεί να συμβεί από το σήμερα στο αύριο.
Επίλογος
Αυτό που έχει άμεσα ανάγκη η Ελλάδα είναι μία οριστική λύση των προβλημάτων της, με κάθε κόστος (άρθρο) – ενώ είναι ανέντιμο και αναξιόπιστο να συνεχίσει να δανείζεται, όταν γνωρίζει πως δεν είναι σε θέση να επιστρέψει τα δανεικά. Από την πλευρά τώρα των δανειστών είναι ανέντιμοι οι εκβιασμοί για την υιοθέτηση συνεχώς νέων μέτρων, τα οποία καταστρέφουν σταδιακά την οικονομία μας – ενώ η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να σταματήσει να εκβιάζεται, ακόμη και αν πρέπει να παραιτηθεί για να το αποφύγει.
Ελπίζουμε φυσικά πως δεν έχει την κρυφή πρόθεση της επιστροφής στη δραχμή μέσω της παραπλάνησης των Ελλήνων (άρθρο) – τονίζοντας πως δεν πρέπει καθόλου να υποκύψει στους εκβιασμούς των δανειστών, όσον αφορά το σταμάτημα της στήριξης των τραπεζών, οι οποίες έχουν πλέον αφελληνισθεί. Αφενός μεν θα ήταν παράνομο κάτι τέτοιο (ανάλυση), αφετέρου υπάρχουν λύσεις – οι οποίες δεν είναι βέβαια ιδανικές, αλλά όλοι οι πόλεμοι συνδέονται με απώλειες που δεν πρέπει κανείς να φοβάται.
Μπορούμε πάντως και πρέπει να κερδίσουμε τον πόλεμο, για τον οποίοι είμαστε ασφαλώς συνυπεύθυνοι, έχοντας κάνει τρομακτικά λάθη στο παρελθόν. Αρκεί να μη χαθεί η κοινωνική συνοχή, να σταματήσει η διχόνοια, καθώς επίσης να κατανοήσουμε πως η έννοια «πατρίδα» έχει κόστος – το οποίο δεν αποφεύγεται σχεδόν ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος που μας απομένει είναι πιθανότατα πολύ μικρός – έως το βρετανικό δημοψήφισμα, καθώς επίσης έως τη λήξη των ομολόγων της ΕΚΤ τον Ιούλιο, ενώ τα ταμεία της χώρας είναι μάλλον άδεια, όπως ακριβώς συνέβαινε την ίδια εποχή το 2015.
Ολοκληρώνοντας, δεν φτάνει μόνο το πάγωμα μέρους του χρέους, καθώς επίσης η υιοθέτηση των πραγματικών μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα – αφού το πρόβλημα της Ευρωζώνης, ειδικά όσον αφορά την έλλειψη του εξισορροπητικού μηχανισμού των νομισματικών ισοτιμιών για την αποκατάσταση των ανταγωνιστικών διαφορών (άρθρο), θα της δημιουργούσε ξανά δυσκολίες (όπως επίσης στην Ιταλία, στη Γαλλία κοκ.). Επομένως, συνεχίζει να απαιτείται είτε η πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, είτε η επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία – μία απόφαση που δεν πρέπει να καθυστερήσει άλλο, ενώ το ΔΝΤ προφανώς πρέπει να απομακρυνθεί από την ήπειρο μας.
Πηγή
«Η Ελλάδα έχει πλέον το ηθικό έρεισμα να απαιτήσει τη διαγραφή μέρους του χρέους της, εναλλακτικά το πάγωμα του στο διηνεκές, αφού έχει υποβληθεί σε μία αιματηρή εγχείρηση που διήρκεσε έξι ολόκληρα χρόνια, χωρίς να διαμαρτυρηθεί κανένας – επειδή οι Έλληνες γνώριζαν τις δικές τους ευθύνες.
Η εγχείρηση όμως απέτυχε με ευθύνη των χειρουργών, ο ασθενής βρίσκεται σε κώμα, ενώ όλοι αναγνωρίζουν το δικαίωμα της Ελλάδας στη διαγραφή του χρέους – γεγονός που σημαίνει πως είναι υποχρεωμένοι οι δανειστές της να το καταλάβουν, καθώς επίσης η κυβέρνηση της να πάψει επιτέλους να εκβιάζεται, σκύβοντας διαρκώς το κεφάλι, εκλιπαρώντας και ζητιανεύοντας».
Ανάλυση
Υποθετικά κάποιος έχει ένα δάνειο 300.000 €, με επιτόκιο 2,3% και με διάρκεια εξόφλησης του ίση με τριάντα χρόνια. Επειδή όμως ο μισθός του έχει μειωθεί, δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος του – οπότε η τράπεζα του προτείνει την επιμήκυνση της αποπληρωμής στα 70 χρόνια, με επιτόκιο 1,5%, για να τον βοηθήσει. Πρόκειται αλήθεια για μία συμφέρουσα προσφορά της τράπεζας;
«Προφανώς», θα απαντούσε κανείς αμέσως, αφού η εξόφληση σε 70 χρόνια αντί σε 30 είναι πολύ πιο συμφέρουσα, ενώ το επιτόκιο επίσης. Εν τούτοις, ένας συνετός και έντιμος οφειλέτης, ο οποίος θα ήθελε να είναι αξιόπιστος τηρώντας επακριβώς τις υποχρεώσεις που θα αναλάμβανε, θα ήταν πιο προσεκτικός.
Ως εκ τούτου, θα εξέταζε αφενός μεν τα ανταλλάγματα που θα του ζητούνταν έναντι της συγκεκριμένης πρότασης, αφετέρου εάν θα μπορούσε να αποπληρώνει τις νέες δόσεις στο μέλλον – τόσο αυτός, όσο και τα παιδιά του, αφού ασφαλώς δεν θα ζούσε τόσα πολλά χρόνια. Ειδικότερα τα εξής:
(α) Όσον αφορά το πρώτο, εάν τα ανταλλάγματα ήταν δυσανάλογα υψηλά, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας με το PSI (ενυπόθηκος δανεισμός, αγγλικό δίκαιο, αδυναμία μετατροπής του χρέους σε δραχμές, πλήρης απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, εκποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, ύφεση κοκ.), τότε θα απέρριπτε την πρόταση – αφού δεν θα του έλυνε οριστικά το πρόβλημα, μεταθέτοντας το απλά στο μέλλον, με χειρότερες προϋποθέσεις.
(β) Όσον αφορά το δεύτερο, εάν προέβλεπε πως ο μισθός του θα μειωνόταν, ενώ ενδεχομένως θα έμενε άνεργος κάποια στιγμή, οπότε δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις χαμηλότερες δόσεις με το φθηνότερο επιτόκιο, λογικά δεν θα αναλάμβανε το ρίσκο να φανεί αναξιόπιστος ή/και ανέντιμός τόσο στην τράπεζα, όσο και στα παιδιά του.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, αφού όλα τα μέτρα (μνημόνια) θα ενέτειναν την ύφεση, με αποτέλεσμα να περιορίζονται συνεχώς τα έσοδα της, ενώ παράλληλα θα εξανεμιζόταν τόσο η δημόσια, όσο και η ιδιωτική περιουσία, πωλούμενη ή κατασχόμενη σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές, ο συνετός οφειλέτης θα απέρριπτε την πρόταση – αφού θα γνώριζε ότι, η κατάληξη θα ήταν η ίδια, η αδυναμία εξυπηρέτησης των δόσεων δηλαδή και άρα η τελική χρεοκοπία, όπου όμως θα είχε χάσει ενδιάμεσα όλα του τα περιουσιακά στοιχεία.
Ως εκ τούτου, ένας συνετός και έντιμος Έλληνας πρωθυπουργός, ο οποίος θα κατανοούσε επί πλέον πως τα παλαιά χρέη δεν εξοφλούνται ποτέ με νέα, καθώς επίσης ότι, κανένας δεν επενδύει σε μία χώρα με ιδιωτικό και δημόσιο χρέος άνω του 200% έκαστο, εκτός από ευκαιριακούς κερδοσκόπους, θα ήταν αναγκασμένος να απορρίψει την πρόταση της Γερμανίας περί «ελαφριάς» αναδιάρθρωσης του χρέους – παρά το ότι θεωρείται αναμφίβολα συμφέρουσα, σε σχέση με αυτά που ισχύουν σήμερα. Είναι δε σύμφωνα με το Spiegel η εξής:
«Εάν ο ESM επεκτείνει ένα ομόλογο που λήγει σε 10 χρόνια στα 30 χρόνια, η Ελλάδα θα εξοικονομήσει πολλά χρήματα. Για αυτό το ομόλογο μεγάλης διάρκειας ο ESM θα χρέωνε την ελληνική κυβέρνηση έως το 2045 με 1,5% επιτόκιο. Εάν η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να βρει αυτά τα χρήματα από τις αγορές, θα έπρεπε να πληρώσει 4 ή 5% ή και παραπάνω σε τόκους. Με το χρέος άνω των 300 δις €, κάθε ποσοστιαία μονάδα που θα μειωνόταν το μέσο επιτόκιο, θα εξοικονομούσε ετήσια 3 δις € – ποσόν που αντιστοιχεί σε 2% του ελληνικού ΑΕΠ».
Πώς να την απορρίψει όμως, όταν η Ελλάδα δεν έχει άλλη δυνατότητα χρηματοδότησης, ενώ κυριολεκτικά κρέμεται από μία αξιολόγηση που μόνο πολιτικά μπορεί να επιτευχθεί, έναντι ακόμη πιο δυσμενών παραχωρήσεων;
Από την άλλη πλευρά, πώς να επιμείνει στο μοναδικό τρόπο, στην ονομαστική διαγραφή τουλάχιστον του 50% του δημοσίου χρέους, μέσω του οποίου θα μπορούσε πράγματι να διασωθεί οριστικά η Ελλάδα; Ειδικά όταν η βασική δικαιολογία της άρνησης της Γερμανίας, των υπολοίπων επίσης, είναι η αδυναμία της να περάσει μία τέτοια διαγραφή από το Κοινοβούλιο της;
Το πάγωμα μέρους των δημοσίων χρεών
Ουσιαστικά η λύση του δίνεται από το ίδιο δημοσίευμα του παραπάνω γερμανικού περιοδικού, σύμφωνα με το οπαίο (πηγή) τα εξής:
«Tο μειονέκτημα αυτής της διαδικασίας είναι το ότι, η Ελλάδα θα παρέμενε εξαρτημένη από τον ESM για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Εν τούτοις, για το Βερολίνο υπερτερούν τα πλεονεκτήματα, αφού δεν κοστίζει τίποτε, σύμφωνα με τους συνεργάτες του κ. Σόιμπλε – οι οποίοι επισημαίνουν ότι, για ένα τέτοιο μέτρο η κυβέρνηση δεν θα χρειαζόταν έγκριση του Κοινοβουλίου, επειδή δεν θα αφορούσε πρόγραμμα βοήθειας, αλλά μία απλή οικονομική διαχείριση του ESM. Επί πλέον, θα μπορούσε να συνεισφέρει η ΕΚΤ, η οποία διαθέτει πολλά ελληνικά ομόλογα – τα οποία είχε αγοράσει στην έναρξη της κρίσης χρέους, σημαντικά κάτω από την ονομαστική τους αξία.
Τόσο η ΕΚΤ δε, όσο και οι κεντρικές τράπεζες, είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τα κέρδη – οπότε να δοθούν όλα στην Ελλάδα. Αυτό είχε ήδη συμφωνηθεί, αλλά ανακλήθηκε, όταν ο πρωθυπουργός, καθώς επίσης ο πρώην υπουργός οικονομικών του, μετά την πρώτη εκλογική νίκη, θεωρούσαν ότι δεν δεσμεύονται από καμία συμφωνία. Από την πλευρά των δανειστών λέγεται τώρα πως θα μπορούσε να αλλάξει, απέναντι σε μια ελληνική κυβέρνηση που θα σέβεται τα συμφωνηθέντα».
Με άλλα λόγια, εάν οι δανειστές συμφωνούσαν στο πάγωμα τουλάχιστον του 50% των χρεών της Ελλάδας στο διηνεκές, μέσω της ΕΚΤ (ανάλυση) ή/και του ESM, τότε, με κριτήριο τα παραπάνω, δεν θα χρειαζόταν καμία έγκριση των εκάστοτε Κοινοβουλίων – αφού θα επρόκειτο για μία απλή οικονομική διαχείριση.
Πόσο μάλλον όταν η ΕΚΤ φαίνεται διατεθειμένη να προβεί στο μονεταρισμό μέρους των χρεών ολόκληρης της Ευρωζώνης (άρθρο), παγώνοντας περί τα 5 τρις € – αφού διαφορετικά δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα της υπερχρέωσης, το οποίο εμποδίζει την ανάπτυξη.
Εκτός αυτού, δεν βλέπουμε καμία μεγάλη διαφορά στο να εξαρτάται η Ελλάδα από τον ESM, πόσο μάλλον από την ΕΚΤ, αντί από τις αγορές – αφού οι τελευταίες απαιτούν ανάλογες πολιτικές, εκβιάζοντας μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού τα κράτη.
Περαιτέρω η Ιαπωνία, το δημόσιο χρέος της οποίας πλησιάζει το 250% του ΑΕΠ της, προγραμματίζει μία ανάλογη λύση, η οποία δεν φαίνεται πως θα της δημιουργήσει προβλήματα – πόσο μάλλον όσον αφορά την Ελλάδα, τα μεγέθη της οποίας είναι σχεδόν μηδενικά, συγκριτικά με τον όγκο της Ευρωζώνης ή με το χρέος της Ιαπωνίας (12 τρις $!). Η λύση αυτή είναι η εξής:
«Εάν υποθέσουμε πως η κεντρική τράπεζα σβήνει, διαγράφει ή παγώνει επ’ αόριστον τα χρέη του δημοσίου απέναντι της (ομόλογα), τότε εύλογα αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να συμβεί – χωρίς να υπάρχει μία εμπειρική, σίγουρη απάντηση.
Για παράδειγμα, εάν η κεντρική τράπεζα διέγραφε το 50% των χρεών του δημοσίου, θα συνέβαινε τότε κάτι διαφορετικό, από αυτό που συμβαίνει σήμερα; Μάλλον όχι, αφού τόσο το δημόσιο, όσο και η κεντρική τράπεζα θα συνέχιζαν να ενεργούν με τον ίδιο τρόπο – ενώ τα χρηματοδοτούμενα από το κράτος προγράμματα ανάπτυξης και κοινωνικών παροχών θα ήταν πιο γενναιόδωρα, αφού το χρέος θα ήταν χαμηλότερο.
Φυσικά κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι το γεν θα υποτιμούταν – επειδή, λόγω της διαγραφής, η Ιαπωνία θα γινόταν μία πιο ελκυστική χώρα για τις ξένες επενδύσεις, καθώς επίσης για την τοποθέτηση κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, είναι πιθανόν να επαληθευόταν οι ισχυρισμοί του βρετανού οικονομολόγου A. Turner, σύμφωνα με τον οποίο δεν θα συνέβαινε απολύτως τίποτα μετά από μία τέτοια διαγραφή. Τα χρέη θα εξαφανίζονταν, κανένας δεν θα υπέφερε, ενώ δεν θα προκαλούταν μεγάλος πληθωρισμός»
Συμπερασματικά λοιπόν, το πάγωμα μέρους των χρεών της Ελλάδας δεν θα επιβάρυνε κανέναν Πολίτη της Ευρωζώνης – ενώ, αντίθετα, η συνέχιση του δανεισμού της στο διηνεκές, όπου συνάπτονται συνεχώς νέα δάνεια για την πληρωμή των παλαιοτέρων, επιβαρύνει τους πάντες τόσο υλικά, όσο και ψυχικά, χωρίς να προσφέρει απολύτως τίποτα σε κανέναν.
Φυσικά έναντι αυτής της λύσης η Ελλάδα θα έπρεπε να τηρεί τα συμφωνηθέντα – σε καμία περίπτωση δε πρώτα να υπογράφει μνημόνια και μετά να διαπραγματεύεται τους όρους τους. Αυτό σημαίνει ότι, δεν πρέπει να υπογράψει κανενός άλλου είδους μέτρα που προκαλούν ύφεση, ενώ στραγγαλίζουν την επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού τομέα – αφού χωρίς ανάπτυξη, δεν πρόκειται να λυθεί κανένα από τα προβλήματα της.
Εκτός αυτού, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προωθήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζεται πραγματικά η χώρα – όπως είναι η καταπολέμηση της διαφθοράς, της διαπλοκής, της φοροδιαφυγής, του πελατειακού κράτους και της γραφειοκρατίας, η φορολογική σταθερότητα και ανταγωνιστικότητα, η εξυγίανση του μηχανισμού του δημοσίου και των Θεσμών, η σωστή λειτουργία του Κράτους Δικαίου κοκ. Διαφορετικά, ακόμη και αν της χαριζόταν ολόκληρο το χρέος, δεν θα κατάφερνε απολύτως τίποτα – όπως έχει τεκμηριωθεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Εάν τώρα δεν της εγκριθεί ούτε αυτή η λύση, πολύ περισσότερο εάν συνεχιστούν οι εκβιασμοί και οι απαιτήσεις για υιοθέτηση νέων μέτρων που προκαλούν ύφεση, τότε δεν έχει άλλη λύση από τη στάση πληρωμών – η οποία ποτέ δεν είναι επιλογή αλλά μία αναγκαιότητα που δεν πρέπει να φοβηθεί καθόλου η κυβέρνηση. Επίσης, να μην τη συνδέσει με την έξοδο από την Ευρωζώνη – η οποία δεν είναι καθόλου συνώνυμη με τη στάση πληρωμών (ανάλυση).
Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη άλλωστε είναι αμετάκλητη, με την έννοια πως κανένας δεν μπορεί να μας διώξει για κανένα λόγο, αλλά ούτε και εμείς έχουμε τη δυνατότητα να αποχωρήσουμε εκούσια – εκτός εάν προηγηθεί η έξοδος από την ΕΕ, η οποία είναι φυσικά μία πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία που δεν μπορεί να συμβεί από το σήμερα στο αύριο.
Επίλογος
Αυτό που έχει άμεσα ανάγκη η Ελλάδα είναι μία οριστική λύση των προβλημάτων της, με κάθε κόστος (άρθρο) – ενώ είναι ανέντιμο και αναξιόπιστο να συνεχίσει να δανείζεται, όταν γνωρίζει πως δεν είναι σε θέση να επιστρέψει τα δανεικά. Από την πλευρά τώρα των δανειστών είναι ανέντιμοι οι εκβιασμοί για την υιοθέτηση συνεχώς νέων μέτρων, τα οποία καταστρέφουν σταδιακά την οικονομία μας – ενώ η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να σταματήσει να εκβιάζεται, ακόμη και αν πρέπει να παραιτηθεί για να το αποφύγει.
Ελπίζουμε φυσικά πως δεν έχει την κρυφή πρόθεση της επιστροφής στη δραχμή μέσω της παραπλάνησης των Ελλήνων (άρθρο) – τονίζοντας πως δεν πρέπει καθόλου να υποκύψει στους εκβιασμούς των δανειστών, όσον αφορά το σταμάτημα της στήριξης των τραπεζών, οι οποίες έχουν πλέον αφελληνισθεί. Αφενός μεν θα ήταν παράνομο κάτι τέτοιο (ανάλυση), αφετέρου υπάρχουν λύσεις – οι οποίες δεν είναι βέβαια ιδανικές, αλλά όλοι οι πόλεμοι συνδέονται με απώλειες που δεν πρέπει κανείς να φοβάται.
Μπορούμε πάντως και πρέπει να κερδίσουμε τον πόλεμο, για τον οποίοι είμαστε ασφαλώς συνυπεύθυνοι, έχοντας κάνει τρομακτικά λάθη στο παρελθόν. Αρκεί να μη χαθεί η κοινωνική συνοχή, να σταματήσει η διχόνοια, καθώς επίσης να κατανοήσουμε πως η έννοια «πατρίδα» έχει κόστος – το οποίο δεν αποφεύγεται σχεδόν ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος που μας απομένει είναι πιθανότατα πολύ μικρός – έως το βρετανικό δημοψήφισμα, καθώς επίσης έως τη λήξη των ομολόγων της ΕΚΤ τον Ιούλιο, ενώ τα ταμεία της χώρας είναι μάλλον άδεια, όπως ακριβώς συνέβαινε την ίδια εποχή το 2015.
Ολοκληρώνοντας, δεν φτάνει μόνο το πάγωμα μέρους του χρέους, καθώς επίσης η υιοθέτηση των πραγματικών μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα – αφού το πρόβλημα της Ευρωζώνης, ειδικά όσον αφορά την έλλειψη του εξισορροπητικού μηχανισμού των νομισματικών ισοτιμιών για την αποκατάσταση των ανταγωνιστικών διαφορών (άρθρο), θα της δημιουργούσε ξανά δυσκολίες (όπως επίσης στην Ιταλία, στη Γαλλία κοκ.). Επομένως, συνεχίζει να απαιτείται είτε η πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, είτε η επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία – μία απόφαση που δεν πρέπει να καθυστερήσει άλλο, ενώ το ΔΝΤ προφανώς πρέπει να απομακρυνθεί από την ήπειρο μας.
Πηγή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου