Μεγαλοβδομαδιάτικο

Του Αλέξανδρου Αρδαβάνη


-Καλησπέρα. Θα ήθελα να σας ευχηθώ καλό Πάσχα, γιατί δε θα σας ξαναδώ…

-Γιατί ρε φίλε;

-Με απέλυσαν…

Ο νεαρός σεκιουριτάς δείχνει χαμογελαστός. Ξέρω πως είναι από μέσα βουρκωμένος, μα δε θα το αφήσει να φανεί -«τι άντρας είσαι;»-… φαντάζομαι τον πατέρα του να τον επιτιμά δήθεν αυστηρά, κρύβοντας τον λυγμό που σκαρφαλώνει απειλητικά στο λαρύγγι. Ακολουθώ τον απολυμένο με τη φαντασία.

Περπατάει μηχανικά, στρίβει αριστερά, πάλι αριστερά. Μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από μια τετράγωνη πλατεία. Ξαφνικά, αντί για ξανά αριστερά, κάνει δεξιά -το ‘χουν οι άνθρωποι να μη μπορείς να τους προβλέψεις. Φτάνει ο νεαρός κάποια στιγμή σε μια ανθρώπινη αλυσίδα. Ακουμπάει την παλάμη με το δεξί χέρι σε πρόταση στον δεξί ώμο του τελευταίου στη σειρά. Στοιχίζεται και ακολουθεί.

Μπαίνει στη φάλαγγα των αιχμαλώτων της Αγοράς, των ταπεινωμένων. Είναι νέος, κάποτε ελπίζει πως θα αποσπαστεί από τη φάλαγγα, θα βγει από τη φυλακή• γιατί ολόγυρα τείχη ψηλά και φύλακες βλοσυροί στους πυργίσκους. Θα βγει για να εντοιχιστεί σε άλλη φυλακή.

Αφήνω τον νεαρό σεκιουριτά και προχωρώ στον διάδρομο. Φτάνω στο γκισέ των εξωτερικών ιατρείων. Έχει σουρουπώσει, παίζει ο θίασος των «απογευματινών». Ένας άλλος νεαρός στέκεται μπροστά στο ταμείο.

-Πόσο είναι;

-Πενήντα ευρώ

-Είσαι σίγουρος;

-Τόσο είναι.

Σιωπή, τα μάτια κοιτάζουν κάτω.

-Δεν έχω τόσα πάνω μου, άστο.

Ο «πελάτης» γυρίζει και περπατάει βαριά προς την έξοδο.

-Φίλε, στάσου! Μια άσπρη μπλούζα πλησιάζει τον νεαρό. Κάτι συζητούν. Τέλος ο νεαρός παίρνει ένα χαρτί: ένα ραντεβού στα πρωινά ιατρεία… για ένα σπυράκι, για μία σχάση δοθιήνα, έπρεπε να έρθει στα απογευματινά ιατρεία!

-Τι δουλειά κάνεις;

-Δεν έχω τώρα δουλειά …είμαι μουσικός.

Ο νεαρός με τα μάτια κατακόκκινα, το προανάκρουσμα της πλημμύρας.

Κοιτάζω κατάματα την άσπρη μπλούζα. Μάτια θαμπά• η υγρασία κυλάει στα μέσα αυλάκια.

Κάποιες άλλες -ίσως οι πολλές- άσπρες μπλούζες: αποστηματοποιημένες εκδοχές του Κώου. Ντρέπομαι συλλογικά -αν και δεν έχει καμμιά αξία, καμμιά επίπτωση πουθενά και σε κανέναν. Γιατροί σφαγείς.

Στο μεταξύ, φτάνει το Πάσχα των Χριστιανών, κάθε Πάσχα-πέρασμα από τον χειμώνα στο καλοκαίρι. Μια αφορμή επέκτασης, γενίκευσης μάλλον της διαρκούς Σφαγής με προσχηματικά διαλείμματα• να ξεκουράζονται τα μπράτσα και οι καρποί από τον μπαλτά, να ξεπλυθούν τα χέρια από τα ξεραμένα αίματα, να συνεχίσει η Σφαγή πιο ξεκούραστα. …

«Τίνα χρείαν έχω του πλήθους των θυσιών σας; λέγει Κύριος• κεχορτασμένος είμαι από ολοκαυτωμάτων κριών και από πάχους των σιτευτών και δεν ευαρεστούμαι εις αίμα ταύρων ή αρνίων ή τράγων. Όταν έρχησθε να εμφανισθήτε ενώπιόν μου, τις εζήτησεν εκ των χειρών σας τούτο, να πατήτε τας αυλάς μου; Μη φέρετε πλέον, ματαίας προσφοράς το θυμίαμα είναι βδέλυγμα εις εμέ τας νεομηνίας και τα σάββατα, την συγκάλεσιν των συνάξεων, δεν δύναμαι να υποφέρω, ανομίαν και πανηγυρικήν σύναξιν. Τας νεομηνίας σας και τας διατεταγμένας εορτάς σας μισεί η ψυχή μου είναι φορτίον εις εμέ εβαρύνθην να υποφέρω. Και όταν εκτείνητε τας χείρας σας, θέλω κρύπτει τους οφθαλμούς μου από σας ναι, όταν πληθύνητε δεήσεις, δεν θέλω εισακούει αι χείρές σας είναι πλήρεις αιμάτων. Λούσθητε, καθαρίσθητε• αποβάλετε την κακίαν των πράξεών σας απ’ έμπροσθεν των οφθαλμών μου παύσατε πράττοντες το κακόν, μάθετε να πράττητε το καλόν• εκζητήσατε κρίσιν, κάμετε ευθύτητα εις τον δεδυναστευμένον, κρίνατε τον ορφανόν, προστατεύσατε την δίκην της χήρας».*

Το Πάσχα-πέρασμα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Αυτές τις αγέλες λύκων. Πάσχα ξανά και στον τόπο τούτον τον «ευλογημένο». Τώρα οι αμνοί πήραν ανθρώπινη μορφή, χέρια, πόδια, πρόσωπα της διπλανής πόρτας στην πολυκατοικία, μάτια κατακόκκινα πριν πλημμυρίσουν από τα νερά της ανημποριάς. Τα δάκρυα του ανθρώπου που σπρώχνεται χωρίς καμμιάν εξήγηση στην άκρη της γιορτής, κυλάει απόβλητος στα ρείθρα της κοινής ζωής.

Όμως, η ελπίδα αναδύεται, ιδού! Ο ευειδής πραίτωρ χαμογελά στο γυαλί, μοιράζοντας σοκολάτες και μπισκότα από τα «συσσωρευμένα πλεονάσματα». Οι πραιτωριανοί χειροκροτούν συγκινημένοι καθώς ο πραίτωρ φουσκώνει αηδής. Το μέσα του κακοφορμίζει.

Κι εγώ ξαπλώνω στην πολυθρόνα μου ανακουφισμένος.

*Ησαϊας, κεφ. 1, μετάφραση Νεοφύτου Βάμβα

(κείμενο γραμμένο πριν από δύο χρόνια. Είναι άραγε μπαγιάτικο; Θα γίνει κάποτε «περασμένη αφήγηση»; )

Ρ-Ρ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις