Για τη γιορτή του Νοέμβρη..

Μια πρώτη ιδέα για το σκοτεινό νόημα της λέξης «χούντα» τρύπωσε πρώτη φορά στο μυαλό μου εκείνο το ζεστό βράδυ του τελικού του Μουντιάλ της Αργεντινής, Αργεντινή - Ολλανδία. Μπροστά στη μαυρόασπρη «ΠΙΤΣΟΣ», μαζί με τον πατέρα μου, να βλέπω με ανοιχτό το στόμα τα εκατομμύρια μικρά χαρτάκια πού σκόρπιζαν τα πλήθη στο τερέν του Μονουμεντάλ.
Όταν ο Ολλανδός με το περίεργο όνομα Νανίνγκα μπήκε αλλαγή και ισοφάρισε λίγο πριν το τέλος με κείνη την καρφωτή κεφαλιά σε 1-1, ο πατέρας, εκ πεποιθήσεως αντιποδοσφαιρικός, σηκώθηκε και παρακολούθησε το παιχνίδι όρθιος μπροστά στην τηλεόραση, παροτρύνοντας τους Ολλανδούς να βάλουν «κι άλλο ένα στον κερατά τον Βιντέλα». Τον ρώτησα απορημένος γιατί «είναι με την Ολλανδία» και η απάντηση με μπέρδεψε χειρότερα. «Γιατί η Αργεντινή είναι χούντα». Θυμήθηκα και το θείο το Νίκο, που, πριν κάτι μέρες, έβριζε τη «χούντα» για έναν αγώνα πού' χε η Αργεντινή κερδίσει 6-0. Δεν έβγαζα νόημα.
«Γιατί ρε πατέρα;».

«Γιατί στην Αργεντινή έχουνε χούντα. Άμα νικήσουνε, η χούντα θα λέει ότι νίκησε, θα λέει ότι η νίκη είναι δική της. Και .δεν είπαμε; Χούντα είναι κάτι . είναι κάποιοι άνθρωποι που θέλουνε να κυνηγάνε τον κόσμο, να τον βασανίζουνε, να τον κλείνουνε φυλακή . είναι το πιο άσχημο πράμα που μπορεί να τύχει στην πατρίδα κάθε ανθρώπου. Σε όλο τον κόσμο».

Πάντα απείχε από τα ποδοσφαιρικά. Τώρα στεκότανε όρθιος μπροστά από την τηλεόραση, με μια γόπα «Δελφοί» στριμωγμένη στο στόμα και τα μάτια του γεμάτα ανησυχία. Είχα μόλις πάρει το πρώτο υπεραπλουστευμένο μάθημα πολιτικής ανάλυσης για τον ορισμό της κατάλυσης της δημοκρατίας. Αφού πρώτα ξεκαθάρισα μέσα μου εκείνο το βράδυ ότι εάν «νίκαγε» η Αργεντινή δεν θα γινόταν χούντα στην Ολλανδία, αρκετό καιρό, χρόνια μετά, συνέχισα ν΄αναρωτιέμαι διάφορα : Κάθε «χούντα» είναι όπως εκείνη της Αργεντινής ; Γιατί άραγε η «χούντα» κάνει αυτά τα άσχημα πράγματα στους ανθρώπους της πατρίδας της; Πώς γίνεται η χούντα της Αργεντινής να είναι τόσο κακή, αφού οι άνθρωποι, ο κόσμος της Αργεντινής, έδειχνε τόσο τρελλαμένος από χαρά στο γήπεδο, που εκείνο το βράδυ πήρανε και το Παγκόσμιο Κύπελλο ; Ποιοί είναι αυτοί που θέλουνε να «κάνουνε χούντα» σε μια χώρα; Σ' αυτό το τελευταίο, η αλήθεια είναι ότι είχα ήδη πάρει μια υποβλητική απάντηση από κείνο το βράδυ του τελικού. Μού 'δειξε ο πατέρας στο τέλος του αγώνα -με πολύ μεγάλη τσαντίλα- τους επισήμους που χειροκροτούσανε τους νικητές : Σχεδόν όλοι ντυμένοι στρατηγοί, τίγκα στα παράσημα, ορισμένοι φοράγανε σκούρα γυαλιά και μακριές καπαρντίνες και είχανε αυστηρά πρόσωπα με μουστάκια.

Οι σκυθρωπές εκείνες φάτσες με τα μουστάκια ήρθαν με τη μία στο μυαλό όταν στην έκτη Δημοτικού είδα στην τηλεόραση σε μια εκπομπή - αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο τον Παπαδόπουλο να κουνάει το δάχτυλο. Τότε έγινε και η πρώτη καραμπόλα που μ' έμπασε στο πνεύμα της γιορτής. Παραμονές του Πολυτεχνείου, ο δάσκαλός μας ο κύριος Αντρέας (συγχωρεμένος τώρα) ανέθεσε σε όλους τους «καλούς» μαθητές να απαγγείλουνε ποιήματα στη γιορτή που θα κάναμε ανήμερα. Ο διπλανός μου και καλύτερός μου φίλος ο (ας τον πούμε) Δημήτρης, είναι ο μοναδικός που αρνείται πεισματικά να πάρει ποίημα.

«Εμένα ο πατέρας μου μου είπε να μην πάρω ποίμα (ακριβώς έτσι) για τη γιορτή του Πολυτεχνείου», πετάει κατάμουτρα στον «κύριο» (δεν ξέρω αν λένε ακόμη έτσι τους δασκάλους στο Δημοτικό) ο Δημήτρης. Ο «κύριος» κοντοστέκεται, τον κοιτάει χωρίς να πει τίποτα και λέει άχρωμα και αινιγματικά : «Καλά παιδί μου, εσύ δεν χρειάζεται κιόλας να πάρεις, άμα δεν θέλει ο μπαμπάς σου».
«Όλα είναι ψέμματα», μου λέει συνωμοτικά στο διάλειμμα, με το κόκκινο βλαντί του ανάμεσα στα μάτια να εξανίσταται. «Ο πατέρας μου μου τα είπε όλα»
«Δηλαδή, ποιά όλα;»
«Ότι όλα αυτά για το Πολυτεχνείο είναι ψέμματα και απάτη, που τα λένε οι κουμμουνιστές. Θέλουνε να κάνουνε κρυφά ανταρσία και να κυριέψουνε την Ελλάδα». «Κι όλα αυτά που μας λέει ο κύριος, αυτά που δείχνει η τηλεόραση;». «Είναι ψέμματα, είναι απάτη σου λέω ! Εγώ ποίμα δεν παίρνω, κι ο πατέρας μου μου είπε να μην έρθω ούτε αύριο στη γιορτή».
Όπου πατέρας του, ένας ψαρομάλλης αντισυνταγματάρχης που ερχόταν στην Εκκλησία με τη στολή (όχι μόνο στις εθνικές επετείους, αλλά κάθε Κυριακή), είχε και αυτός παράσημα - ΄ντάξει, όχι όσα οι Αργεντίνοι στρατηγοί του τελικού- οδηγούσε ένα λευκό Φολκσβάγκεν Ζέτα, από αυτά που δεν κυκλοφορούσαν τότε στην Ελλάδα και με φώναζε όχι με τ' όνομά μου, αλλά «παιδί μου», όποτε πήγαινα στο σπίτι του Δημήτρη να παίξουμε.

«Δε χρειάζεται να μάθετε απ' έξω τα ποιήματά σας», είχε πει ο «κύριός» μας, προς μεγάλη μας ανακούφιση. «Θέλω να τα διαβάσετε προσεκτικά. Να έχετε στο νου σας όλα όσα είπαμε για το τί συνέβη εκείνες τις ημέρες, στο Πολυτεχνείο και στη γιορτή, να τα διαβάσετε δυνατά, καθαρά και όμορφα. Μέσα από τα φύλλα που σας έδωσα, αλλά όπως πρέπει». Μας μοίρασε κάτι κόλλες, κομμένες προσεκτικά από τετράδιο με σπιράλ. Το δικό μου «ποίμα» ξεκινούσε έτσι :
« Εδώ Πολυτεχνείο ! Εδώ Πολυτεχνείο ! Σας μιλούν τα ονόματα απ' το αρχείο .».


Παραμονή της γιορτής το βράδυ, ένα ντοκυμανταίρ - χρονικό της ΕΡΤ-2 έφερε την αποκάλυψη. Για πρώτη φορά προσέχω ότι το «Πολυτεχνείο» δεν είναι ένα κτίριο, αλλά «κάτι παιδιά» που διαμαρτύρονταν και κάποια άλλα που τα λιώνανε στο ξύλο χωροφύλακες. Και δεν πρέπει νά' ταν μόνο μια μέρα, ήταν καιρό μαζεμένα γύρω απ΄το κτίριο που όλοι ονόμαζαν Πολυτεχνείο και άλλες τόσες μέρες κλεισμένα μέσα, κι απ΄έξω στρατός, αστυνομία, τανκς. Μου μένουνε καρφωμένες στο μυαλό οι μαυρόασπρες θαμπές σκηνές με κορμιά να σέρνονται από τους γιακάδες, να φορτώνονται κλομπιές, ματωμένα πρόσωπα, μαλλιάδες να κρέμονται από κάγκελα και να προσπαθούνε σα να τρυπήσουνε τον ουρανό με κάτι τεράστια πανώ που γράφουνε με φαρδιά γράμματα «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ». Κοντράστ κάτι αστραπιαία, εφιαλτικά πλάνα με τις αγριόφατσες του Παπαδόπουλου και ενός άλλου μοχθηρού γλόμπου, που άλλοτε φορούσε κουστούμι, άλλοτε στολή, να φτύνουνε κάτι στριγγιά, αυταρχικά λόγια. Εκείνο που μου μάγκωσε την καρδιά ήταν ένα σημείο απ΄το ντοκυμανταίρ με «αυθεντικό ήχο» .
Το ποίημα που είχα να πώ την επομένη ήτανε μια έμμετρη περίληψη από τα λόγια που μια αναστατωμένη, βραχνή αλλά σφριγηλή, φωνή ακουγότανε στο ντοκυμανταίρ να μεταδίδει από το μικρόφωνο του ραδιοσταθμού των φοιτητών που ήτανε κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο.
Μια φωνή - σειρήνα, που ακουγότανε μέσα από το ξύσιμο και το φύσημα του ηχητικού ντοκουμέντου ολοένα και πιο έντονη, σαν κλάμα, σαν κάλεσμα σε μάχη και ικεσία μαζί, καθώς περνούσαν διαρκώς εικόνες, πότε με τα τανκς να σέρνονται σε σχηματισμό, πότε με τα παιδιά με τις υψωμένες γροθιές τους να εξέχουνε μέσα απ' τα κάγκελα σα λόγχες πολιορκημένων, έτοιμα για μάχη σώμα με σώμα, πότε με τις διμοιρίες από αστυνομία να πυκνώνουνε και τους περαστικούς να τρέχουνε σκυφτοί. Η φωνή αυτή ακούγεται ακόμη και την ώρα που το τανκ ετοιμάζεται να δώσει στην πύλη το τελικό χτύπημα. «Αδέλφια μας στρατιώτες ! Αδέλφια μας στρατιώτες ! .».

Την επομένη, στη σχολική γιορτή, χωρίς να μπορώ να βγάλω αυτή τη φωνή απ΄το μυαλό μου, διάβασα όσο πιο φωναχτά μπορούσα το «ποίμα» μου και κατέβηκα από το βάθρο πού' χε στηθεί στο κέντρο του προαυλίου αναψοκοκκινισμένος και με την καρδιά μου να βροντάει στ' αυτιά μου. Όλοι πιστέψανε ότι τά' χα φτύσει απ' το τρακ ή ότι πήγαινα να το παίξω και καλά ζορισμένος για να με χειροκροτήσουνε. Ανήμερα το απόγευμα, τα αφιερώματα συνεχίζονταν. Η τηλεόραση έδειξε τη μάνα του παιδιού που πάτησε το τανκ. Πρώτη - πρώτη, μαυροφορεμένη και υποβασταζόμενη, στριμωγμένη από κόσμο εμπρός στο μαρμάρινο μνημείο του γιου της, στο κεφάλι του γίγαντα, το ελαφρά γερμένο στο πλάι σ΄ έναν ήσυχο βλοσυρό ύπνο, με μαξιλάρι ένα βουνό από γαρύφαλλα τυλιγμένα σε ασημόχαρτο. Έκλαιγε. Μου φάνηκε τόσο νέα. Κάτι υπουργοί κάναν ενάμισυ βήμα μπροστά και καταθέσανε στεφάνια.

Οι εικόνες αυτές ξανάρχονταν μέσα απ΄την τηλεόραση κάθε χρόνο τέτοια μέρα (η τηλεόραση στα χρόνια του '80 έκανε δουλειά ίση με αρκετά κεφάλαια πρόσφατης ιστορίας, απ΄αυτά που ποτέ δεν βρίσκονταν στην ύλη, γιατί ήταν «πολύ πρόσφατα»):
το τανκ από τη μία, απειλητική νεκροφόρα μέσα στη θαμπή νύχτα και σε απόσταση αναπνοής, μια αόρατη θάλασσα από παιδιά σκαρφαλωμένη στα κάγκελα φωνάζουνε «κάτω η χούντα», περιμένοντας το μοιραίο, χωρίς τίποτ' άλλο να έχει γι' αυτά σημασία.
Το κεφάλι του γίγαντα. Η μάνα, όλο και λιγώτερο νέα. Οι υπουργοί κάθε φορά άλλοι και τα στεφάνια με τα γαρύφαλλα κάθε φορά ίδια. Κάθε Οκτώβριο βλέπαμε κι άλλα επετειακά ντοκυμανταίρ. Εκείνοι οι λιπόσαρκοι άνθρωποι με τα λεπτά μουστακάκια που τρέχανε πιο γρήγορα απ' το κανονικό κι αποχαιρετούσανε ντυμένοι με τις παράταινες χλαίνες και τα σταβοφορεμένα δίκωχα τα γυναικόπαιδα στους σταθμούς των τρένων προς την Αλβανία, είχανε έναν καλό λόγο να πάνε να πεθάνουνε. Το '40, «ερχόταν ο κατακτητής». Όσο για το '21, στο σχολείο μαθαίναμε το αυτονόητο. Η επανάσταση ήταν «ηρωική» και «αναγκαία». Εάν οι «πρόγονοί μας» δεν είχανε το θάρρος να ξεσηκωθούν, «θά' μασταν ακόμα Τουρκία». Τί ήταν όμως αυτό που έκανε τότε στο Πολυτεχνείο κείνα τα παιδιά με τα ακούρευτα μαλλιά και τις φαβορίτες (ήτανε - δεν ήτανε είκοσι χρονών) να ματώσουνε χωρίς δεύτερη σκέψη, να πετάξουνε στην πυρά τον εαυτό τους; Γιατί δεν μας το μαθαίναν άραγε ποτέ αυτό το γιατί; Και γιατί ο αντισυνταγματάρχης πατέρας του διπλανού μου έλεγε ότι όλα αυτά ήταν ψέμματα;  


Όλα αυτά τα ερωτηματικά απαντήθηκαν σταδιακά μέσα στα επόμενα χρόνια. Και όχι από συνειδητή «πολιτικοποίηση», ή διάβασμα (αυτό ήρθε αργότερα). Όποιος έφηβος της δεκαετίας του '80, πει ότι είχε «πολιτική συνείδηση», μάλλον επιλέγει να αυτοσυστήνεται με πρωθύστερα, μπορεί να μη θυμάται καλά ή, απλώς, να υπήρξε (από τότε) κομματόσκυλο.
Οι απαντήσεις δόθηκαν βιωματικά. Ακούγοντας τις σχολικές χορωδίες να λένε "Το Γελαστό Παιδί", ή τον "Δρόμο", κάθε χρόνο και πιο συνειδητά. Ζώντας τους ένα χρόνο μεγαλύτερους συμμαθητές να παίζουν Ντύλαν και «Άγγελο - Εξάγγελο» ανήμερα της σχολικής γιορτής στο Κλειστό Γυμναστήριο. Βλέποντας μια φιλόλογό μας (που λέγεται ότι ήταν «μέσα» στο Πολυτεχνείο εκείνες τις μέρες) να διαβάζει το χρονικό της ημέρας, να τρέμει και να μη σκουπίζει καν τα δάκρυά της. Παρακολουθώντας (όχι ακολουθώντας) πριν το '92 την προετοιμασία για τη συμμετοχή ενώσεων φοιτητών σε πορείες. Διαβάζοντας διάφορα περισσότερο ή και λιγώτερο ειλικρινή και χρήσιμα για την εποχή του '73. Συνομιλώντας με την ίδια τη φωνή του Πολυτεχνείου μετά την συγκλονιστική παράσταση «Ο Νηρέας Ο Βάρας», το '97.
Παρακολουθώντας τους εκπροσώπους της «γενιάς του Πολυτεχνείου» να κυβερνούν και να κάνουν τα πάντα για να ξεφτιλίσουν μνήμες, να συσκοτίσουν θυσίες, να εγκαταλείψουν παρακαταθήκες.
Διαπιστώνοντας ότι οι «φασίστες» δεν φοράνε πλέον στολή με παράσημα ή καπαρντίνα αλά Βιντέλα, αλλά είναι καμουφλαρισμένοι σε κουστουμάκι Αρμάνι ή σε μπλουζάκι με στάμπα «Ρόττινγκ Κράϊστ» και μοστράρουν τα αντισυστημικά τους τατουάζ.


Και σήμερα; Σήμερα που όλοι, λίγο - πολύ, ψάχνουμε μάταια τα ιδεολογικά εργαλεία για ν΄αντέξουμε, που οι επικοινωνιακές τεχνικές έχουν υποκαταστήσει την διαλεκτική; Δε βρίσκω άλλη σκέψη από το να κρατήσει ο καθένας όπως μπορεί τις μνήμες του για το Πολυτεχνείο ζωντανές. Ένα γαρύφαλλο παραπάνω  στο προσκεφάλι του γίγαντα είναι πάντα μια καλή αρχή.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου
http://www.rocktime.gr 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις