ΜΑΝΑ .....
Κοντά στα τριάντα ζευγάρια παντρεύτηκαν εκείνη τη νύχτα. Ένα κομμάτι γης θα έδενε ισόβια άγνωστες ψυχές. Ένας κλήρος στον αποστραγγισμένο βάλτο το δέλετρο. Ο αναδασμός κάρπισε μια «γενιά» αλλά δεν γέννησε κανένα συναίσθημα. Ο έρωτας διαφθάρηκε οριστικά από το συμφέρον. Όσοι και όσες επέμεναν να ονειρεύονται, εξορίστηκαν στα ράφια της γραφικότητας. Κάποιοι άλλοι στη Μακρόνησο.
Και επειδή δεν υπήρχε ο έρωτας για να οργώσει τις ψυχές και να σπείρει αγάπη, η βία κάλυψε το κενό. Βία παντού. Άγρια. Μεθυσμένη. Βία με όλα τα Β της Βαρβαρότητας. Το πρωί όργωναν τη γη, το βράδυ τη γυναίκα. Με κάθε τρόπο. Κι εκείνη αποκαμωμένη από την τρομερή κούραση της μέρας έκλεινε σφιχτά το στόμα της για να μην ακουστεί το φοβερό της ουρλιαχτό. Οδύνη χωρίς ηδονή. Οδύνη μόνο. Ξέσκισμα. Και σιωπή. Να μην ακουστεί ο πόνος. Να μην ακούσει ο Άλλος. Η κοινωνία. Η τιμή της οικογένειας πάνω απ’ όλα. Δηλαδή του αντρός.
Δεν άντεξε. Έφυγε. Χάθηκε μέσα στο πλήθος της μεγάλης πόλης. Άγνωστη μες στους αγνώστους, ανάσανε. Ξέφυγε από το βλέμμα της Μέδουσας. Ήταν ελεύθερη πια.
Έπιασε δουλειά.
Ερωτεύτηκε.
Και ξαναβρήκε νταβατζή.
Ο πόνος έγινε πιο βαθύς, διαρκής.
Γέννησε.
Τώρα πια δεν είχε άλλη οδό διαφυγής.
Ερωτεύτηκε το γιο της…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου