Βαδίζουμε Χωρίς φώτα πορείας ,
Βαδίζω με σπασμένο μισθό. Ο άλλος δεν σηκώνεται απ’ το κρεβάτι. Να
πάει πού; να δει τι; να πει τι; Στους σκουπιδοτενεκέδες περνάει πρώτα ο
αρουραίος. Υστερα ο αόρατος άνθρωπος που δεν τον βλέπει ο αεράτος
άνθρωπος - ο κυρ Φλαμπουράρης.
Η Ελλάδα
ένα αλερετούρ Αθηνών - Βρυξελλών. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας χαχανίζει η
ανοησία. Στην επαρχία, ερείπια από παλιές βιομηχανίες που έγιναν
πολιτιστικά κέντρα, έρημα πια και αυτά. Βιοτεχνίες που χάσκουν άδειες
τρύπες. Ερχεται η άνοιξη, φέρνει φάρμακα ηλιαχτίδες και φάρμακα
χελιδόνια. Στους αγρούς ξαναρχίζουν οι δουλειές, βαριά βαρύθυμα τρακτέρ,
η σόμπα στο καφενείο τυφλή, δεν γουστάρει ούτε τη ρακή, κοιτάει μέσα
της και καίει τα ξύλα της - σιωπή. Στον τοίχο, τηλεόραση δίχως ήχο.
Ομιλούσες κεφαλές, στόματα που ανοιγοκλείνουν.
Βαδίζω με σπασμένο μισθό. Στον βυθό. Ο άλλος πληρώνεται με κουπόνια για φαγητό, ο άλλος δεν προσλαμβάνεται, διαθέτει ακόμα «εργασιακή μνήμη» - δεν μας κάνει. Να λοβοτομηθεί. Στους δρόμους τα μαγαζιά. Παράξενοι δρόμοι, με ένα στα τρία, ένα στα τέσσερα καταστήματα κλειστά - μαύρες τρύπες σαν πόρτες προς το πουθενά, μυρίζουν πια μούχλα. Και νεκρίλα. Σκισμένα βρώμικα χοντρόχαρτα στις εισόδους, κατάφρακτες κι αυτές από κατεβασμένα ρολά. «Εμαθα να διαχειρίζομαι τη φτώχεια μου» λέει το ένα τσιγάρο στο άλλο - οι καύτρες τους κρέμονται από τα στόματα που μιλούν πικρά, σαρκάζουν και καγχάζουν. Οι σοφότεροι δεν προσπαθούν να παρηγορήσουν κανέναν.
Βαδίζουμε με σπασμένους μισθούς . Ενας-ένας πέφτουμε. Πέντε πέφτουν, δυο σηκώνονται. Ανάμεσα στους πεσμένους γυροφέρνουν αγγελιοφόροι, μας λένε τα νέα για τις ζωές μας, σήμερα ο Σόιμπλε είναι πιο ευμενής από χθες, παρακάτω έπεσε ένας ακόμα. Βαδίζουμε μέρα-νύχτα. Οι ζωές μας πίσω μας πετρώνουν σαν τη γυναίκα του Λωτ. «Να τες, να τες οι αμαρτίες σας» ουρλιάζουν οι Φιλισταίοι, κι εσύ κοιτάς το πρόσωπο της Μέδουσας ζωγραφισμένο πάνω στην ασπίδα του Αργείτη που σε περιμένει.
Επταετία. Η δυσώνυμη αυτή λέξη που παραπέμπει στη Χούντα σού τρυπάει την καρδιά, επταετία μνημονίων, επτά χρόνια ζωής στον πάγο, ιερός αριθμός -ή μήπως μαγικός το επτά- παίξ’ το στο «Λαϊκό» να πιάσεις τους λήγοντες. Του άλλου η ζωή γίνεται φωτογραφία που αποτυπώνει ουρές. Ουρές για ένα επίδομα, ουρές για μια δωρεάν τυρόπιτα, ουρές στον οδικό χάρτη για τα ξένα. «Εφυγε στα ξένα» έλεγαν σε ωραία σπαρακτικά ελληνικά τη δεκαετία του ’50 και τη δεκαετία του ’60 - τώρα οι δεκαετίες φεύγουν σαν τρένα με άδεια βαγόνια, βαγόνια χωρίς ανθρώπους και αναμνήσεις, γεμάτα από μια ψύχρα ονείρων που στοίχειωσαν.
Βαδίζεις όπως χθες, όπως αύριο. Το ταβάνι στο δωμάτιό σου πέτρινος ουρανός, το κοιτάς όταν ξυπνάς, ακίνητος ουρανός, δεν τον φτάνουν οι γροθιές σου. Τα χέρια σου πονούν όταν χτυπάς τις πόρτες, οι πόρτες δεν αποκρίνονται, ποτέ δεν μιλούν, ανοίγουν μόνον και κλείνουν. Δεν φταις εσύ, το ψέμα είναι που ήπιε το αθάνατο νερό.
Ανοίγουν το στόμα τους οι τοποτηρητές και βγαίνουν βατράχια που σου έκαναν την ιδεολογία σου γλίτσα. Αυτάρεσκα βατράχια με μεγάλες μπάκες, διαφημιστές μιας ευτυχίας που πάντα βρίσκεται καθ’ οδόν. Ερχεται! Ε-ε-έρχεται!
Βαδίζεις σε μια πορεία δίχως φώτα. Στην εθνική οδό - το ίδιο κι αυτός που έρχεται από απέναντι. Τον νιώθεις από τον αέρα που σε κουνάει καθώς διασταυρώνεσθε - τα υπόλοιπα είναι θέμα στατιστικής. Κάθε πρωί καταγράφεται η στατιστική: «Τη νύχτα αυτή, οι Ρότσιλντ δεξιώθηκαν τα θύματα της εργασιακής ασφάλτου» - οι ασφαλισμένοι εκ δεξιών και οι ανασφάλιστοι εξ ευωνύμων! έχει και η στατιστική τις τελετουργίες της, μη σας πω και την ποιητική της. Οπως βγάζει ο Σκυλάς τα τραγούδια του βόλτα, έτσι βγάζει και ο Γερμανοτσολιάς την προπαγάνδα του ανά τας οδούς και τας ρύμας, να κατουρήσει non paper, να μεταλάβουμε. Αυτό το κράτος των Ελλήνων ηττάται κατά κράτος από όταν φτιάχθηκε - πότε δοβλέτι, πότε κομαντατούρ, σκοτώνει τους Ρωμιούς, αράδα. Τελευταίο εκτελεστικό απόσπασμα: «Η συμμαχία των λογικών». Διότι ως τώρα, τα προηγούμενα 200 χρόνια και τα 99 ερχόμενα, τη ζημιά την έκανε η συμμαχία των παράλογων.
Νυχτώνει, τα νέα θα είναι καλά. Και αν δεν είναι καλά, θα είναι καλά την επόμενη φορά . Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και ο Πολύφημος σου έχει υποσχεθεί ότι εσένα θα σε φάει τελευταίον...
ΥΓ.: Ναι, τα νέα ήταν καλά! Πάλι είπαμε «ναι» σε όσα λέγαμε ότι λέμε «όχι»...
Στάθης
Πηγή: enikos.gr
Βαδίζω με σπασμένο μισθό. Στον βυθό. Ο άλλος πληρώνεται με κουπόνια για φαγητό, ο άλλος δεν προσλαμβάνεται, διαθέτει ακόμα «εργασιακή μνήμη» - δεν μας κάνει. Να λοβοτομηθεί. Στους δρόμους τα μαγαζιά. Παράξενοι δρόμοι, με ένα στα τρία, ένα στα τέσσερα καταστήματα κλειστά - μαύρες τρύπες σαν πόρτες προς το πουθενά, μυρίζουν πια μούχλα. Και νεκρίλα. Σκισμένα βρώμικα χοντρόχαρτα στις εισόδους, κατάφρακτες κι αυτές από κατεβασμένα ρολά. «Εμαθα να διαχειρίζομαι τη φτώχεια μου» λέει το ένα τσιγάρο στο άλλο - οι καύτρες τους κρέμονται από τα στόματα που μιλούν πικρά, σαρκάζουν και καγχάζουν. Οι σοφότεροι δεν προσπαθούν να παρηγορήσουν κανέναν.
Βαδίζουμε με σπασμένους μισθούς . Ενας-ένας πέφτουμε. Πέντε πέφτουν, δυο σηκώνονται. Ανάμεσα στους πεσμένους γυροφέρνουν αγγελιοφόροι, μας λένε τα νέα για τις ζωές μας, σήμερα ο Σόιμπλε είναι πιο ευμενής από χθες, παρακάτω έπεσε ένας ακόμα. Βαδίζουμε μέρα-νύχτα. Οι ζωές μας πίσω μας πετρώνουν σαν τη γυναίκα του Λωτ. «Να τες, να τες οι αμαρτίες σας» ουρλιάζουν οι Φιλισταίοι, κι εσύ κοιτάς το πρόσωπο της Μέδουσας ζωγραφισμένο πάνω στην ασπίδα του Αργείτη που σε περιμένει.
Επταετία. Η δυσώνυμη αυτή λέξη που παραπέμπει στη Χούντα σού τρυπάει την καρδιά, επταετία μνημονίων, επτά χρόνια ζωής στον πάγο, ιερός αριθμός -ή μήπως μαγικός το επτά- παίξ’ το στο «Λαϊκό» να πιάσεις τους λήγοντες. Του άλλου η ζωή γίνεται φωτογραφία που αποτυπώνει ουρές. Ουρές για ένα επίδομα, ουρές για μια δωρεάν τυρόπιτα, ουρές στον οδικό χάρτη για τα ξένα. «Εφυγε στα ξένα» έλεγαν σε ωραία σπαρακτικά ελληνικά τη δεκαετία του ’50 και τη δεκαετία του ’60 - τώρα οι δεκαετίες φεύγουν σαν τρένα με άδεια βαγόνια, βαγόνια χωρίς ανθρώπους και αναμνήσεις, γεμάτα από μια ψύχρα ονείρων που στοίχειωσαν.
Βαδίζεις όπως χθες, όπως αύριο. Το ταβάνι στο δωμάτιό σου πέτρινος ουρανός, το κοιτάς όταν ξυπνάς, ακίνητος ουρανός, δεν τον φτάνουν οι γροθιές σου. Τα χέρια σου πονούν όταν χτυπάς τις πόρτες, οι πόρτες δεν αποκρίνονται, ποτέ δεν μιλούν, ανοίγουν μόνον και κλείνουν. Δεν φταις εσύ, το ψέμα είναι που ήπιε το αθάνατο νερό.
Ανοίγουν το στόμα τους οι τοποτηρητές και βγαίνουν βατράχια που σου έκαναν την ιδεολογία σου γλίτσα. Αυτάρεσκα βατράχια με μεγάλες μπάκες, διαφημιστές μιας ευτυχίας που πάντα βρίσκεται καθ’ οδόν. Ερχεται! Ε-ε-έρχεται!
Βαδίζεις σε μια πορεία δίχως φώτα. Στην εθνική οδό - το ίδιο κι αυτός που έρχεται από απέναντι. Τον νιώθεις από τον αέρα που σε κουνάει καθώς διασταυρώνεσθε - τα υπόλοιπα είναι θέμα στατιστικής. Κάθε πρωί καταγράφεται η στατιστική: «Τη νύχτα αυτή, οι Ρότσιλντ δεξιώθηκαν τα θύματα της εργασιακής ασφάλτου» - οι ασφαλισμένοι εκ δεξιών και οι ανασφάλιστοι εξ ευωνύμων! έχει και η στατιστική τις τελετουργίες της, μη σας πω και την ποιητική της. Οπως βγάζει ο Σκυλάς τα τραγούδια του βόλτα, έτσι βγάζει και ο Γερμανοτσολιάς την προπαγάνδα του ανά τας οδούς και τας ρύμας, να κατουρήσει non paper, να μεταλάβουμε. Αυτό το κράτος των Ελλήνων ηττάται κατά κράτος από όταν φτιάχθηκε - πότε δοβλέτι, πότε κομαντατούρ, σκοτώνει τους Ρωμιούς, αράδα. Τελευταίο εκτελεστικό απόσπασμα: «Η συμμαχία των λογικών». Διότι ως τώρα, τα προηγούμενα 200 χρόνια και τα 99 ερχόμενα, τη ζημιά την έκανε η συμμαχία των παράλογων.
Νυχτώνει, τα νέα θα είναι καλά. Και αν δεν είναι καλά, θα είναι καλά την επόμενη φορά . Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και ο Πολύφημος σου έχει υποσχεθεί ότι εσένα θα σε φάει τελευταίον...
ΥΓ.: Ναι, τα νέα ήταν καλά! Πάλι είπαμε «ναι» σε όσα λέγαμε ότι λέμε «όχι»...
Στάθης
Πηγή: enikos.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου