Τα κόκκινα φανάρια
- Η Τρούμπα για χρόνια υπήρξε η πιο κακόφημη συνοικία του Πειραιά, γνωστή για τους οίκους ανοχής και τα καμπαρέ της.
Η περιοχή πήρε το όνομά της από την αντλία (τρόμπα) που ήταν τοποθετημένη από το 1860 σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή, στην αρχή της οδού Αιγέως, (σημερινής 2ας Μεραρχίας) στον Πειραιά και εφοδίαζε με νερό τα πλοία.
Kάποιοι άλλοι πιστεύουν πως προήλθε από τον τρόπο που αποκαλούσαν οι Μικρασιάτες τα καράβια που τους προμήθευαν με νερό ή επειδή απλώς σε εκείνο το σημείο του λιμανιού άραζαν τα πλοία που ήταν υπεύθυνα για τον ανεφοδιασμό των νησιών με νερό.
Οι οίκοι ανοχής εμφανίστηκαν και εγκαταστάθηκαν εκεί λίγο μετά την Κατοχή και γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν, λόγω της συχνής διέλευσης των ναυτικών. Τα «Κόκκινα Φανάρια» καταλάμβαναν ένα μεγάλο τετράγωνο που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διος και είχε ως επίκεντρο τους δρόμους Φίλωνος και Νοταρά.
Ωστόσο, επειδή εκτός από τους οίκους ανοχής, υπήρχαν και σπίτια ανθρώπων που ζούσαν χρόνια στην περιοχή, προκειμένου να μην έχουν «περίεργες» επισκέψεις είχαν κολλήσει στις πόρτες τους ταμπέλες που έγραφαν «εδώ μένουν οικογένειες»
Η Τρούμπα ήταν στις δόξες της τη δεκαετία του '50 – '60 και η «χρυσή εποχή» της κράτησε περίπου 20 χρόνια, ενώ στους δρόμους της βρίσκονταν τα πιο διάσημα «κακόφημα» καμπαρέ που άφησαν εποχή,όπως το «Τζων Μπουλ» και το « Μπλακ Κατ» που με στριπτιζ και κονσομασιόν προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν τους απαιτητικούς πελάτες.
Πίσω από τον χορό τη μουσική και τα φώτα όμως, τα ωράρια των γυναικών αυτών ήταν πραγματιά απάνθρωπα: Τα κορίτσια δούλευαν δέκα το πρωί με δέκα το βράδυ και δέχονταν 100 με 120 βίζιτες την ημέρα, ενώ όσες δεν συμμορφώνονταν αποκτούσαν μια χαρακιά στο μάγουλο από τους νταβατζήδες τους, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν».
Οι ιστορίες των γυναικών αυτών ήταν συνήθως ιστορίες καταπίεσης, μοναξιάς ή απελπισμένου έρωτα. Συνήθως την κοπέλα προτρέπουν και καθοδηγούν, οι νταβατζήδες με την υπόσχεση ότι μόλις εξοικονομήσουν χρήματα θα την παντρευτούν, ή κάποια έμπιστη φίλη που είναι στο «κουρμπέτι», ενώ πάντα λένε «για λίγο καιρό να βγουν χρήματα και μετά το κόβουμε», αλλά ο «λίγος καιρός» δε τελειώνει ποτέ.
Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι ιερόδουλες της εποχής ήταν συνήθως και πολύ θρήσκες. Στο διπλανό καμαράκι από αυτό της «αμαρτίας», είχαν ένα εικόνισμα και ένα καντηλάκι πάντα αναμμένο και προσεύχονταν για ένα καλύτερο αύριο.
Μερικές από τις πιο γνωστές ιστορίες της Τρούμπας ήταν η Στέλλα από τη Λαμία που εκμεταλλεύτηκε κάποιος Αντώνης και την έκανε πόρνη στην Τρούμπα και μία μέρα η Στέλλα τον πυροβόλησε στο πόδι και η Δέσποινα πρώην ιερόδουλη και ερωμένη του νταβατζή και ιδιοκτήτη του Puerto Rico Bar ο οποίος όμως αν και την έβγαλε από την πορνεία, την απατούσε συστηματικά και εκείνη τυφλωμένη απο ζήλια τον περιέλουσε με βιτριόλι.
Στα πορνεία της Τρούμπας, η βίζιτα κόστιζε περίπου 27 δραχμές κανονικά, όμως όταν έφτανε ο 6ος στόλος, το ποσό διπλασιαζόταν, αφού οι Αμερικάνοι ναύτες ήταν η εύκολη λεία για τους νταβατζήδες και από τότε προέκυψε η έκφραση «αμερικανάκι» ως συνώνυμο του κορόιδου.
Εκτός από τα 57 σπίτια τα οποία αναφέρονταν στα αρχεία της Αστυνομίας Πειραιώς, υπήρχαν κι' άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες όμως δεν ήταν «δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της αστυνομίας.
Η ζωή στην περιοχή ήταν σκληρή, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Νίκος Μάθεσης οι φόνοι ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε εφημερίδες τις δεκαετίας του '60 υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα για ανεξιχνίαστες δολοφονίες στην Τρούμπα., λόγω των καθημερινών συμπλοκών που είχαν οι «προστάτες» για τις ιερόδουλές ή εξαιτίας διαφωνιών με πελάτες. Επίσης στην περιοχή λειτουργούσαν και πολλές «λέσχες» που μέσα έβρισκες κάθε καρυδιάς καρύδι: μπράβοι, αβανταδόροι και «σκυλόμαγκες» έτοιμοι να βγάλουν μαχαίρι για λίγα λεφτά ή για μία κουβέντα παραπάνω.
Παράλληλα στην Τρούμπα μεγαλούργησαν και πολλοί γνωστοί ρεμπέτες ο Μάρκος Βαμβακάρης ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης. Μέρα και βράδυ από όποιο καφενείο πέρναγες, άκουγες μπουζούκι και μπαγλαμά και ένιωθες την μυρωδιά του χασίς από ναργιλέ και από τσιγαριλίκι. Όσοι έπαιζαν μπουζούκι, συνήθως ήταν άνθρωποι της τούφας και το είχαν μάθει στη φυλακή, ενώ για τα παιδιά κάτω των 20 χρόνων και τους «ανώμαλους» απαγορευότανε η είσοδος «δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσιάς».
Το 1967 ο τότε δήμαρχος Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης αποφασίζει την απαγόρευση όλων των δραστηριοτήτων στην περιοχή, αφού πέραν των συνθηκών που είχαν δημιουργήσει γκέτο για τους Πειραιώτες, η εγκατάσταση ναυτιλιακών εταιρειών στην Ακτή Μιαούλη ήταν μία καλή ευκαιρία για αναδόμηση, εκκαθάριση και ανάπτυξη της περιοχής.
Μέχρι το 1970 το λιμενικό είχε πλέον τον πλήρη έλεγχο, ενώ τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα και τα καταγώγια της εποχής κατεδαφίστηκαν.
Η μεγάλη κάμψη της Τρούμπας άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και συνεχίζεται, διαρκώς εντεινόμενη, ως τις μέρες μας, όπου τίποτα πια δεν θυμίζει την “παλιά Τρούμπα”, εκτός από τα ελάχιστα μπαρ κι ένα σινεμά που προβάλει ταινίες πορνό. Η περιοχή, πλέον, κυριαρχείται από ναυτιλιακές εταιρείες, εμπορικά καταστήματα και ξενοδοχεία για την εξυπηρέτηση των, αλλοδαπών κυρίως, ναυτικών.
Σήμερα στην περιοχή στεγάζονται το δικαστικό Μέγαρο Πειραιά και Διεύθυνσεις του ΝΑΤ και του Υπουργείου Ναυτιλίας.
Η Τρούμπα έχει πια οριστικά περάσει στη σφαίρα του θρύλου.
Ιστορικά πρόσωπα και μαγαζιά της Τρούμπας
Λεσβία στριπτιτζού. Κυκλοφορούσε συχνά με ένα αραχνοΰφαντο φόρεμα, χωρίς εσώρουχα, και συνήθιζε να αποσπά τις χρυσές λίρες από τα τραπέζια των θαμώνων, χρησιμοποιώντας μόνο το αιδοίο της.
Διάσημες πατρόνες της εποχής που είχαν καταφέρει με διάφορες δωροδοκίες να έχουν στα «πόδια» τους την αστυνομία και να κάνουν ανενόχλητες τη δουλειά τους.
Η Δέσποινα εργαζόταν στο Puerto Rico Bar που ιδιοκτήτης του ήταν νταβατζής με το παρατσούκλι Μωρό (εξαιτίας του τεράστιου πέους του). Οι δυο τους ερωτεύτηκαν τρελά και το Μωρό απαγόρευε στη Δέσποινα να έχει πελάτες, πράγμα που ενδυνάμωσε την αγάπη της. Το Μωρό, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να έχει ερωμένες. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στ' αυτιά της Δέσποινας, αυτή εκνευρίστηκε αρκετά. Ένα βράδυ θύμωσε λίγο παραπάνω και περιέλουσε με βιτριόλι το πρόσωπο του Μωρού.
Πλουσιοκόριτσο από τη Λαμία που εκμεταλλεύτηκε κάποιος Αντώνης και την έκανε πόρνη στην Τρούμπα. Μια μέρα ο Αντώνης πήγε στο δωμάτιό της να εισπράξει και αντ' αυτού δέχτηκε μια σφαίρα στο πόδι.
Μεγαλονταβατζής που απασχολούσε συχνά την Ασφάλεια. Η μεγαλύτερη ιστορία γύρω από αυτόν είναι πως μια μέρα, για να γίνει ο κυρίαρχος της περιοχής, αποφάσισε να δολοφονήσει τον αντίπαλό του «Κεφάλα», όπως και έγινε. Η ζωή, όμως, είναι σκληρή.
Ο «Μάπας» μεγαλώνοντας πάχυνε αρκετά και μετονομάστηκε σε «Κουράδα». Κατέληξε στην Τρούμπα να υπηρετεί τις κοπέλες.
Από τα πιο παλιά καμπαρέ που υπήρχαν στην Αθήνα. Καταγράφεται το 1915 σε έναν οδηγό του Ιγγλέση. Τη δεκαετία του '80 είχε παραπάνω από σαράντα κοπέλες μέσα. Οι περισσότερες ήταν ξένες. Παντού υπήρχαν καναπέδες που είχαν ψηλές πλάτες, ώστε να μη φαίνεται τι κάνεις. Ερχόντουσαν ως χορεύτριες με άδεια για τρεις μήνες, μετά έφευγαν κι ερχόντουσαν άλλες. Το μπουκάλι είχε 1.000 δραχμές, που ήταν δύο μεροκάματα.
Καμπαρέ που τον χειμώνα λειτουργούσε σε εσωτερικό χώρο και το καλοκαίρι σε ταράτσα, τη δεκαετία του '40.
Ανήκε στον Λιναρά και ήταν σε μια στοά που αργότερα ονομάστηκε Στοά Λιναρά. Φιλοξενούσε κυρίως μεγαλοκοπέλες που δεν έβρισκαν αλλού δουλειά.
Ανήκε στον Τζίνο, φοβερό αγαπητικό της εποχής. Ήταν στη Δευτέρας Μεραρχίας κι εκεί είχε σχεδιαστεί αρχικά να γυριστεί η Λόλα με την Τζένη Καρέζη. Εκεί γυρίστηκαν σκηνές από το έργο του Νίκου Φώσκολου Το Κάθαρμα, με τον Γιώργο Φούντα.
Ξενοδοχείο στη Φίλωνος, του Κάρλου από τη Ρουμανία, της γνωστής τραβεστί Σαρλότα. Στο ισόγειο λειτουργούσε το ξακουστό κουρείο του Πολύδωρου.
Δύο από τα πιο γνωστά πορνοσινεμά. Το δεύτερο λειτουργεί ακόμα.
ΠΗΓΗ: lifo.gr | iefimerida.gr | e-orfeas.gr
Η περιοχή πήρε το όνομά της από την αντλία (τρόμπα) που ήταν τοποθετημένη από το 1860 σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή, στην αρχή της οδού Αιγέως, (σημερινής 2ας Μεραρχίας) στον Πειραιά και εφοδίαζε με νερό τα πλοία.
Kάποιοι άλλοι πιστεύουν πως προήλθε από τον τρόπο που αποκαλούσαν οι Μικρασιάτες τα καράβια που τους προμήθευαν με νερό ή επειδή απλώς σε εκείνο το σημείο του λιμανιού άραζαν τα πλοία που ήταν υπεύθυνα για τον ανεφοδιασμό των νησιών με νερό.
Οι οίκοι ανοχής εμφανίστηκαν και εγκαταστάθηκαν εκεί λίγο μετά την Κατοχή και γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν, λόγω της συχνής διέλευσης των ναυτικών. Τα «Κόκκινα Φανάρια» καταλάμβαναν ένα μεγάλο τετράγωνο που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διος και είχε ως επίκεντρο τους δρόμους Φίλωνος και Νοταρά.
Ωστόσο, επειδή εκτός από τους οίκους ανοχής, υπήρχαν και σπίτια ανθρώπων που ζούσαν χρόνια στην περιοχή, προκειμένου να μην έχουν «περίεργες» επισκέψεις είχαν κολλήσει στις πόρτες τους ταμπέλες που έγραφαν «εδώ μένουν οικογένειες»
Η Τρούμπα ήταν στις δόξες της τη δεκαετία του '50 – '60 και η «χρυσή εποχή» της κράτησε περίπου 20 χρόνια, ενώ στους δρόμους της βρίσκονταν τα πιο διάσημα «κακόφημα» καμπαρέ που άφησαν εποχή,όπως το «Τζων Μπουλ» και το « Μπλακ Κατ» που με στριπτιζ και κονσομασιόν προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν τους απαιτητικούς πελάτες.
Πίσω από τον χορό τη μουσική και τα φώτα όμως, τα ωράρια των γυναικών αυτών ήταν πραγματιά απάνθρωπα: Τα κορίτσια δούλευαν δέκα το πρωί με δέκα το βράδυ και δέχονταν 100 με 120 βίζιτες την ημέρα, ενώ όσες δεν συμμορφώνονταν αποκτούσαν μια χαρακιά στο μάγουλο από τους νταβατζήδες τους, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν».
Οι ιστορίες των γυναικών αυτών ήταν συνήθως ιστορίες καταπίεσης, μοναξιάς ή απελπισμένου έρωτα. Συνήθως την κοπέλα προτρέπουν και καθοδηγούν, οι νταβατζήδες με την υπόσχεση ότι μόλις εξοικονομήσουν χρήματα θα την παντρευτούν, ή κάποια έμπιστη φίλη που είναι στο «κουρμπέτι», ενώ πάντα λένε «για λίγο καιρό να βγουν χρήματα και μετά το κόβουμε», αλλά ο «λίγος καιρός» δε τελειώνει ποτέ.
Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι ιερόδουλες της εποχής ήταν συνήθως και πολύ θρήσκες. Στο διπλανό καμαράκι από αυτό της «αμαρτίας», είχαν ένα εικόνισμα και ένα καντηλάκι πάντα αναμμένο και προσεύχονταν για ένα καλύτερο αύριο.
Μερικές από τις πιο γνωστές ιστορίες της Τρούμπας ήταν η Στέλλα από τη Λαμία που εκμεταλλεύτηκε κάποιος Αντώνης και την έκανε πόρνη στην Τρούμπα και μία μέρα η Στέλλα τον πυροβόλησε στο πόδι και η Δέσποινα πρώην ιερόδουλη και ερωμένη του νταβατζή και ιδιοκτήτη του Puerto Rico Bar ο οποίος όμως αν και την έβγαλε από την πορνεία, την απατούσε συστηματικά και εκείνη τυφλωμένη απο ζήλια τον περιέλουσε με βιτριόλι.
Στα πορνεία της Τρούμπας, η βίζιτα κόστιζε περίπου 27 δραχμές κανονικά, όμως όταν έφτανε ο 6ος στόλος, το ποσό διπλασιαζόταν, αφού οι Αμερικάνοι ναύτες ήταν η εύκολη λεία για τους νταβατζήδες και από τότε προέκυψε η έκφραση «αμερικανάκι» ως συνώνυμο του κορόιδου.
Εκτός από τα 57 σπίτια τα οποία αναφέρονταν στα αρχεία της Αστυνομίας Πειραιώς, υπήρχαν κι' άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες όμως δεν ήταν «δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της αστυνομίας.
Η ζωή στην περιοχή ήταν σκληρή, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Νίκος Μάθεσης οι φόνοι ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε εφημερίδες τις δεκαετίας του '60 υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα για ανεξιχνίαστες δολοφονίες στην Τρούμπα., λόγω των καθημερινών συμπλοκών που είχαν οι «προστάτες» για τις ιερόδουλές ή εξαιτίας διαφωνιών με πελάτες. Επίσης στην περιοχή λειτουργούσαν και πολλές «λέσχες» που μέσα έβρισκες κάθε καρυδιάς καρύδι: μπράβοι, αβανταδόροι και «σκυλόμαγκες» έτοιμοι να βγάλουν μαχαίρι για λίγα λεφτά ή για μία κουβέντα παραπάνω.
Παράλληλα στην Τρούμπα μεγαλούργησαν και πολλοί γνωστοί ρεμπέτες ο Μάρκος Βαμβακάρης ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης. Μέρα και βράδυ από όποιο καφενείο πέρναγες, άκουγες μπουζούκι και μπαγλαμά και ένιωθες την μυρωδιά του χασίς από ναργιλέ και από τσιγαριλίκι. Όσοι έπαιζαν μπουζούκι, συνήθως ήταν άνθρωποι της τούφας και το είχαν μάθει στη φυλακή, ενώ για τα παιδιά κάτω των 20 χρόνων και τους «ανώμαλους» απαγορευότανε η είσοδος «δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσιάς».
Το 1967 ο τότε δήμαρχος Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης αποφασίζει την απαγόρευση όλων των δραστηριοτήτων στην περιοχή, αφού πέραν των συνθηκών που είχαν δημιουργήσει γκέτο για τους Πειραιώτες, η εγκατάσταση ναυτιλιακών εταιρειών στην Ακτή Μιαούλη ήταν μία καλή ευκαιρία για αναδόμηση, εκκαθάριση και ανάπτυξη της περιοχής.
Μέχρι το 1970 το λιμενικό είχε πλέον τον πλήρη έλεγχο, ενώ τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα και τα καταγώγια της εποχής κατεδαφίστηκαν.
Η μεγάλη κάμψη της Τρούμπας άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και συνεχίζεται, διαρκώς εντεινόμενη, ως τις μέρες μας, όπου τίποτα πια δεν θυμίζει την “παλιά Τρούμπα”, εκτός από τα ελάχιστα μπαρ κι ένα σινεμά που προβάλει ταινίες πορνό. Η περιοχή, πλέον, κυριαρχείται από ναυτιλιακές εταιρείες, εμπορικά καταστήματα και ξενοδοχεία για την εξυπηρέτηση των, αλλοδαπών κυρίως, ναυτικών.
Σήμερα στην περιοχή στεγάζονται το δικαστικό Μέγαρο Πειραιά και Διεύθυνσεις του ΝΑΤ και του Υπουργείου Ναυτιλίας.
Η Τρούμπα έχει πια οριστικά περάσει στη σφαίρα του θρύλου.
Ιστορικά πρόσωπα και μαγαζιά της Τρούμπας
- Τζεμιλέ:
Λεσβία στριπτιτζού. Κυκλοφορούσε συχνά με ένα αραχνοΰφαντο φόρεμα, χωρίς εσώρουχα, και συνήθιζε να αποσπά τις χρυσές λίρες από τα τραπέζια των θαμώνων, χρησιμοποιώντας μόνο το αιδοίο της.
- Βιολέτα και Φλώρα:
Διάσημες πατρόνες της εποχής που είχαν καταφέρει με διάφορες δωροδοκίες να έχουν στα «πόδια» τους την αστυνομία και να κάνουν ανενόχλητες τη δουλειά τους.
- Δέσποινα, η βιτριολίστρια, και το Μωρό:
Η Δέσποινα εργαζόταν στο Puerto Rico Bar που ιδιοκτήτης του ήταν νταβατζής με το παρατσούκλι Μωρό (εξαιτίας του τεράστιου πέους του). Οι δυο τους ερωτεύτηκαν τρελά και το Μωρό απαγόρευε στη Δέσποινα να έχει πελάτες, πράγμα που ενδυνάμωσε την αγάπη της. Το Μωρό, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να έχει ερωμένες. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στ' αυτιά της Δέσποινας, αυτή εκνευρίστηκε αρκετά. Ένα βράδυ θύμωσε λίγο παραπάνω και περιέλουσε με βιτριόλι το πρόσωπο του Μωρού.
- Στέλλα:
Πλουσιοκόριτσο από τη Λαμία που εκμεταλλεύτηκε κάποιος Αντώνης και την έκανε πόρνη στην Τρούμπα. Μια μέρα ο Αντώνης πήγε στο δωμάτιό της να εισπράξει και αντ' αυτού δέχτηκε μια σφαίρα στο πόδι.
- «Μάπας»:
Μεγαλονταβατζής που απασχολούσε συχνά την Ασφάλεια. Η μεγαλύτερη ιστορία γύρω από αυτόν είναι πως μια μέρα, για να γίνει ο κυρίαρχος της περιοχής, αποφάσισε να δολοφονήσει τον αντίπαλό του «Κεφάλα», όπως και έγινε. Η ζωή, όμως, είναι σκληρή.
Ο «Μάπας» μεγαλώνοντας πάχυνε αρκετά και μετονομάστηκε σε «Κουράδα». Κατέληξε στην Τρούμπα να υπηρετεί τις κοπέλες.
- John Bull:
Από τα πιο παλιά καμπαρέ που υπήρχαν στην Αθήνα. Καταγράφεται το 1915 σε έναν οδηγό του Ιγγλέση. Τη δεκαετία του '80 είχε παραπάνω από σαράντα κοπέλες μέσα. Οι περισσότερες ήταν ξένες. Παντού υπήρχαν καναπέδες που είχαν ψηλές πλάτες, ώστε να μη φαίνεται τι κάνεις. Ερχόντουσαν ως χορεύτριες με άδεια για τρεις μήνες, μετά έφευγαν κι ερχόντουσαν άλλες. Το μπουκάλι είχε 1.000 δραχμές, που ήταν δύο μεροκάματα.
- Παριζιάνα:
Καμπαρέ που τον χειμώνα λειτουργούσε σε εσωτερικό χώρο και το καλοκαίρι σε ταράτσα, τη δεκαετία του '40.
- Φλιπ Μπαρ:
Ανήκε στον Λιναρά και ήταν σε μια στοά που αργότερα ονομάστηκε Στοά Λιναρά. Φιλοξενούσε κυρίως μεγαλοκοπέλες που δεν έβρισκαν αλλού δουλειά.
- 45 Γιάννηδες:
Ανήκε στον Τζίνο, φοβερό αγαπητικό της εποχής. Ήταν στη Δευτέρας Μεραρχίας κι εκεί είχε σχεδιαστεί αρχικά να γυριστεί η Λόλα με την Τζένη Καρέζη. Εκεί γυρίστηκαν σκηνές από το έργο του Νίκου Φώσκολου Το Κάθαρμα, με τον Γιώργο Φούντα.
- Λουξ:
Ξενοδοχείο στη Φίλωνος, του Κάρλου από τη Ρουμανία, της γνωστής τραβεστί Σαρλότα. Στο ισόγειο λειτουργούσε το ξακουστό κουρείο του Πολύδωρου.
- Φως και Ολύμπικ:
Δύο από τα πιο γνωστά πορνοσινεμά. Το δεύτερο λειτουργεί ακόμα.
ΠΗΓΗ: lifo.gr | iefimerida.gr | e-orfeas.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου