«ΟΧΙ»
Όλοι μας από μικρή ηλικία γνωρίζουμε πως το Έπος του 40 η πολεμική σύγκρουση της χώρας μας με την Ιταλία, που διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941, αποτέλεσε παράδειγμα αντίστασης των λαών ενάντια στα σχέδια του Φασιστικού Άξονα.
Αυτό που ίσως ξεχνάμε, είναι ότι αυτό το έπος, μπορεί να αποτέλεσε το κομβικό σημείο που άλλαξε την ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης.
Παράλληλα ο Μουσολίνι στόχευε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, συμφέροντα που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική που είχε ήδη υπό την σκέπη της τη Ρουμανία, που είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Έτσι τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Το περίφημο «όχι» που έλαβαν σαν απάντηση από τον Μεταξά ανάγκασε τους Ιταλούς να ξεκινήσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.
Οι Ελληνοϊταλικές σχέσεις στις αρχές του 20ου αιώνα
Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, είναι εύκολο κάποιος να συνειδητοποιήσει ότι η Ιταλία υπήρξε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, και προσπαθούσε να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στη Μεσόγειο. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το καθεστώς Μουσολίνι είχε την πρόθεση να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», η οποία φυσικά θα περιελάμβανε και την Ελλάδα.
Από τις αρχές του αιώνα, τα ελληνικά και τα ιταλικά συμφέροντα συγκρούονταν, τόσο στην Αλβανία, με το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όσο και στα Δωδεκάνησα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της ιταλικής επικράτειας.
Η Αλβανία από τη δημιουργία της αποτελούσε ένα προτεκτοράτο στην επιρροή της Ιταλίας, έναντι του οποίου η Ελλάδα προέβαλε το θέμα των εδαφών της Βορείου Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας), τα οποία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, παρά την ύπαρξη εκεί συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα, η Ιταλία είχε υπό την κατοχή της τα Δωδεκάνησα από το τέλος του ιταλό-τουρκικού πολέμου, το 1912, και παρόλο που το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα (συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι), εντούτοις αργότερα υπαναχώρησε από την υπόσχεση αυτή.
Τα μικροεπεισόδια μεταξύ των στρατευμάτων των δύο κρατών δεν έλειπαν, είχαν σημειωθεί και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν μέρος της Μικράς Ασίας περί την πόλη της Σμύρνης είχε αποδοθεί στην Ελλάδα, ενώ ιταλικές δυνάμεις φέρονται να βοηθούσαν τους Τούρκους εθνικιστές στον αγώνα τους κατά της ελληνικής κατοχής των εδαφών αυτών. Εκτός όλων αυτών, η φασιστική Κυβέρνηση Μουσολίνι χρησιμοποίησε το συμβάν της δολοφονίας ενός Ιταλού στρατιωτικού στα ελληνο-αλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα, το μεγαλύτερο από τα Ιόνια νησιά. Ας μην ξεχνάμε πως τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν άλλοτε (ως το 1797) βενετική κτήση και παρέμεναν ακόμη στόχος του ιταλικού ιμπεριαλισμού.
Οι εξελίξεις που οδήγησαν στην Ιταλική Εισβολή
Στις 7 Απριλίου 1939 οι Ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Με την κατάληψη αυτή η Ιταλία απέκτησε κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η κατάληψη της Αλβανίας οδήγησε 2 από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, να λάβουν θέση και να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Ο Μεταξάς παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασισμό και το ναζισμό, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσει την Ελλάδα σε ένα ουδέτερο «έδαφος». Η προσπάθεια αυτή δεν σημαίνει ότι η Ελληνική διπλωματία βρισκόταν σε εφησυχασμό. Από τις αρχές του 1939 οι Έλληνες διπλωμάτες συγκέντρωναν πληροφορίες για τις προθέσεις των Ιταλών και των Γερμανών για τα Βαλκάνια.
Έτσι το καλοκαίρι του 1939 έγιναν γνωστά τα σχέδια του 'Σιδηρού Συμφώνου' Ιταλίας - Γερμανίας για την Ελλάδα. Πρόθεση τους, ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός της χώρας: το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε σαν δώρο στην Βουλγαρία, με την προϋπόθεση ότι θα της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο, και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιούταν απ τους Ιταλούς σαν κατοχική αστυνομική δύναμη. Με όλα αυτά τα δεδομένα στα χέρια του ο Μεταξάς αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά προς το Αγγλικό στρατόπεδο, μια κατάσταση που ούτως η άλλως ήθελε και ο αγγλόφιλος Βασιλιάς Γεώργιος Β.
Την ίδια περίοδο ο Χίτλερ, με προσωπικές του διπλωματικές κινήσεις από τις οποίες με διάφορους τρόπους είχε αποκλείσει την Ιταλία, εξασφάλισε την συμμαχία της Ουγγαρίας , της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Στο μυαλό του Μουσολίνι τα ρουμανικά πετρέλαια θεωρούνταν το δικό του μελλοντικό λάφυρο στα Βαλκάνια, και οι επαφές του Χίτλερ και οι εξελίξεις του προκάλεσαν έντονο εκνευρισμό. Έτσι αποφάσισε να ετοιμάσει τις δικές του κινήσεις και παίρνει την απόφαση να επέμβει στα Βαλκάνια.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ο Χίτλερ επιτίθεται στην Πολωνία, μία κίνηση που ήταν χαρακτηριστική των προθέσεων και των επιδιώξεων του για τα ανατολικά. Το γεγονός του ότι όλα τα μάθαινε εκ των υστέρων και όχι σαν σύμμαχος με την Γερμανία, εξόργισε τον Μουσολίνι. Τον Οκτώβριο του 1940 ο Χίτλερ συνεχίζει το σχέδιο του για την ανατολική Ευρώπη και καταλαμβάνει τις πετρελαιοπηγές της Πραχόβας της Ρουμανίας. Η νέα αυτή κίνηση των Γερμανών χωρίς να τον πληροφορήσουν εκνεύρισε για ακόμη μία φορά τον Μουσολίνι, ο οποίος το θεώρησε ως «επέμβαση» των συμμάχων του Γερμανών στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που ο ίδιος θεωρούσε ότι άνηκε στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας.
Σε μία προσπάθεια του να αντιδράσει στην κατάσταση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, συγκαλεί άμεσα σύσκεψη στη Ρώμη για να συζητηθεί η εισβολή στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης αυτής ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, προέβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις, τονίζοντας πως για μια τέτοια επιχείρηση καλό θα ήταν να συγκεντρωθεί δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών πριν την εισβολή.
Όμως, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, υποστήριξε ότι μόνο 3
Στο εσωτερικό της Ιταλίας είχαν δημιουργηθεί μηχανισμοί οι οποίοι εξυπηρετούσαν προπαγανδιστικές επιχειρήσεις κατά της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού Έλλη στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου από ιταλικό υποβρύχιο. Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση σε μία προσπάθεια να διατηρήσει την ουδετερότητα της, ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Ανακοίνωση όμως που δεν έπεισε τον Ελληνικό λαό που είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους.
Το ιταλικό τελεσίγραφο
Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο με τα λόγια: «Alors, c'est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»). Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ' άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων.
Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Κατόπιν αυτού, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα, ενώ εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα.
Η ιταλική επίθεση και η ελληνική αντεπίθεση
Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Οι Ιταλικές δυνάμεις συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τις ημιονικές οδούς σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.
Ο Ελληνικός Στρατός με ηγέτες τον Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, τον υποστράτηγο Χαράλαμπο
Οι Ιταλοί θέλοντας να πετύχουν μια νίκη στο αλβανικό μέτωπο πριν την επιβεβλημένη, πλέον, γερμανική εμπλοκή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μια νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη). Συγκέντρωσαν δεκαεπτά μεραρχίες έναντι των δεκατριών ελληνικών και υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι προσωπικά, επιτέθηκαν ενάντια στο στενό της Κλεισούρας. Η επίθεση διήρκεσε από τις 9 ως τις 20 Μαρτίου, αλλά απέτυχε να απωθήσει τους Έλληνες, κερδίζοντας περιορισμένες μόνο περιοχές στην περιοχή της Χειμάρρας. Έκτοτε και μέχρι τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου, οι επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκαν. Η σημαντικότερη μάχη της "εαρινής επίθεσης" ήταν η μάχη του υψώματος 731.
Η Γερμανική εισβολή του 1941
Στις 6 Απριλίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν εκ νέου την επίθεσή τους στην Αλβανία, μαζί με την επιχείρηση «Μαρίτα» των Γερμανών. Οι αρχικές επιθέσεις είχαν μικρό αποτέλεσμα, αλλά στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά στις 14 Απριλίου και έφτασαν στις λίμνες Πρέσπες στις 19. Στις 22 Απριλίου έφτασαν στα ελληνο-αλβανικά σύνορα στο χωριό Περάτη και πέρασαν σε ελληνικό έδαφος την επόμενη μέρα.
Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ολοκληρώνοντας την απομόνωση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε από την Αλβανία. Έχοντας επίγνωση της κρίσιμης κατάστασης, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, σε συμφωνία με άλλους στρατηγούς, αλλά χωρίς την εξουσιοδότηση του Στρατάρχη Παπάγου, αντικατέστησε τον Αντιστράτηγο Πιτσίκα και προσέφερε συνθηκολόγηση στον Ζεπ Ντίτριχ (Sepp Dietrich) στις 20 Απριλίου, κυρίως για να αποφύγει ατιμωτική παράδοση στους Ιταλούς.
Οι όροι της παράδοσης θεωρήθηκαν τιμητικοί, καθώς ο ελληνικός στρατός δε θα αιχμαλωτιζόταν, ενώ οι αξιωματικοί θα επιτρεπόταν να διατηρήσουν το ξίφος τους. Ο Μουσολίνι εξοργίστηκε από τη μονομερή αυτή παράδοση και μετά από πολλές διαμαρτυρίες στον Χίτλερ, η τελετή συνθηκολόγησης επαναλήφθηκε στις 23 Απριλίου, για να παρευρεθούν και εκπρόσωποι της ιταλικής πλευράς.
Στις 24 Απριλίου τα ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν μαζί με τα γερμανικά στην Αττική, κοντά στην Αθήνα, ενώ οι ηττημένοι Βρετανοί ξεκίνησαν την αποχώρησή τους. Παράλληλα, η Βουλγαρία εισέβαλε στην Θράκη και κατέλαβε μια περιοχή γύρω από την Ξάνθη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη και της Κρήτης, έγινε μια θεαματική ιταλο-γερμανική παρέλαση στην Αθήνα για να εορταστεί η νίκη του Άξονα. Μετά τη νίκη επί της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, ο Μουσολίνι ξεκίνησε να κομπάζει για τη νέα ιταλική Mare Nostrum («η θάλασσά μας», αναφερόμενος στη Μεσόγειο).
Απολογισμός και Επιπτώσεις
Η πτώση της Κρήτης, παρά την αντίσταση και τον ηρωισμό των Κρητικών, το Μάιο του 1941, αποτελεί το χρονολογικό σημείο κατά το οποίο πλέον ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα. Για τα επόμενα τρία χρόνια οι Έλληνες υπέστησαν σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε εκτεταμένη Αντίσταση, η οποία απελευθέρωσε τις περισσότερες ορεινές περιοχές ως το 1944.
Παρά την τελική νίκη των δυνάμεων του Άξονα κατά της Ελλάδας, η αρχική ελληνική νίκη κατά των Ιταλών είχε μεγάλη επίπτωση στην πορεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα και ανύψωσε το ηθικό των λαών στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθυστέρησε την «επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα», ενώ προκάλεσε απώλειες σε αεροσκάφη και αλεξιπτωτιστές κατά τη Μάχη της Κρήτης. Αναφέρεται επίσης ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, σε συνομιλία του με την Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl), είπε με πικρία ότι «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα».
Η Ελλάδα δεν έχει δει τέτοιο μεγαλείο και τέτοια δόξα, σαν αυτή που σήμερα απολαμβάνει, από τον καιρό της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.») ταυτόχρονα είχε γεννήσει και ανέκδοτα που αποδομούσαν την εικόνα των ηγετών του Άξονα, αποτελώντας οχήματα προπαγάνδας για αντίσταση των λαών της Ευρώπης, μια αντίσταση που ίσως εμπνευσμένη από την Ελληνική προσπάθεια, έπαιξε σημαντικό ρόλο για την έκβαση του πολέμου και κατά συνέπεια την ήττα του Φασισμού.
(Ο Χίτλερ τηλεφωνεί στον Μουσολίνι):
«Μπενίτο, δεν είσαι ακόμα στην Αθήνα;»
«Δε σε ακούω Αδόλφε»
«Λέω, ακόμα δεν είσαι στην Αθήνα;»
«Δε σε ακούω!! Θα τηλεφωνείς από μακριά. Στο Λονδίνο είσαι;»
(Ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στην Κατεχόμενη Γαλλία το χειμώνα 1940-41)
σχόλιο : Νικόλαος Αρώνης
πηγη : www.zougla.gr
Αυτό που ίσως ξεχνάμε, είναι ότι αυτό το έπος, μπορεί να αποτέλεσε το κομβικό σημείο που άλλαξε την ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης.
Η κήρυξη του πολέμου από πολλούς ιστορικούς θεωρείται κίνηση αναμενόμενη με βάση την επεκτατική πολιτική του φασιστικού καθεστώτος που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία ο Μπενίτο Μουσολίνι. Στα μέσα του 1940, ο Μουσολίνι, ακολουθώντας τα βήματα του προτύπου του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του ότι η Ιταλία είναι ικανή ανάλογων στρατιωτικών επιτυχιών. Η Ιταλία από την άνοιξη του 1939 είχε κατακτήσει την Αλβανία και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, αλλά καμία από αυτές δεν ήταν επιτυχίες ικανές να θεωρηθούν ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας.
Παράλληλα ο Μουσολίνι στόχευε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, συμφέροντα που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική που είχε ήδη υπό την σκέπη της τη Ρουμανία, που είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Έτσι τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Το περίφημο «όχι» που έλαβαν σαν απάντηση από τον Μεταξά ανάγκασε τους Ιταλούς να ξεκινήσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.
Οι Ελληνοϊταλικές σχέσεις στις αρχές του 20ου αιώνα
Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, είναι εύκολο κάποιος να συνειδητοποιήσει ότι η Ιταλία υπήρξε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, και προσπαθούσε να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στη Μεσόγειο. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το καθεστώς Μουσολίνι είχε την πρόθεση να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», η οποία φυσικά θα περιελάμβανε και την Ελλάδα.
Από τις αρχές του αιώνα, τα ελληνικά και τα ιταλικά συμφέροντα συγκρούονταν, τόσο στην Αλβανία, με το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όσο και στα Δωδεκάνησα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της ιταλικής επικράτειας.
Η Αλβανία από τη δημιουργία της αποτελούσε ένα προτεκτοράτο στην επιρροή της Ιταλίας, έναντι του οποίου η Ελλάδα προέβαλε το θέμα των εδαφών της Βορείου Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας), τα οποία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, παρά την ύπαρξη εκεί συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα, η Ιταλία είχε υπό την κατοχή της τα Δωδεκάνησα από το τέλος του ιταλό-τουρκικού πολέμου, το 1912, και παρόλο που το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα (συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι), εντούτοις αργότερα υπαναχώρησε από την υπόσχεση αυτή.
Τα μικροεπεισόδια μεταξύ των στρατευμάτων των δύο κρατών δεν έλειπαν, είχαν σημειωθεί και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν μέρος της Μικράς Ασίας περί την πόλη της Σμύρνης είχε αποδοθεί στην Ελλάδα, ενώ ιταλικές δυνάμεις φέρονται να βοηθούσαν τους Τούρκους εθνικιστές στον αγώνα τους κατά της ελληνικής κατοχής των εδαφών αυτών. Εκτός όλων αυτών, η φασιστική Κυβέρνηση Μουσολίνι χρησιμοποίησε το συμβάν της δολοφονίας ενός Ιταλού στρατιωτικού στα ελληνο-αλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα, το μεγαλύτερο από τα Ιόνια νησιά. Ας μην ξεχνάμε πως τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν άλλοτε (ως το 1797) βενετική κτήση και παρέμεναν ακόμη στόχος του ιταλικού ιμπεριαλισμού.
Οι εξελίξεις που οδήγησαν στην Ιταλική Εισβολή
Στις 7 Απριλίου 1939 οι Ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Με την κατάληψη αυτή η Ιταλία απέκτησε κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η κατάληψη της Αλβανίας οδήγησε 2 από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, να λάβουν θέση και να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Ο Μεταξάς παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασισμό και το ναζισμό, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσει την Ελλάδα σε ένα ουδέτερο «έδαφος». Η προσπάθεια αυτή δεν σημαίνει ότι η Ελληνική διπλωματία βρισκόταν σε εφησυχασμό. Από τις αρχές του 1939 οι Έλληνες διπλωμάτες συγκέντρωναν πληροφορίες για τις προθέσεις των Ιταλών και των Γερμανών για τα Βαλκάνια.
Έτσι το καλοκαίρι του 1939 έγιναν γνωστά τα σχέδια του 'Σιδηρού Συμφώνου' Ιταλίας - Γερμανίας για την Ελλάδα. Πρόθεση τους, ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός της χώρας: το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε σαν δώρο στην Βουλγαρία, με την προϋπόθεση ότι θα της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο, και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιούταν απ τους Ιταλούς σαν κατοχική αστυνομική δύναμη. Με όλα αυτά τα δεδομένα στα χέρια του ο Μεταξάς αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά προς το Αγγλικό στρατόπεδο, μια κατάσταση που ούτως η άλλως ήθελε και ο αγγλόφιλος Βασιλιάς Γεώργιος Β.
Την ίδια περίοδο ο Χίτλερ, με προσωπικές του διπλωματικές κινήσεις από τις οποίες με διάφορους τρόπους είχε αποκλείσει την Ιταλία, εξασφάλισε την συμμαχία της Ουγγαρίας , της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Στο μυαλό του Μουσολίνι τα ρουμανικά πετρέλαια θεωρούνταν το δικό του μελλοντικό λάφυρο στα Βαλκάνια, και οι επαφές του Χίτλερ και οι εξελίξεις του προκάλεσαν έντονο εκνευρισμό. Έτσι αποφάσισε να ετοιμάσει τις δικές του κινήσεις και παίρνει την απόφαση να επέμβει στα Βαλκάνια.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ο Χίτλερ επιτίθεται στην Πολωνία, μία κίνηση που ήταν χαρακτηριστική των προθέσεων και των επιδιώξεων του για τα ανατολικά. Το γεγονός του ότι όλα τα μάθαινε εκ των υστέρων και όχι σαν σύμμαχος με την Γερμανία, εξόργισε τον Μουσολίνι. Τον Οκτώβριο του 1940 ο Χίτλερ συνεχίζει το σχέδιο του για την ανατολική Ευρώπη και καταλαμβάνει τις πετρελαιοπηγές της Πραχόβας της Ρουμανίας. Η νέα αυτή κίνηση των Γερμανών χωρίς να τον πληροφορήσουν εκνεύρισε για ακόμη μία φορά τον Μουσολίνι, ο οποίος το θεώρησε ως «επέμβαση» των συμμάχων του Γερμανών στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που ο ίδιος θεωρούσε ότι άνηκε στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας.
Σε μία προσπάθεια του να αντιδράσει στην κατάσταση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, συγκαλεί άμεσα σύσκεψη στη Ρώμη για να συζητηθεί η εισβολή στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης αυτής ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, προέβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις, τονίζοντας πως για μια τέτοια επιχείρηση καλό θα ήταν να συγκεντρωθεί δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών πριν την εισβολή.
Όμως, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, υποστήριξε ότι μόνο 3
μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου. Οι αξιωματικοί βεβαίωσαν τον Μουσολίνι ότι ο πόλεμος προς την Ελλάδα θα ήταν μια υπόθεση δύο εβδομάδων. Ο Υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, υποστήριξε ότι θα μπορέσουν να βασιστούν και στην υποστήριξη προσωπικοτήτων της Ελλάδας, οι οποίοι θα εξαγοράζονταν εύκολα, ανέλαβε να βρει μια αιτία πολέμου.
Στο εσωτερικό της Ιταλίας είχαν δημιουργηθεί μηχανισμοί οι οποίοι εξυπηρετούσαν προπαγανδιστικές επιχειρήσεις κατά της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού Έλλη στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου από ιταλικό υποβρύχιο. Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση σε μία προσπάθεια να διατηρήσει την ουδετερότητα της, ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Ανακοίνωση όμως που δεν έπεισε τον Ελληνικό λαό που είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους.
Το ιταλικό τελεσίγραφο
Ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, χτυπάει την πόρτα της οικίας του Ιωάννη Μεταξά με σκοπό να του επιδώσει τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με αυτό, ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας.
Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο με τα λόγια: «Alors, c'est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»). Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ' άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων.
Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Κατόπιν αυτού, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα, ενώ εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα.
Η ιταλική επίθεση και η ελληνική αντεπίθεση
Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Οι Ιταλικές δυνάμεις συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τις ημιονικές οδούς σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.
Ο Ελληνικός Στρατός με ηγέτες τον Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, τον υποστράτηγο Χαράλαμπο
Κατσιμήτρο, τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη και πολλούς Έλληνες αξιωματικούς που ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών, πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-22), κατάφερε να αποκρούσει τα κύματα των Ιταλικών επιθέσεων και να αντεπιτεθεί αναγκάζοντας τους Ιταλούς σε υποχώρηση με αποτέλεσμα μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου 1940, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας να είχε καταληφθεί από τους Έλληνες.
Οι Ιταλοί θέλοντας να πετύχουν μια νίκη στο αλβανικό μέτωπο πριν την επιβεβλημένη, πλέον, γερμανική εμπλοκή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μια νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη). Συγκέντρωσαν δεκαεπτά μεραρχίες έναντι των δεκατριών ελληνικών και υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι προσωπικά, επιτέθηκαν ενάντια στο στενό της Κλεισούρας. Η επίθεση διήρκεσε από τις 9 ως τις 20 Μαρτίου, αλλά απέτυχε να απωθήσει τους Έλληνες, κερδίζοντας περιορισμένες μόνο περιοχές στην περιοχή της Χειμάρρας. Έκτοτε και μέχρι τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου, οι επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκαν. Η σημαντικότερη μάχη της "εαρινής επίθεσης" ήταν η μάχη του υψώματος 731.
Η Γερμανική εισβολή του 1941
Στις 6 Απριλίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν εκ νέου την επίθεσή τους στην Αλβανία, μαζί με την επιχείρηση «Μαρίτα» των Γερμανών. Οι αρχικές επιθέσεις είχαν μικρό αποτέλεσμα, αλλά στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά στις 14 Απριλίου και έφτασαν στις λίμνες Πρέσπες στις 19. Στις 22 Απριλίου έφτασαν στα ελληνο-αλβανικά σύνορα στο χωριό Περάτη και πέρασαν σε ελληνικό έδαφος την επόμενη μέρα.
Στο μεταξύ, στις 18 Απριλίου το μηχανοκίνητο γερμανικό σύνταγμα Σωματοφυλακή SS «Αδόλφος Χίτλερ» (Leibstandarte "Adolf Hitler") κάμπτοντας την τοπική αντίσταση, κατέλαβε το πέρασμα του Μετσόβου, αποκόπτοντας έτσι τον Ελληνικό Στρατό Ηπείρου από τα μετόπισθεν.
Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ολοκληρώνοντας την απομόνωση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε από την Αλβανία. Έχοντας επίγνωση της κρίσιμης κατάστασης, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, σε συμφωνία με άλλους στρατηγούς, αλλά χωρίς την εξουσιοδότηση του Στρατάρχη Παπάγου, αντικατέστησε τον Αντιστράτηγο Πιτσίκα και προσέφερε συνθηκολόγηση στον Ζεπ Ντίτριχ (Sepp Dietrich) στις 20 Απριλίου, κυρίως για να αποφύγει ατιμωτική παράδοση στους Ιταλούς.
Οι όροι της παράδοσης θεωρήθηκαν τιμητικοί, καθώς ο ελληνικός στρατός δε θα αιχμαλωτιζόταν, ενώ οι αξιωματικοί θα επιτρεπόταν να διατηρήσουν το ξίφος τους. Ο Μουσολίνι εξοργίστηκε από τη μονομερή αυτή παράδοση και μετά από πολλές διαμαρτυρίες στον Χίτλερ, η τελετή συνθηκολόγησης επαναλήφθηκε στις 23 Απριλίου, για να παρευρεθούν και εκπρόσωποι της ιταλικής πλευράς.
Στις 24 Απριλίου τα ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν μαζί με τα γερμανικά στην Αττική, κοντά στην Αθήνα, ενώ οι ηττημένοι Βρετανοί ξεκίνησαν την αποχώρησή τους. Παράλληλα, η Βουλγαρία εισέβαλε στην Θράκη και κατέλαβε μια περιοχή γύρω από την Ξάνθη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη και της Κρήτης, έγινε μια θεαματική ιταλο-γερμανική παρέλαση στην Αθήνα για να εορταστεί η νίκη του Άξονα. Μετά τη νίκη επί της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, ο Μουσολίνι ξεκίνησε να κομπάζει για τη νέα ιταλική Mare Nostrum («η θάλασσά μας», αναφερόμενος στη Μεσόγειο).
Απολογισμός και Επιπτώσεις
Η πτώση της Κρήτης, παρά την αντίσταση και τον ηρωισμό των Κρητικών, το Μάιο του 1941, αποτελεί το χρονολογικό σημείο κατά το οποίο πλέον ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα. Για τα επόμενα τρία χρόνια οι Έλληνες υπέστησαν σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε εκτεταμένη Αντίσταση, η οποία απελευθέρωσε τις περισσότερες ορεινές περιοχές ως το 1944.
Παρά την τελική νίκη των δυνάμεων του Άξονα κατά της Ελλάδας, η αρχική ελληνική νίκη κατά των Ιταλών είχε μεγάλη επίπτωση στην πορεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα και ανύψωσε το ηθικό των λαών στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθυστέρησε την «επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα», ενώ προκάλεσε απώλειες σε αεροσκάφη και αλεξιπτωτιστές κατά τη Μάχη της Κρήτης. Αναφέρεται επίσης ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, σε συνομιλία του με την Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl), είπε με πικρία ότι «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα».
Πολύ σημαντικό επίσης ήταν και το ηθικό παράδειγμα. Όλος ο πλανήτης έβλεπε μια μικρή χώρα να σηκώνει το ανάστημα της και όχι μόνο να αντιστέκεται με τόλμη ενάντια στον Άξονα, αλλά να πετυχαίνει και σημαντικές νίκες. Ένα ηθικό παράδειγμα που αποτέλεσε εφαλτήριο άλλων λαών για αντίσταση στην Γερμανική πολεμική μηχανή. Η «ηρωική» αντίσταση των Ελλήνων εκτός του ότι προκάλεσε τον θαυμασμό πολλών Ευρωπαίων με χαρακτηριστικό παράδειγμα το μήνυμα του Γάλλου στρατηγού Ντε Γκωλ για την 25η Μαρτίου, («Στο όνομα του κατεχόμενου, πλην ακόμη ζωντανού γαλλικού λαού, η Γαλλία επιθυμεί να χαιρετίσει τον πόλεμο του ελληνικού λαού για την ελευθερία του. Η 25η Μαρτίου 1941 βρίσκει την Ελλάδα στην κορυφή ενός ηρωικού αγώνα και στην κορυφή της δόξας της.
Η Ελλάδα δεν έχει δει τέτοιο μεγαλείο και τέτοια δόξα, σαν αυτή που σήμερα απολαμβάνει, από τον καιρό της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.») ταυτόχρονα είχε γεννήσει και ανέκδοτα που αποδομούσαν την εικόνα των ηγετών του Άξονα, αποτελώντας οχήματα προπαγάνδας για αντίσταση των λαών της Ευρώπης, μια αντίσταση που ίσως εμπνευσμένη από την Ελληνική προσπάθεια, έπαιξε σημαντικό ρόλο για την έκβαση του πολέμου και κατά συνέπεια την ήττα του Φασισμού.
(Ο Χίτλερ τηλεφωνεί στον Μουσολίνι):
«Μπενίτο, δεν είσαι ακόμα στην Αθήνα;»
«Δε σε ακούω Αδόλφε»
«Λέω, ακόμα δεν είσαι στην Αθήνα;»
«Δε σε ακούω!! Θα τηλεφωνείς από μακριά. Στο Λονδίνο είσαι;»
(Ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στην Κατεχόμενη Γαλλία το χειμώνα 1940-41)
σχόλιο : Νικόλαος Αρώνης
πηγη : www.zougla.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου