Παγκόσμια Μέρα Ποίησης
«Γύφτε λαέ, άκουσέ με!... Το πρωτόσταλτο είμαι
σημάδι από την πλάση που θάρθει-
κ' ύστερα κι από ποιους καιρούς και χρόνια πόσα!
Ένας εγώ, και ζω για χίλιους.
Γύφτε λαέ, άκουσέ με...- δε σου μίλησε
προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα! (...)
Ο Νόμος, όταν απ' τη γνώμη του σοφού
δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο,
στραγγουλιστής και πνίχτης είναι ο Νόμος!
Πνοή του Νόμου, που τα πάντα κυβερνά,
μέσα μας είν' εμάς ο Νόμος, αητομάτης!
Νόμος, εμάς, νυχτοήμερα και πάντα, ο δρόμος!
Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού,
σαν τα σκουλήκια που πατεί μας
μα για ν' αντισταθεί με το σπαθί,
βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική
και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας./ (...)»
Κωστής Παλαμάς
«Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σάς χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σάς
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθειά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.
Κι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού».
Τάσος Λειβαδίτης
***
«(...) Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που
κιόλας
ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι
άνθρωποι, αθώοι,
να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να
χτυπούν το κεφάλι
στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει
ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μέσ' από μια χαραμάδα
λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ' το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο
-ποιος ξέρει-
ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να
αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του άνθρωπου (...)».
Γιάννης Ρίτσος
«(…) Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της
βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου˙ στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή
Γιώργος Σεφέρης
«Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν ψηλότερες από σένα, ψηλότερες.
Υπάρχουν αγνότερες από σένα, αγνότερες.
Υπάρχουν ομορφότερες από σένα, ομορφότερες.
Αλλά εσύ είσαι η βασίλισσα.
Όταν περπατάς στο δρόμο
κανείς δε σε αναγνωρίζει.
Κανένας δε βλέπει το κρυστάλλινο σου στέμμα, κανένας δεν κοιτάζει
το από κόκκινο χρυσό χαλί
που πατάς καθώς περνάς,
το χαλί δεν υπάρχει.
Κι όταν εμφανίζεσαι
όλοι οι ποταμοί ακούγονται
στο κορμί μου, καμπάνες
σείουν τον ουρανό
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.
Μονάχα εσύ κι εγώ,
μονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
τον ακούμε».
Πάμπλο Νερούντα
Στις 19 Οκτωβρίου 1979, με αφορμή την αναγγελία για τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Οδυσσέας Ελύτης – την περασμένη Παρασκευή συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατό του, στις 18 Μαρτίου 1996 – είχε κάνει την ακόλουθη δήλωση:
«Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του.
Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος. Ότι οι λεγόμενοι “πρακτικοί άνθρωποι” -κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί - μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό.
Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν. Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα ‘μαστε πια εδώ. Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας - και της εποχής μας».
Ναι, ο λαός μας και οι λαοί όλου του κόσμου, χρωστάμε πολύ περισσότερα στους ποιητές μας απ’ ό,τι στους… δανειστές μας.
Νίκος Μπογιόπουλος
e-nikos
σημάδι από την πλάση που θάρθει-
κ' ύστερα κι από ποιους καιρούς και χρόνια πόσα!
Ένας εγώ, και ζω για χίλιους.
Γύφτε λαέ, άκουσέ με...- δε σου μίλησε
προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα! (...)
Ο Νόμος, όταν απ' τη γνώμη του σοφού
δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο,
στραγγουλιστής και πνίχτης είναι ο Νόμος!
Πνοή του Νόμου, που τα πάντα κυβερνά,
μέσα μας είν' εμάς ο Νόμος, αητομάτης!
Νόμος, εμάς, νυχτοήμερα και πάντα, ο δρόμος!
Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού,
σαν τα σκουλήκια που πατεί μας
μα για ν' αντισταθεί με το σπαθί,
βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική
και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας./ (...)»
Κωστής Παλαμάς
***
«Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σάς χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σάς
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθειά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.
Κι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού».
Τάσος Λειβαδίτης
***
«(...) Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που
κιόλας
ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι
άνθρωποι, αθώοι,
να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να
χτυπούν το κεφάλι
στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει
ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μέσ' από μια χαραμάδα
λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ' το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο
-ποιος ξέρει-
ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να
αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του άνθρωπου (...)».
Γιάννης Ρίτσος
***
«(…) Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της
βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου˙ στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή
Γιώργος Σεφέρης
***
«Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν ψηλότερες από σένα, ψηλότερες.
Υπάρχουν αγνότερες από σένα, αγνότερες.
Υπάρχουν ομορφότερες από σένα, ομορφότερες.
Αλλά εσύ είσαι η βασίλισσα.
Όταν περπατάς στο δρόμο
κανείς δε σε αναγνωρίζει.
Κανένας δε βλέπει το κρυστάλλινο σου στέμμα, κανένας δεν κοιτάζει
το από κόκκινο χρυσό χαλί
που πατάς καθώς περνάς,
το χαλί δεν υπάρχει.
Κι όταν εμφανίζεσαι
όλοι οι ποταμοί ακούγονται
στο κορμί μου, καμπάνες
σείουν τον ουρανό
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.
Μονάχα εσύ κι εγώ,
μονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
τον ακούμε».
Πάμπλο Νερούντα
***
Στις 19 Οκτωβρίου 1979, με αφορμή την αναγγελία για τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Οδυσσέας Ελύτης – την περασμένη Παρασκευή συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατό του, στις 18 Μαρτίου 1996 – είχε κάνει την ακόλουθη δήλωση:
«Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του.
Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος. Ότι οι λεγόμενοι “πρακτικοί άνθρωποι” -κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί - μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό.
Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν. Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα ‘μαστε πια εδώ. Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας - και της εποχής μας».
Ναι, ο λαός μας και οι λαοί όλου του κόσμου, χρωστάμε πολύ περισσότερα στους ποιητές μας απ’ ό,τι στους… δανειστές μας.
Νίκος Μπογιόπουλος
e-nikos
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου