Led Zeppelin- The Song Remains The Same
Στα δώδεκα χρόνια ύπαρξης [1968-1980] κατόρθωσαν και επηρέασαν δεκάδες σύγχρονούς τους και στην κυριολεξία εκατοντάδες κατοπινά συγκροτήματα, από τους Cult και Mission μέχρι τους Pearl Jam και Black Crowes. Στη δεκαετία του ’70 υπήρξαν ονόματα που πούλησαν συλλογικά περισσότερους δίσκους από τους Led Zeppelin. Πάρα το γεγονός ότι η εμπορική επιτυχία τούς συνόδευε από τα πρώτα βήματα της καριέρας τους. Όχι ότι δεν υπήρξαν κάποιες στρατηγικές που βοήθησαν. Πρώτα απ’ όλα φάνηκε ότι αποτέλεσαν τη συνέχεια του πρώτου hard rock συγκροτήματος στην ιστορία, των Yardbirds. Μάλιστα, τις πρώτες συναυλίες τις έδιναν σαν New Yardbirds. Κατά τη γνώμη μου, οι Yardbirds υπήρξαν και το πρώτο hard rock και το πρώτο ψυχεδελικό γκρουπ στην ιστορία του rock.
O κόσμος άρχισε να μιλάει γι’ αυτούς το 1969, τη χρονιά του Woodstock, όταν το rock ’n’ roll έπαιρνε διαστάσεις κοινωνικού πια φαινομένου, έτοιμου να προσελκύσει εκατομμύρια οπαδούς μ’ έναν τρόπο που κανένα άλλο μουσικό είδος δεν είχε κατορθώσει στο παρελθόν. Οι Led Zeppelin είχαν όλες τις προδιαγραφές για ν’ αναλάβουν ηγετικό ρόλο σ’ αυτόν τον χώρο. Αν και στην αρχή έδωσαν μικρές παραστάσεις σε ευρωπαϊκές πόλεις, αμέσως φάνηκε ότι είχαν συγκροτηθεί για να παίξουν σε στάδια και πολυπληθή φεστιβάλ. Τα σόου τους ήταν προγραμματισμένα και προσχεδιασμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ο Plant ήταν στημένος σε συγκεκριμένα σημεία της πίστας, ο Page έπαιζε κιθάρα χρησιμοποιώντας δοξάρι βιολιού (μια τεχνική που είχε κλέψει από τον Eddie Phillips των Creation) με πολύ εντυπωσιακό τρόπο και όποτε ο Bonham χτυπούσε το gong ξεπετάγονταν φλόγες, με τέτοιον τρόπο ώστε και ο τελευταίος οπαδός που καθόταν στις πίσω σειρές μπορούσε να δει και να θαυμάσει. Σ’ αυτό βοηθούσε και ο φωτισμός που ήταν από τους καλύτερους (συχνά φαινόταν σαν να άστραφτε και η σκηνή λουζόταν σ’ ένα λαμπρό, εκτυφλωτικό φως).
Ύστερα ήταν η μουσική. Μ’ έναν μοναδικό και μάλλον απίστευτο τρόπο, πήραν το αγροτικό blues και το blues του Chicago και το ώθησαν σε εξτρεμιστικές θέσεις όσον αφορά στην ένταση, στην ερμηνεία και στο συναίσθημα. Η μουσική τους ήταν αυτή που, αν μη τι άλλο, απαιτούσε σεβασμό. Κανείς δεν βρέθηκε να τους απορρίψει ως μουσικούς. Στη μουσική τους μπορούσε κάποιος ν’ ανακαλύψει στοιχεία από τη βρετανική folk, από τη soul της Tamla, από το funk του James Brown, από το rock ’n’ roll του ’50, από το blues, από τις ανατολίτικες παραδοσιακές φόρμες, δηλαδή είχαν κάτι ανάλογο με τους Beatles. Ανακάτευαν και ενσωμάτωναν τέλεια πολλά και διαφορετικά είδη. Με μια μικρή διαφορά: οι Beatles ενοποιούσαν αυτά τα θέματα με κάποια σχετικά «κουλτουριάρικη» διάθεση. Οι Zeppelin τα χρησιμοποιούσαν ως rock μπάντα. Γιατί στα ’60s επιτρεπόταν να είσαι οπαδός ταυτόχρονα διαφορετικών ειδών, π.χ. των Stones, του Stevie Wonder, του Dylan ή του Tom Jones. Στα ’70s η πολικότητα ήταν μεγαλύτερη. Ένας οπαδός της Carly Simon δύσκολα δεχόταν τον ήχο της Stax και ακόμα δυσκολότερα άκουγε Black Sabbath. Εξάλλου, η μουσική βιομηχανία είχε απλωθεί σε τέτοιον βαθμό ώστε οι Zeppelin μπορούσαν να πετυχαίνουν τεράστιες πωλήσεις δίχως ν’ αναγκάζονται να προσελκύσουν τους οπαδούς π.χ. της pop ή της soul.
Ενώ, λοιπόν, άρπαξαν την ευκαιρία που τους προσέφερε η διεθνοποίηση του rock μέσω του Woodstock, δεν έμειναν μόνο εκεί. Αντιλαμβανόμενοι ότι τα lps υποσκελίζουν σε πωλήσεις τα singles, ηχογραφούν μονάχα albums και κανένα απολύτως single, εκτός από κάποια βρετανικά promos που μοίραζε η εταιρεία στους σταθμούς, γιατί παράλληλα έχουμε και τη γιγαντοποίηση των σταθμών των FM, που αποτελούν τη βασική και πιο άμεση μονάδα πληροφόρησης του κοινού, αφού ο μουσικός τύπος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει γνωστή τη μουσική σαν ακουστικό ερέθισμα αλλά περιορίζεται στην ιστορική και αφηγηματική επεξεργασία της. Όπως και να το κάνουμε, η γνώμη του ακροατή είναι πιο ολοκληρωμένη από τη γνώμη του αναγνώστη στην προκειμένη περίπτωση. Και ύστερα, άντε να περιγράψει κανείς τη μουσική που έπαιζαν όλες αυτές οι progressive μπάντες, που ενσωμάτωναν δεκάδες στοιχεία μέσα στη μουσική τους. Ο ρόλος των δημοσιογράφων γινόταν όλο και πιο δύσκολος.
Οι Led Zeppelin έδειξαν ότι αδιαφορούσαν και για την εμπορικότητα. Έξι από τα singles που έβγαλε η Atlantic στην Αμερική κατέκτησαν υψηλές θέσεις στο top 40, αλλά αυτό το γεγονός ούτε τους ένοιαξε, ίσως γιατί ήταν σίγουροι για το αποτέλεσμα των albums. Όντως, αντίθετα με τη λογική της εταιρείας -και διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις της-, από τα δέκα albums τους έξι πήγαν #1 στις ΗΠΑ και οχτώ βρέθηκαν στην αντίστοιχη θέση στη Βρετανία. Αν η Atlantic είχε φροντίσει έγκαιρα να προτείνει τα πρώτα τους albums ώστε να γίνουν πλατινένια, σίγουρα οι πωλήσεις αυτών των δίσκων θα είχαν διπλασιαστεί. Βλέπετε πως ούτε η ίδια τους η εταιρεία πίστευε ότι είχε να κάνει με φαινόμενο. Έτσι, δυστυχώς τα έξι πρώτα albums τους επικυρώθηκαν απλά σαν χρυσά [άσχετα αν το τέταρτο έμεινε 248 (!) βδομάδες στα charts], τα Presence και Coda έγιναν πλατινένια, το Song Remains The Same έγινε δύο φορές πλατινένιο και το In Through The Out Door χαρακτηρίστηκε σαν τρεις φορές (!!!) πλατινένιο. Ίσως για μοναδική φόρα στην ιστορία της μουσικής ένα γκρουπ φαίνεται πιο πετυχημένο εμπορικά στη δύση της πορείας του. Και σίγουρα για μοναδική φορά μια μπάντα συναντά τέτοια απίστευτη επιτυχία αψηφώντας τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας. Άσχετα αν έγινε από πρόθεση ή από τύχη, η εξέλιξή τους ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού συγκυριών και ικανότητας. Ακόμα και μέχρι σήμερα, δεκατέσσερα χρόνια μετά την επίσημη διάλυσή τους, είναι το ίδιο πετυχημένοι όσο παλιά. Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στην ιστορία τους, που ομολογουμένως παρ’ όσα έχουν γραφεί, πάντα παρουσιάζει ενδιαφέρον. Και, γιατί όχι, για να μαθαίνουν και οι νεότεροι.
Οι Νέοι Yardbirds
Αντίθετα με τα περισσότερα φκρουπ των ’60s των οποίων ο σχηματισμός ήταν αποτέλεσμα φιλίας ή αμεσότητας μεταξύ των μελών, οι Led Zeppelin φορμαρίστηκαν κατόπιν σχεδίου.
Ο εικοσιτετράχρονος Jimi Page είχε τεράστια πορεία στον χώρο του rock. Ήταν ο περισσότερο ζητούμενος session κιθαρίστας, με εκατοντάδες συμμετοχές σε δίσκους τρίτων, γιατί ήταν ίσως ο μοναδικός που υποσχόταν κάτι «διαφορετικό» με το παίξιμό του. Βλέπετε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δεν ήταν πολλοί οι καλοί ροκ κιθαρίστες. Ο Jimi ήταν πασίγνωστος στους λονδρέζικους κύκλους από το 1964 σαν session, όπως άλλωστε ο και πιανίστας Nicky Hopkins ή ο μπασίστας John Baldwin (που αργότερα θ’ άλλαζε το όνομά του σε John Paul Jones).
Όλοι, όμως, όσοι έκαναν session δουλειά την εύρισκαν εξαιρετικά βαρετή, αφού ουσιαστικά ενεργείς για λογαριασμό άλλων και πολλές φορές τ’ όνομά σου δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των δημιουργών (όπως γινόταν στα singles των ’60s, που κανείς δεν γνώριζε τα ονόματα των εκτελεστών. Παρ’ όλα αυτά, ο Page απέρριψε την πρώτη μεγάλη προσφορά που του έγινε για να πάρει τη θέση του αποχωρήσαντος Eric Clapton στους Yardbirds τον Φλεβάρη του 1965, οι οποίοι τελικά προσέλαβαν το φίλο του Jimi, Jeff Beck. Αλλά τον Ιούνιο του 1966, όταν έφυγε ο μπασίστας Paul Samwell Smith, o Page πήγε να συμπληρώσει το κενό. Τότε ο rhythm κιθαρίστας Chris Dreja ανέλαβε το μπάσο και οι Yardbirds βρέθηκε να έχουν στις τάξεις τους δύο από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες στον κόσμο, τον Beck και τον Page. Ήταν η περίοδος που ο Beck ενδιαφερόταν να κάνει κάτι δικό του και ηχογράφησε το single Ηι Ηο Silver Lining / Beck’s Bolero, στις αρχές του ’67.
Όμως τον ίδιο ακριβώς μήνα ένα άλλο βρετανικό γκρουπ, οι περίφημοι Attack, κυκλοφόρησαν ένα single με τον ίδιο ακριβώς τίτλο Hi Ho Silver Lining, αλλά το τραγούδι ήταν διαφορετικό. Ποιος έκλεψε από ποιον την ιδέα του τίτλου; Αν και η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια, κανείς δεν ενοχοποιήθηκε. Από τα μεγάλα μυστήρια της ιστορίας της rock.
Τον Beck βοήθησαν στην εγγραφή ο Page (o οποίος σύνθεσε τη δεύτερη πλευρά), ο Hopkins, o Jones και ο ντράμερ των Who Keith Moon. Οι Who περνούσαν κρίση και βρίσκονταν στα πρόθυρα της διάλυσης. Ο Page ονειρευόταν να δημιουργήσει μια νέα μπάντα με μέλη τούς παραπάνω μουσικούς, αλλά με τον John Entwistle στη θέση του Jones και με τραγουδιστή είτε τον Stevie Winwood (από τους Spencer Davis Group) είτε τον Steve Marriott (των Small Faces).
Τότε ο Moon είπε πως δεν θα γινόταν τίποτα και το συγκρότημα θα βούλιαζε σαν «μολυβένιο μπαλόνι», ενώ ο Entwistle ήταν πιο ακριβής συμπληρώνοντας σαν… μολυβένιο Zeppelin (Lead Zeppelin).
Με την κυκλοφορία του single (Μάρτιος ’67) ο Beck έφυγε από τους Yardbirds οι οποίοι συνέχισαν ως κουαρτέτο μέχρι το καλοκαίρι του 1968, οπόταν διαλύθηκαν οριστικά, φορτώνοντας στον Page ένα σωρό υποχρεώσεις (επειδή αυτός και ο μάνατζερ Peter Grant είχαν το δικαίωμα χρήσης του ονόματος) όπως μια ευρωπαϊκή τουρνέ που έπρεπε οπωσδήποτε να πραγματοποιηθεί. Ο Jimi άρχισε να στρατολογεί νέους μουσικούς για το group που θα ονομαζόταν New Yardbirds, όπως τον J.P. Jones [μπάσο, keybords], τον B.J. Wilson [ντραμς] από τους Procol Harum και τον Terry Reid [τραγούδι]. O τελευταίος όμως είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον Mickie Most σαν σόλο τραγουδιστής και δεν μπορούσε. Ωστόσο, του σύστησε έναν φίλο του που είχε καταπληκτική φωνή και τραγουδούσε σε ένα r&b συγκρότημα, τους Hobbstweedle. T’ όνομά του Robert Plant, και καταγόταν από το Μπέρμιγχαμ. Ο Jimi ταξίδεψε στην πόλη για να τον γνωρίσει. Όντως είχε περίφημη φωνή, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει επειδή ο ίδιος νόμιζε πως δεν είχε αρκετό ταλέντο. Δεκαεννιά μόλις χρόνων, κάτοχος μιας αξιοπρόσεχτης φωνής, αλλά αναποφάσιστος. Κάποιος μάνατζερ τον είχε απογοητεύσει, λέγοντας του πως δεν έχει καλή φωνή. Ο Page τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Μετακόμισε στο Λονδίνο μαζί με τον φίλο του John «Bonzo» Bonham που ανέλαβε τα ντραμς, παίρνοντας τη θέση του Wilson. Ο Bonham ήταν πιο πεπειραμένος γιατί είχε δουλέψει κοντά σε γνωστά ονόματα όπως ο Tim Rose κ.ά.
Οι τέσσερείς τους, λοιπόν, περιόδευσαν στη Σκανδιναβία ως New Yardbirds τον Σεπτέμβριο του ’68. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο o Page διαπίστωσε πως η νέα αυτή μπάντα ελάχιστα κοινά σημεία είχε με την παλιά. Έτσι άρχισε να ζητεί νέο όνομα. Αρχικά κατέληξε στο Mad Boys αλλά κάποια στιγμή θυμήθηκε τη φράση του Entwistle «Lead Zeppelin». Χάριν ευφωνίας απέρριψε το «a» και ονόμασε το συγκρότημα Led Zeppelin.
Ακόμα
και μέχρι σήμερα, δεκατέσσερα χρόνια μετά την επίσημη διάλυσή τους,
είναι το ίδιο πετυχημένοι όσο παλιά. Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στην
ιστορία τους, που ομολογουμένως παρ’ όσα έχουν γραφεί, πάντα
παρουσιάζει ενδιαφέρον. Και, γιατί όχι, για να μαθαίνουν και οι
νεότεροι
Ο μάνατζερ Peter Grant τούς δέσμευσε αμέσως με συμβόλαιο στην Atlantic, δεχόμενος μια γενναία προκαταβολή, που ανερχόταν στο ύψος των διακοσίων χιλιάδων δολαρίων. Η μπάντα, μετά από λίγες παραστάσεις στα λονδρέζικα κλαμπ, κλείστηκε στα περιβόητα Olympic Studios και σε τριάντα ώρες ηχογράφησε το πρώτο της ομώνυμο άλμπουμ (σ.σ.: το οποίο συνοδεύει και μία από τις εκδόσεις του περιοδικού που κρατάτε στα χέρια σας). To γεγονός ότι τα συμβόλαια υπογράφηκαν στη Νέα Υόρκη σήμαινε πως το γκρουπ είχε κριθεί κατάλληλο για την αμερικάνικη αγορά ευθύς εξ αρχής.
Άλλωστε, το άλμπουμ πρώτα εμφανίστηκε εκεί (Γενάρης του ’69) και μετά στην αγγλική αγορά (Μάρτιος ’69). Για να το προωθήσουν ανέλαβαν μια μεγάλη περιοδεία που η αφετηρία της ήταν η Βοστώνη. Και ενώ ο δίσκος μεταδιδόταν συνέχεια από τους αμερικάνικους σταθμούς των FM, στη Βρετανία η υποδοχή ήταν πιο ήπια. Το αγγλικό κοινό μάλλον περίμενε μια συνέχει των Yardbirds, γιαυτό δίσταζε. Όμως ο μοναδικός συνδετικός κρίκος με το προηγούμενο γκρουπ του Page ήταν το τραγούδι Dazed and confused που είχαν παίξει μονάχα live σαν I’m Confused. Και εδώ υπάρχει μια παρεξήγηση. Όταν εμφανίστηκε ένας Αμερικάνος καλλιτέχνης της Tower Records, o Jake Holmes, ο οποίος ισχυριζόταν πως το Dazed and confused είναι δική του σύνθεση και μάλιστα το είχε συμπεριλάβει στο άλμπουμ του The Above Ground Sound Of… με ελάχιστα διαφοροποιημένους στίχους. Και σε αυτό το θέμα ποτέ δεν δόθηκε καμμία ικανοποιητική εξήγηση. Δύο δημιουργίες του Willie Dixon, τα Υου shook me, I can’t quit you baby και το παραδοσιακό μπλουζ Babe I’m gonna leave you αποτελούσαν τις μοναδικές διασκευές. Όλα τα υπόλοιπα τραγούδια ήταν συνθέσεις των Page, Jones και Bonham. Oι κριτικές που πήρε ο δίσκος ήταν πολλές και διάφορες. Οι Βρετανοί δημοσιογράφοι τον εκθείασαν επειδή ήταν κάτι νέο και επειδή, φυσικά, προερχόταν από την Αγγλία. Στην Aμερική ο underground Τύπος έγραφε ενθουσιώδη λόγια, ενώ στα περισσότερα καταξιωμένα μουσικά έντυπα όπως το Rolling Stone οι κριτικές ήταν αντίθετες. Παρ’ όλα αυτά το lp έφτασε το #10 στις ΗΠΑ, και έμεινε στα charts 95 εβδομάδες, και #6 στην Αγγλία, με παραμονή 79 βδομάδες. Πριν κλείσει ο χρόνος, τον Νοέμβριο του ’69, κάνει την εμφάνισή του στην αγορά το δεύτερο άλμπουμ τους Led Zeppelin II, όταν η δημοτικότητα της μπάντας ανέβαινε κατακόρυφα με ασυνήθιστους ρυθμούς. Το lp ηχογραφήθηκε σε διαφορετικά στούντιο, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας τους.
Εδώ αρχίζουν να διαγράφονται εμφανίστατα οι hard rock προτιμήσεις τους, αφού η μπάντα με πρωτοφανή δυναμισμό εκτελεί αξιοθαύμαστα τα κομμάτια. Μια μονάχα διασκευή στο Killing floor του Howlin Wolf, ενώ τα υπόλοιπα τα έχουν γράψει οι ίδιοι. Ο Plant αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του και συμμετέχει συνθετικά σε επτά από τα εννιά τραγούδια, ενώ για πρώτη φορά ο Jones υπογράφει με το αληθινό του όνομα Baldwin. O δίσκος άνοιγε με το κλασικό πια Whole lotta love -μέσα στις τρεις καλύτερες hard rock συνθέσεις- που στην Αμερική εμφανίστηκε ως single και πήγε κατευθείαν στο #4. Στη Βρετανία, ως συνήθως, δεν υπήρξαν singles αφού ούτως ή άλλως τα άλμπουμ τους κατάφερναν να πουληθούν γρηγορότερα από τα singles. Αυτή τη φορά οι κριτικές ήταν ενθουσιώδεις.
Όλοι εξυμνούσαν τον δίσκο, αλλά αυτό δεν τους ένοιαζε όταν πληροφορήθηκαν πως σε μικρό χρονικό διάστημα ο δίσκος ξεπέρασε σε πωλήσεις τα πέντε εκατομμύρια αντίτυπα και χαρακτηρίστηκε ο τέταρτος πιο πετυχημένος δίσκος της χρονιάς (μετά το Hair, το Abbey Road των Beatles και το δεύτερο lp των Blood Sweat & Tears). Στη πατρίδα τους έμεινε 7 εβδομάδες στο #1 και 137 βδομάδες μέσα στο top 50. Mε τους Beatles διαλυμένους και τους Stones να ψάχνουν να βρουν νέα ταυτότητα, οι Led Zeppelin ανακηρύχτηκαν το καλύτερο γκρουπ στον κόσμο το 1970.
Ο
Moon είπε πως δεν θα γινόταν τίποτα και το συγκρότημα θα βούλιαζε σαν
«μολυβένιο μπαλόνι», ενώ ο Entwistle ήταν πιο ακριβής συμπληρώνοντας
σαν… μολυβένιο Zeppelin (Lead Zeppelin)
Ύστερα από μια τεράστια περιοδεία, που έληξε στις 19/4/1970, οι Page και Plant αναπαύτηκαν σ’ ένα εξοχικό στη Snowdonia, που ονομαζόταν Bron-Y-Aur (Χρυσαφένιο Στήθος, στα Ουαλλικά). Εκεί άρχισαν να ετοιμάζουν το επόμενο άλμπουμ τους. Επειδή χρησιμοποιούσαν μονάχα ακουστικά όργανα, αυτή η αίσθηση πέρασε μέσα στο Led Zeppelin III, που παρουσίαζε κάποια ύφεση. Ήταν πιο συγκρατημένο από τα δύο προηγούμενα. Εμφανίστηκε στην αγορά τον Οκτώβριο του ’70 και εκτός από δύο σκληρές στιγμές (Immigrant song, Out on the tiles) το υπόλοιπο αποτελούσαν ακουστικά κομμάτια όπως τα That’s the way, Tangerine κ.λ.π. που έδωσαν την ευκαιρία στους κριτικούς να γράψουν πως η μπάντα ενδιαφέρεται για τη folk ή το folk blues. Ήταν τότε που ο Plant δήλωσε: «Επειδή είμαι τραγουδιστής των Led Zeppelin δεν σημαίνει ότι δεν μου αρέσουν οι Fairport Convention ή οι Buffalo Sprinfield». Το εξώφυλλο ήταν από τα πιο περίεργα που σχεδιάστηκαν. Υπήρχαν στρογγυλά ανοίγματα, ενώ από μέσα γύριζε ένας χαρτονένιος δίσκος με φωτογραφίες, ούτως ώστε κάθε φορά να εμφανίζεται και διαφορετική εικόνα από τ’ ανοίγματα. Άλλωστε, σε αυτό το άλμπουμ υπήρξε και κάτι άλλο που απετέλεσε την αρχή διάφορων φημών και ιστοριών που θα συνόδευαν την μπάντα μέχρι το τέλος της. Είχαν να κάνουν με το ενδιαφέρον του Page για τον αποκρυφισμό και τη Μαύρη Μαγεία.
Στον «καθρέπτη» του δίσκου της πρώτης μόνο έκδοσης υπήρχαν χαραγμένες δύο φράσεις που ανήκουν σε γνωμικά του Alistair Crowley. Στην πρώτη πλευρά το «Do What Thou Wilt» και στη δεύτερη το «So Mode It Be».
Μετά τη κυκλοφορία του άλμπουμ η μπάντα βρέθηκε πάλι στον δρόμο. Η τουρνέ τελείωσε στη Χιροσίμα, όπου έπαιξαν μπροστά σε 6.000 άτομα και όλα τα έσοδα της συναυλίας δόθηκαν στα θύματα της ατομικής βόμβας. Επιστρέφοντας στη πατρίδα τους έδωσαν παραστάσεις σε μικρά κλαμπ, για ν’ αποδείξουν ότι δεν ενδιαφέρονταν μονάχα για τεράστιες τουρνέ. Σε αυτό το μικρό κοινό ο Page παρουσίασε για πρώτη φορά ένα μεγάλης διάρκειας τραγούδι, με τίτλο Stairway to Heaven, χρησιμοποιώντας μια διπλή κιθάρα Gibson που του έδινε τη δυνατότητα να μετακινείται εύκολα από την εξάχορδη στη δωδεκάχορδη.
Για να προξενήσουν γενική σύγχυση το Νοέμβριο του ’71 κυκλοφορούν το τέταρτο «άτιτλο» album τους. Ηχογραφήθηκε στο Λονδίνο με μηχανήματα που νοίκιασαν από τους Rolling Stones. Αντί για τίτλος χρησιμοποιήθηκε ένας συμβολισμός του Page ούτως ώστε συχνά αυτό το lp χαρακτηρίζεται σαν «Led Zeppelin 4», «Four Symbols», «Fourth Album», «The Runes Album», ή «Zoso». Για ν’ αναλύσω τα σύμβολα θα πάρει πολλές σελίδες, γιαυτό περνάω στο περιεχόμενο. Θεωρείται μέχρι σήμερα ο πιο πετυχημένος τους δίσκος, αφού και τα δύο singles Black dog και Rock ’n’ roll πήγαν καλά στις ΗΠΑ, ενώ το Stairway to Heaven έχει χαρακτηριστεί το πλέον πολυπαιγμένο τραγούδι από τους ραδιοσταθμούς των FM. Μάλιστα, από το 1975 και μετά αποτελούσε τον επίλογο κάθε συναυλίας τους. Αξίζει να σημειωθεί πως στο The battle of evermore φωνητικά κάνει η Sandy Denny.
Το πέμπτο τους άλμπουμ, House Of The Holy, ήταν το πρώτο που είχε κανονικό τίτλο και καθυστέρησε να κυκλοφορήσει επειδή δεν πέτυχε ο χρωματισμός του εξωφύλλου. Επρόκειτο να εμφανιστεί στην αγορά τον Αύγουστο του ’72 και τελικά κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του ’73. Επειδή στο εξώφυλλο δεν αναγραφόταν κανένα στοιχείο, η εταιρεία πέρασε μια άσπρη λουρίδα με το τίτλο και το όνομα του γκρουπ. Όπως όλα τα προηγούμενα έτσι και αυτό βρέθηκε κατευθείαν στην κορυφή χάρη σε δύο πετυχημένα singles: Over the hills and far away και D’yer Mak’er.
Όπως πάντα, ακολούθησε η καθιερωμένη τουρνέ. Εδώ αξίζει να αναφέρω τι έγραψε το Billboard για το σόου στο Madison Square Garden: «Τρεις ώρες χωρίς διάλειμμα. Η μουσική μέσα από στροβοσκόπια και καθρέπτες, ο καπνός να γεμίζει τη σκηνή και μπάλες φωτιάς. Ο Page ένας άριστος επαγγελματίας να χορεύει, να παίζει κιθάρα με δοξάρι βιολιού ή να χρησιμοποιεί θέραμιν για να παράγει περίεργους ήχους, ποτέ δεν έχασε ούτε μία νότα. Ο Robert κάτοχος μιας από τις αγριότερες φωνές, με echo και reverb στα μικρόφωνα, τραγουδούσε άνετα. Ο John Paul Jones έπαιζε μπάσο και keyboards εξαιρετικά, ενώ το παίξιμο του Bonham σταδιακά τελειοποιείται».
Ένα μάθημα του τι σημαίνει καλό rock n’ roll. Η συναυλία κινηματογραφήθηκε αλλά έκανε να εμφανιστεί χρόνια στις αίθουσες προβολής, για ανεξήγητους λόγους.
Φυσικός Γραφίτης
Μετά την τουρνέ η μπάντα έμεινε αδρανής μερικούς μήνες για να ξεκουραστούν τα μέλη, για πρώτη φορά από τότε που σχηματίστηκαν. Ταυτόχρονα τελείωσαν και μερικές δουλειές που είχαν μείνει στη μέση, όπως το γύρισμα κάποιων σκηνών για το ντοκιμαντέρ της συναυλίας και η ίδρυση της δικής τους εταιρείας Swansong Records (το όνομα πάρθηκε από ένα σόλο κιθαριστικό track του Page) όπου αμέσως υπέγραψαν οι Bad Company και ο Dave Edmunds. Ύστερα ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στο έκτο τους άλμπουμ που είχε τίτλο Physical Graffiti και ήταν διπλό. Το φκρουπ είχε υλικό για ενάμιση lp. Έτσι, συμπεριέλαβαν και κάποια κομμάτια που είχαν γράψει στο παρελθόν. Ήταν η πρώτη τους κυκλοφορία στη δική τους εταιρεία. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν πάλι αξιοθαύμαστο. Το τρίτο lp που πήγαινε #1 στη Βρετανία και φυσικά καρφώθηκε με την πρώτη εβδομάδα εμφάνισης στο #3 στις ΗΠΑ. Λέγεται ότι τα κεντρικά δισκοπωλεία της Νέας Υόρκης την πρώτη εβδομάδα πουλούσαν περίπου τριακόσια αντίτυπα την ώρα. Και το single Tramped under foot έκανε έντονη την παρουσία του στο αμερικάνικο top 40. Όμως το κομμάτι που προξένησε ιδιαίτερη αίσθηση ήταν το Kashmir, με τις ανατολίτικες επιρροές.
Όποιος, όμως, «παίζει» με αρνητικές δυνάμεις σύντομα δέχεται και τα πρώτα αρνητικά αποτελέσματα. Δεν μπορείς να ζητάς δόξα, δύναμη, πλούτη κ.λ.π. χωρίς αντάλλαγμα. Και τα ανταλλάγματα σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις κοστίζουν ακριβά. Σίγουρα πιο ακριβά και από τα εξαντλημένα εισιτήρια των Page και Plant, όταν ταξίδεψαν στην Αφρική. Ύστερα αποφάσισαν να κάνουν ξεχωριστές διακοπές και να συναντηθούν στο Παρίσι τον Αύγουστο του ’75 για να προβάρουν νέα τους τραγούδια. Ο Plant ξεκουραζόταν στη Ρόδο, όταν στις αρχές Αυγούστου τράκαρε με το αυτοκίνητό του και υπέστη πολλαπλά κατάγματα, που τον ανάγκασαν να μείνει ακίνητος για τρεις μήνες.
Και ενώ η νέα τουρνέ αναβλήθηκε, η μπάντα αναπάντεχα μπαίνει στο studio και δουλεύει πάνω σε ένα νέο άλμπουμ, ίσως το πιο περίεργο μέχρι τότε. Φήμες που αφορούσαν την καθυστέρηση του δίσκου μνημόνευαν ότι υπήρχαν προβλήματα με το εξώφυλλο. Και τι εξώφυλλο! Ό,τι πιο αινιγματικό είχαν κάνει. Ήταν διπλό, λευκό, και υπήρχαν δέκα φωτογραφίες παρμένες από την καθημερινότητα, όπου σε κάθε μια βασικό αντικείμενο προσοχής ήταν ένας μαύρος μυστηριώδης οβελίσκος. Κάποια εφημερίδα, μάλιστα, έκανε διαγωνισμό μεταξύ των αναγνωστών για ν’ ανακαλύψουν τι μπορεί να σημαίνει αυτό το αντικείμενο. Ο τίτλος του άλμπουμ ήταν Presence, και ήταν μάλλον ο πιο προσγειωμένος τους δίσκος, βασισμένος αποκλειστικά στο ορθόδοξο rock. Αν και παραήταν συμβατικό, έτυχε της ίδιας υποδοχής. Φαίνεται πως οι οπαδοί τους το θεώρησαν εξίσου αναγκαίο με τα προηγούμενα και έτσι βρέθηκε στο #1 για δύο εβδομάδες τον Απρίλιο του ’76. Είχε όμως τη μικρότερη παραμονή μέσα στα charts από όλα τα άλλα.
Στη Χιροσίμα, έπαιξαν μπροστά σε 6.000 άτομα και όλα τα έσοδα της συναυλίας δόθηκαν στα θύματα της ατομικής βόμβας
Τα μέλη δήλωναν ότι ήταν ο πιο υποτιμημένος τους δίσκος , αλλά δεν
φαίνεται να το πολυπίστευαν γιατί πριν περάσουν έξι μήνες στις βιτρίνες
των δισκοπωλείων φιγουράριζε ένα άλλο lp τους, το διπλό live The Song
Remains The Same, από το soundtrack της ομώνυμης ταινίας-ντοκιμαντέρ
του κονσέρτου στο Madison Square Garden τον Ιούλιο του ’73. Ο δίσκος
συνοδευόταν από οκτασέλιδο booklet με φωτογραφίες του γκρουπ από τη
συναυλία (για πρώτη φορά σε lp). Τόσο οι δύο τελευταίες κυκλοφορίες όσο
και το φιλμ ήταν η αναγκαία λύση στο πρόβλημα που δημιούργησε ο
τραυματισμός του Plant. Το φιλμ ήταν ένα ιδιόρρυθμο ανακάτεμα από
στιγμιότυπα, γεγονότα και φανταστικές συσχετίσεις «η καλύτερή μας
παράσταση», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Jimi. Κατά τη γνώμη μου είναι
απλά ένα ιστορικό ντοκουμέντο μιας άριστης συναυλίας των Zeppelin.Φυσικά, από τα καλύτερα σημεία είναι το Stairway to Heaven, όπου ο Plant επιχειρεί μάταια να δώσει μια πιο λογική εξήγηση στο σκοτεινό νόημα των στίχων. «Νομίζω πως είναι ένα τραγούδι ελπίδας». Αφού τραγουδάει τη στροφή «And the forests will echo with laughter» ρωτάει το κοινό «Does anybody remember laughter?», και τέλος δηλώνει «αλλά σας έχω μερικά καλά νέα». Με την ταινία να προβάλλεται σε όλο τον κόσμο, οι Zeppelin ετοιμάζονται για νέα τουρνέ, όταν μια περίεργη ίωση του Plant (χτύπημα υπ’ αριθμόν 2) τους αναγκάζει να αναβάλουν την περιοδεία για μερικούς μήνες. Ενώ όλα ήταν έτοιμα και η τουρνέ ξεκινάει στις 27 Ιουλίου, ο εξάχρονος γιος του Robert, Karac, πεθαίνει στο Λονδίνο από μια άγνωστη λοίμωξη του στομάχου (χτύπημα 3), γεγονός που ανάγκασε τον πατέρα του να διακόψει την περιοδεία και να επιστρέψει στην πρωτεύουσα της Βρετανίας. Το γκρουπ μένει ανενεργό για μεγάλο διάστημα και το μέλλον του είναι αβέβαιο. Ο Plant κάνει μια περίεργη δήλωση λέγοντας: «Δεν πρόκειται να ξανατραγουδήσω με αυτό το group». Γιατί άραγε;
Τελικά, μετά από επίμονες προσπάθειες του Bomham, ο Robert μάζεψε όσο κουράγιο του είχε απομείνει και μπήκε για μία ακόμα φορά μαζί τους στα Polar Studios στη Στοκχόλμη, που ανήκαν στους Abba. Το Φλεβάρη του ’79 το In Through The Out Door ήταν έτοιμο και το παρουσίασαν στο κοινό τους με δύο αξιομνημόνευτα κονσέρτα (συμπτωματικά, τα τελευταία που έδωσαν στην Βρετανία). Ήταν το όγδοο #1 lp τους στην Αγγλία, και εξαιτίας του όλα τα υπόλοιπα επανεμφανίστηκαν στα charts.
Εδώ παρατηρείται μια προσπάθειά τους να πλησιάσουν το κοινό των μικρότερων ηλικιών που ανήκε σε άλλους χώρους. Και ενώ σχεδιάζουν μια τουρνέ στις ΗΠΑ, αυτή τη φορά ο Page παθαίνει ένα σοβαρό ατύχημα [χτύπημα 4]. Μάγκωσε δύο δάχτυλά του στην πόρτα του λονδρέζικου Μετρό και για αρκετούς μήνες δεν μπορούσε να παίξει κιθάρα, παρόλο που το In Through The Out Door πήγαινε καλά εμπορικά. Πολλοί βιάζονται να κρίνουν ότι βασικός λόγος ήταν το εξώφυλλο. Πράγματι, εδώ υπάρχει μία ακόμα καινοτομία. Το lp βγήκε σε έξι διαφορετικά εξώφυλλα που στη ράχη είχαν τα γράμματα από A έως F και η συσκευασία ήταν μέσα σε μια χαρτοσακούλα ούτως ώστε πολλοί θαυμαστές φρόντισαν να αγοράσουν το δίσκο και με τα έξι εξώφυλλα. Στην πρώτη έκδοση το μελάνι με το οποίο είχαν σχεδιαστεί τα γράμματα του εσωφύλλου ήταν τέτοιο ώστε αν έπεφτε νερό πάνω του τα γράμματα γίνονταν πράσινα και κόκκινα. Με τον Page ανίκανο να πιάσει κιθάρα, οι υπόλοιποι τρεις πήραν μέρος στο κονσέρτο της Kampuchea, ο Plant μαζί με τους Rockpile και οι Bohman-Jones μαζί με τον McCartney. Το καλοκαίρι του ’80 αποφασίζουν να αναλάβουν μία ακόμα περιοδεία που και αυτή δεν έμελλε να περατωθεί, γιατί στις 25 Σεπτεμβρίου ο Bohman πέθανε στο σπίτι του Page μετά από μία πρόβα (χτύπημα 5 - το τελικό). Είχε καταναλώσει ποσότητα αλκοόλ και πέθανε από αναρρόφηση του εμετού του. Δίχως τη βοήθεια του ντράμερ η μπάντα είναι αδύνατον να συνεχίσει. Το άλμπουμ Coda υπήρξε το κύκνειο άσμα τους. Οι οπαδοί τους ανέμεναν κάποιο Greatest Hits, αλλά το Coda περιείχε ανέκδοτο υλικό του παρελθόντος. Μάλιστα, ο αρχικός τίτλος ήταν Early Days And Latter Days.
Στις 4 Δεκεμβρίου του 1980 οι Led Zeppelin, μέσω του μάνατζέρ τους Peter Grant, ανακοινώνουν πως αδυνατούν να συνεχίσουν και αποφάσισαν να διαλυθούν. Αν και έγιναν πολλές προσπάθειες ανασυγκρότησης με διάφορους ντράμερ, καμμία δεν καρποφόρησε. Μετά τη διάλυσή τους το κάθε μέλος ασχολήθηκε με ενδιαφέρον σε προσωπικές δουλειές.
Νίκος Κοντογούρης
http://www.poprocknews.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου