ΔΗΜΩΝΑΞ



«Ο αληθινά ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος. Μιλώ για εκείνον που μήτε ελπίζει μήτε φοβάται τίποτα.»
Δημώναξ (Δημώνακτος Βίος, Λουκιανός Ζ΄, 20).


Ο Κύπριος φιλόσοφος Δημώναξ δεν είναι γνωστός. Τουλάχιστον όχι όσο ο συντοπίτης του, Ζήνων ο Κιτιεύς, ο ιδρυτής του Στωικισμού. Οι λόγοι είναι πολλοί. Κατ’ αρχάς ο Δημώναξ δεν ίδρυσε κάποιο φιλοσοφικό κίνημα, όπως ο Ζήνων, αλλά ακολούθησε την ήδη υπάρχουσα φιλοσοφία του Κυνισμού. Δεύτερον, η εποχή του (έζησε τον 1ο-2ο αιώνα μ.Χ.) δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούργιο φιλοσοφικά.
Δεν υπάρχει η έκρηξη της φιλοσοφικής σκέψης των Προσωκρατικών και ο θάνατος του Σωκράτη έχει κάνει εμφανείς τις συνέπειές του με την ίδρυση των μεγάλων φιλοσοφικών σχολών (Κυνισμός, Επικουρισμός, Σκεπτικισμός, Στωικισμός). Στον Δημώνακτα δεν παραπέμπουν όπως στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ούτε υπομνηματίζουν. Δε θα γνωρίζαμε ούτε την παρουσία του, αν δεν υπήρχε ο Λουκιανός να γράψει τον βίο του. Ίσως να μην στοχαζόμασταν για την ελευθερία του, αν ο Νίκος Καζαντζάκης δεν επέλεγε να βάλει στον τάφο του το επίγραμμα:
«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Η γνωριμία του Καζαντζάκη με τη φιλοσοφία του Δημώνακτος ξεκινάει το 1911, όταν ο Ιωάννης Κονδυλάκης, επίσης Κρητικός, (του οποίου ο Καζαντζάκης ήταν θαυμαστής) εκδίδει τη μετάφραση των «Απάντων» του Λουκιανού, όπου, στο Ζ΄ Βιβλίο περιλαμβάνεται ο «Δημώνακτος Βίος». Ο Καζαντζάκης θαυμάζει τον Κονδυλάκη και εμπιστεύεται τη γνώμη του.  Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο νεαρός Καζαντζάκης, μόλις 23 ετών το 1906, είχε αποστείλει  στον φτασμένο τότε λογοτέχνη και αρχισυντάκτη της αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός» το πρώτο του βιβλίο «Όφις και κρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή) να το διαβάσει.
Έτσι ξεκινάει η σχέση τους. Ο Καζαντζάκης είναι δεινός αναγνώστης, λάτρης των αρχαίων και της φιλοσοφίας. Διαβάζει το έργο του Λουκιανού που έχει μεταφράσει ο Κονδυλάκης. Η ιδέα της ελευθερίας του Δημώνακτος φαίνεται να είναι ελκυστική για τον Κρητικό λογοτέχνη. Το 1922 ξεκινάει να γράφει την «Ασκητική», όπου διαβάζουμε:
«Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν΄ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»
Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.»
Η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας του Δημώνακτος αποτέλεσε έμπνευση και για τον Ανώνυμο Έλληνα, συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» (Ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας) ένα προεπαναστατικό έργο που εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα στην Ιταλία το 1806. Η ιδέα της ελευθερίας, συνυφασμένη με την απουσία ελπίδας και φόβου, είχε σκοπό έχει την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων («προς ωφέλεια των Ελλήνων»):
«… Και ο ελεύθερος ούτε ελπίζει, ούτε φοβείται εις ό,τι μέλλει να πράξη»
Ο Δημώναξ ούτε έλπιζε ούτε φοβόταν. Το απέδειξε με τη ζωή του, κατακτώντας την ευτυχία μέσα από την ελευθερία, κάνοντας πράξη την Κυνική φιλοσοφία. Έζησε ελεύθερος από κοινωνικές συμβάσεις και απατηλές ανάγκες. Ο Λουκιανός (σατιρικός συγγραφέας του 2ου αιώνα) μας μεταφέρει τον βίο του συγχρόνου του, Δημώνακτος, καθώς πιστεύει ότι αξίζει να διατηρηθεί η μνήμη του «άριστου των φιλοσόφων» και επειδή αποτελεί έξοχο παράδειγμα για τους νέους της εποχής του.


Ο Λουκιανός ξεκινά να περιγράφει τη ζωή του Δημώνακτος από την αφετηρία της. Ο Δημώναξ καταγόταν από την Κύπρο, γόνος πλούσιας οικογένειας με σημαντική κοινωνική θέση, αλλά «θεωρώντας τον εαυτό του άξιο για πράγματα ανώτερα, στράφηκε στη φιλοσοφία». Φυσικά, έζησε στην Αθήνα, στο κέντρο του κόσμου, του πολιτισμού, για να τον αρνηθεί στη συνέχεια. Δεν έφτασε στη φιλοσοφία του χωρίς πρώτα να μελετήσει ρητορική και φιλοσοφία ακόμη και να αποστηθίσει ποίηση. Γύμνασε το σώμα του στην αντοχή, ώστε να μην έχει την ανάγκη κανενός μέχρι τον θάνατό του, «γι’ αυτό μόλις ένιωσε ότι δεν ήταν πλέον αυτάρκης, έφυγε με τη θέλησή του από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του μεγάλη υπόληψη για την προσωπικότητά του».
Για τη στάση της ζωής και τον χαρακτήρα του οι Αθηναίοι τον θαύμαζαν υπερβολικά σαν κάποιον ανώτερο άνθρωπο. Πολλοί επιζητούσαν τη συντροφιά του και η συναναστροφή μαζί του τους έκανε ευτυχέστερους. Αν και, όπως συνέβη και με τον Σωκράτη, βρέθηκαν κατήγοροι που συνασπίστηκαν εναντίον του, κατηγορώντας τον για αθεΐα, επειδή δεν έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές τελετές. Στην απολογία του ο Δημώναξ μίλησε με περίσσιο θάρρος υποστηρίζοντας ότι οι θεοί δεν έχουν ανάγκη τις θυσίες του. Με τον μειλίχιο λόγο του έπεισε τους Αθηναίους, που κρατούσαν ακόμη πέτρες στα χέρια τους, να ηρεμήσουν.  Έτσι, άρχισαν να τον τιμούν και να τον σέβονται.
Ο Δημώναξ ως προσωπικότητα δεν ήταν σοβαροφανής, αντιθέτως τον διέκρινε ιλαρότητα. Ήταν μακρόθυμος, ποτέ δεν παθιαζόταν ούτε επέκρινε κάποιον για τα λάθη του (παρομοιάζοντας τον εαυτό του με τον γιατρό που θεραπεύει τις ασθένειες, αλλά δεν θυμώνει με τον ασθενή), θεωρώντας τα λάθη ανθρώπινα. Του είχαν μεγάλη αγάπη και σεβασμό, όχι μόνο στη Αθήνα αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα, σε σημείο που στον δρόμο τα παιδιά του πρόσφεραν φρούτα και τον φώναζαν «πατέρα», ενώ μια φορά που υπήρχε μια διένεξη στην Εκκλησία του Δήμου, μόλις μπήκε μέσα όλοι σώπασαν μόνο με την παρουσία του.
Δεν παρέλειπε να μιλάει για τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, θεωρώντας πρόσκαιρα τα αγαθά για οποία περηφανεύονταν όσοι τα είχαν. Για τον ίδιο δεν είχαν καμία σημασία, άλλωστε τα είχε γνωρίσει και κατανόησε ότι δε φέρνουν την ευτυχία. Γι’ αυτό και τα αρνήθηκε. Ο ορισμός της ευτυχίας ήταν και ο ορισμός της ελευθερίας:
«Ο αληθινά ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος. Μιλώ για εκείνον που μήτε ελπίζει μήτε φοβάται τίποτα».
Όσα αφορούν τον άνθρωπο δεν αξίζουν ούτε την ελπίδα ούτε τον φόβο μας, πίστευε.
«Ευχάριστα και δυσάρεστα έχουν οπωσδήποτε ένα τέλος».
Όταν είδε κάποιον κλεισμένο σ’ ένα κατασκότεινο μέρος να πενθεί για τον θάνατο του γιου του, του είπε ότι είναι μάγος και θα του έφερνε το είδωλο του παιδιού του, αρκεί να του κατονόμαζε τρεις ανθρώπους που δεν είχαν πενθήσει για κανέναν. Άφησε τον πατέρα πολλή ώρα να σκέφτεται, αλλά φυσικά δεν είχε ούτε έναν ν’ αναφέρει. Τότε του είπε:
«Γελοίε άνθρωπε, νομίζεις πως είσαι ο ένας και μοναδικός που βασανίζεσαι από κακά ανυπόφορα, τη στιγμή που βλέπεις ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει δοκιμάσει πένθος;»
Όταν τον ρώτησε κάποιος πώς θα ήθελε την κηδεία του, απάντησε «μην πολυσκοτίζεστε». Θα ήθελε να φανεί χρήσιμος ως νεκρός, γινόμενος βορά σε ζωντανούς οργανισμούς (όρνεα και σκυλιά). Όμως οι Αθηναίοι τον έθαψαν δημοσία δαπάνη. Στην κηδεία του, οι φιλόσοφοι τον μετέφεραν στους ώμους τους. Όλοι οι Αθηναίοι πήγαν για να τον τιμήσουν και τον πενθούσαν για πολύ καιρό, ενώ προσκυνούσαν και στεφάνωναν ακόμη και την πέτρα που καθόταν, θεωρώντας την ιερή. «Έφυγε απ’ τη ζωή ολόχαρος» στα εκατό του χρόνια, χρήσιμος στους φίλους του χωρίς να αποκτήσει εχθρούς.
Ο Δημώναξ, ο Κύπριος Κυνικός φιλόσοφος του 2ου μ.Χ. αιώνα ξεχάστηκε. Μαζί και η Κυνική φιλοσοφία, μία αξιοθαύμαστη στάση ζωής, ελεύθερη από τεχνητές συμβάσεις και φαινομενικές ανάγκες. Το επίγραμμα του Καζαντζάκη, αυτό που ο ίδιος επέλεξε να μας τον θυμίζει, είναι αυτό που και ο Δημώναξ θα ήθελε να κρατήσουμε από τη ζωή του. Μικρή σημασία έχει το ότι ο Καζαντζάκης δεν αναφέρει τον Κύπριο φιλόσοφο. Άλλωστε ούτε ο Δημώναξ θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Ίσως ο Καζαντζάκης σεβόμενος την κυνική ζωή του Δημώνακτος, να τον απάλλαξε από μεταθανάτια φήμη. Ακόμα και οι Αστρονόμοι ονόμασαν έναν κρατήρα στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης «Δημώναξ», προς τιμήν του.
Είναι ευτυχία η ελευθερία; Όσο είμαστε υπόδουλοι των «αναγκών» μας δε θα το μάθουμε ποτέ.

***

Δρ Έλσα Νικολαΐδου – διδάσκει Φιλοσοφία στο σχολείο Med High.


Πηγή:logografis
Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις