“The handmaid’s Tale”
Η πολυβραβευμένη σειρά “The handmaid’s Tale”, βασισμένη στο βιβλίο της Margaret Atwood, μας συστήνει ένα μελλοντικό κόσμο που -ελπίζω- δεν θα θέλαμε να γνωρίσουμε.
Στο προσκήνιο μία βίαιη ανατροπή του
δημοκρατικού πολιτεύματος από μία ομάδα φονταμενταλιστών, και η επιβολή
ενός δικτατορικού καθεστώτος, οργανωμένο πάνω σε ένα σκληρά θεοκρατικό
και πατριαρχικό μοντέλο που συγκεντρώνει στους κόλπους του ό,τι
χειρότερο έχει να επιδείξει η ανθρώπινη ιστορία μέχρι σήμερα: αποικίες
που λειτουργούν ως εξορία και θανατική καταδίκη για ομοφυλόφιλους, μη
λευκούς, γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας και γενικά για όσους αντιστάθηκαν
με οποιονδήποτε τρόπο στο καθεστώς. Η μοίρα των υπολοίπων γυναικών –
αυτών που πληρούν τις προϋποθέσεις για να μην εκτοπιστούν στις αποικίες –
είναι να δοθούν ως υπηρέτριες στους «διοικητές», είτε με σκοπό να
γεννήσουν τα παιδιά αυτών και των συζύγων τους, είτε ως Μάρθες (οικιακοί
βοηθοί).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο που διανθίζεται
με τεράστιες δόσεις σωματικής και ψυχολογικής βίας, το έργο
πραγματεύεται ζητήματα έμφυλων, φυλετικών και ταξικών σχέσεων εξουσίας,
και «παίζει» με τις έννοιες του φονταμενταλισμού, του πουριτανισμού, της
ατομικής ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης των σωμάτων, των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, της καταπίεσης, της αντίστασης, της αλληλεγγύης και των
ιδιαίτερων σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των γυναικών (Commanders’
wives – Aunts – Marthas – Handmaids). Παράλληλα, ένα από τα κεντρικότερα
ζητήματα που διαπερνά όλη την ιστορία είναι αυτό που ο M. Foucault χαρακτηρίζει στο έργο του Η βούληση για γνώση, που αποτελεί τον πρώτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας, ως «το δικαίωμα να κάνεις να πεθαίνουν ή να αφήνεις να ζουν», μέσα στο οποίο σφραγίζεται η εξουσία πάνω στη ζωή.
Ένα επίσης πολύ λεπτό σημείο της
υπόθεσης είναι η πραγματική θέση που έχουν οι γυναίκες της «ανώτερης
τάξης» (Commanders’ wives – Aunts). Φαινομενικά αποτελούν μία
προνομιούχα τάξη που απολαμβάνει τη θέση της μέσα στο καθεστώς, ωστόσο
στο τέλος της μέρας μπορούμε να διακρίνουμε πως είναι – τουλάχιστον ως
ένα βαθμό- και αυτές καταπιεσμένες, ζώντας μέσα στην επισφάλεια του
καθεστώτος, κάνοντας τον καθένα να αναρωτηθεί αν τελικά πρόκειται γα
θύτες ή θύματα.
Με μία πρώτη και ίσως πιο ανάλαφρη
ματιά, ένας τέτοιος κόσμος πιθανόν να μας φέρνει αποστροφή και ένα
τέτοιο έργο να μπαίνει στο κουτάκι της δυστοπικής επιστημονικής
φαντασίας. Πόσο μακριά είμαστε όμως πραγματικά; Φυσικά μέσα σε μία
λογοτεχνική – και πόσο μάλλον σε μία τηλεοπτική και κινηματογραφική
παραγωγή – θα υπάρχει η υπερβολή. Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε αυτό
που η ίδια η συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο στηρίζεται η σειρά μας
λέει: ό,τι έχει γράψει δεν είναι μυθοπλασία αλλά είναι είτε γεγονότα που
συνέβησαν στην ιστορία και σε διάφορους τόπους – κάποια εξακολουθούν να
συμβαίνουν, είτε θρησκευτικά δόγματα, παραβολές και προτροπές που
διαβάζουμε σε θρησκευτικά κείμενα.
Ό,τι περιγράφεται παραπάνω, με ό,τι
καταπιάνεται το έργο, είναι ζητήματα που ακόμα και σήμερα η κοινωνία
μας δεν έχει καταφέρει να λύσει στο βαθμό που θα έπρεπε. Τα ατομικά
δικαιώματα, η εξάλειψη της έμφυλης βίας, η αυτοδιάθεση του σώματος και
το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικής ταυτότητας είναι
ζητήματα που ακόμα είναι «πάνω στο τραπέζι»﮲ και νομίζω πως αν
μπορέσουμε να προσπεράσουμε λεπτομέρειες και σημεία θα μπορέσουμε να
δούμε καθαρά πως σε μία κοινωνία που αρχίζει να απαγορεύει με νέους
νόμους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στα σώματα των πολιτών, στα σώματα
των γυναικών, που θέλει να μετρήσει, να κανονικοποιήσει και να
θεραπεύσει το κάθε τι διαφορετικό είναι πολύ έτοιμη να μπει μέσα σε ένα
κόσμο που τώρα χαρακτηρίζει δυστοπικό.
Η στέρηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης
του σώματος είναι μία πρακτική που συμβαίνει τώρα, δίπλα μας, και δεν θα
πρέπει να σταθούμε στο πως αυτή εκδηλώνεται – αν γίνεται με όρους
υπερβολής και ωμής βίας στις σκηνές μια τηλεοπτικής σειράς ή αν αυτό
συμβαίνει σε χώρες και πολιτείες με νόμους που ποινικοποιούν τις
αμβλώσεις. Μία κοινωνία που συμμετέχει ως αμέτοχος παρατηρητής στη
νομιμοποίηση της επιβολής στο ανθρώπινο σώμα είναι πολύ πιο έτοιμη να
δεχτεί και ό,τι μπορεί να έρθει μετά. Δεν μπορεί να υπάρξει κάποια
διαχωριστική γραμμή στο πόση βία μπορούμε να αντέξουμε, πόση καταπίεση
μπορούμε να ανεχτούμε, με πόση ελευθερία είμαστε ικανοποιημένοι.
Ως μία τελευταία παρατήρηση θα αναφέρω
την κυκλοφορία της στολής των handmaids για τη γιορτή του Halloween το
2018, η οποία βέβαια αποσύρθηκε μετά τις έντονες διαμαρτυρίες που
προκάλεσε. Η αντίδραση είναι ενθαρρυντική. Υπάρχει ωστόσο μία καθόλου
μικρή μερίδα πληθυσμού που εναντιώθηκε στην απόσυρση στης στολής,
χρησιμοποιώντας μάλιστα τα ίδια επιχειρήματα με το αντίπαλο δέος –
ελευθερία, αυτοδιάθεση, δικαίωμα επιλογής κ.λπ..
Για να γίνει ίσως πιο κατανοητό το
μέγεθος του γεγονότος και το γιατί προκάλεσε ένα τέτοιο μεγάλο διάλογο
με υποστηρικτές και αντιμάχους, ας φανταστούμε σε αναλογία την
κυκλοφορία στολών Ναζί – κάτι που παρεμπιπτόντως συνέβη στην Ελλάδα και
μετά από ένα τεράστιο κύμα αντιδράσεων απαγορεύτηκε. Στο συγκεκριμένο
σημείο αναφέρω πως δεν εστιάζω στο αν η συγκεκριμένη στολή ήταν τελικά
αποκριάτικη ή στολή για σχολική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου.
Αυτό που δεν έγινε πιστεύω αντιληπτό
είναι πως μία στολή ενός τηλεοπτικού έργου μετατράπηκε σε ένα σύμβολο
που αναγνωρίζεται από εκατομμύρια πολιτών σε όλο τον κόσμο, ένα σύμβολο
βίας, καταπίεσης και στέρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως τέτοιο
πρέπει να το δούμε. Η στολή των handmaids μέσα από την αναγνωρισιμότητα
του έργου έφτασε να παράγει πολλαπλά μηνύματα και νοήματα για όποιον
έχει έρθει σε επαφή με τη σειρά, κάνοντάς τη – όπως και τη στολή των
Ναζί – ένα ρούχο που δεν είναι πλέον ουδέτερο.
***
Μαρία ΤσελεπήΑντικλείδι , https://antikleidi.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου