ΟΙ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ




Σπάγκο, χαρτί και κόλλα από το μπακάλικο. Τα καλάμια από το γειτονικό ποτάμι. Λεπτά, ίσια και ανθεκτικά. Όλο το απόγευμα της παραμονής χαρταετούς χειροτεχνούσα. Έκοβα τα καλάμια, κολλούσα το χαρτί, έσιαζα τα ζύγια, έβαζα ουρά.

Πρωί πρωί την άλλη μέρα ανέβαινα στον λόφο. Πέντε έξι μέτρα σηκωνόταν κι έπεφτε αμέσως κάτω, τσακιζόταν. Τον παρατούσα όπως ήταν και με σκυμμένο το κεφάλι γυρνούσα σπίτι. Όλο το απόγευμα κάτι αγοραστοί χαρταετοί μού χαμογελούσανε ειρωνικά από το παράθυρό του δωματίου μου.

Αλλά ούτε που να περάσει απ’ το δικό μου το μυαλό η σκέψη να αγοράσω. Την επόμενη, την μεθεπόμενη, την παραμεθεπόμενη χρονιά ξανά χαρταετούς χειροτεχνούσα.

Κάθε φορά που ανεβαίνω στον λόφο υποθέτω ότι στέκομαι και μαζεύω τα απομεινάρια των χαρταετών μου. Ύστερα κλείνομαι με τις ώρες στην αποθήκη για να συγυρίσω τα καλάμια, τις ουρές και τα ζύγια τους.

Ανήμερα της Καθαράς Δευτέρας παίρνω ξανά θέση μπροστά στο παράθυρο του ίδιου δωματίου και φαντάζομαι τον εαυτό μου πάνω στον λόφο ξαναμμένο, ροδοκόκκινο και καμαρωτό.

Οι τσακισμένοι μου χαρταετοί παίρνουν συνέχεια ύψος και πετάνε επιτέλους στον αέρα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις