ΟΙ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΙ.


Έφτασε ακριβώς στις οχτώ το πρωί στο Δημαρχείο, λίγο πριν ανοίξουν οι πόρτες για το κοινό. Είχε φάει ελαφρά το προηγούμενο βράδυ και πριν πέσει στο κρεβάτι είχε πάρει ένα ηρεμιστικό χάπι για να κατορθώσει να κοιμηθεί. Μπορεί να γελούσε και ο ίδιος με τη φοβία του, αλλά κάθε φορά που επρόκειτο ν' αντιμετωπίσει δημόσια υπηρεσία, τον έπιανε πανικός. Πετούσε κάτι φουσκάλες να, σε όλο του το σώμα, ξεραινόταν το στόμα του και μια πάχνη πυκνή έπεφτε μπροστά στα μάτια του. Ήταν σα να πήγαινε στον πόλεμο άοπλος να τα βάλει με έναν αόρατο εχθρό. Η γυναίκα του προσπάθησε και αυτή τη φορά να τον καθησυχάσει. 
- Ελα, βρε Παντελή. Ενα πιστοποιητικό γέννησης είναι αυτό. Τι θα σου κάνουν πια; Τώρα μου είπαν πως έχουν απλοποιηθεί οι διαδικασίες. 
- Ποτέ δεν ξέρεις. 
- Τι δεν ξέρεις; 
- Τι θα σκαρφιστούν να σου ζητήσουν. Πού θα σε στείλουν. Τι θα σε ρωτήσουν. Λίγα τράβηξα με το οικοπεδάκι που μας άφησε η θεία Φωτεινή, με τα στρατολογικά του Λευτέρη, με τα συνταξιοδοτικά μου; Ενα χρόνο τρεχάλες από τον Αννα στον Καϊάφα. Και τώρα θέλουν λέει πιστοποιητικό γέννησης για να δουλέψω νυχτοφύλακας στην παιδική κατασκήνωση της τράπεζας. Λες και δε γράφει η ταυτότητά μου πότε και πού γεννήθηκα. 
- Ηρέμησε, Παντελή μου. Θα δεις. Αυτή τη φορά δε θα ταλαιπωρηθείς. Θέλεις να έρθω μαζί σου; 
- Αυτό μας έλειπε. Να εκστρατεύσουμε οικογενειακώς για ένα πιστοποιητικό. Θα πάω μόνος μου και ο θεός βοηθός... 

Έξω από το Δημαρχείο είχαν προφτάσει να κάνουν ουρά καμιά πενηνταριά άτομα. Θα είχαν έρθει από τα ξημερώματα. Στις οχτώ και τέταρτο οι πόρτες άνοιξαν και η ουρά όρμησε μέσα. Μαζί με κάμποσους άλλους ο Παντελής στήθηκε μπροστά στη θυρίδα δέκα και περίμενε. Ο υπάλληλος, ένας ψηλός, ξερακιανός, με βλέμμα γερακιού και χείλη λερωμένα ακόμα από τον πρωινό καφέ, τακτοποίησε κάτι ντοσιέ πάνω στο γραφείο του, ξεσκόνισε τα πλήκτρα του υπολογιστή, ήπιε ένα ροζ χάπι με λίγο νερό, σκουπίστηκε με μια χαρτοπετσέτα, καθαρίζοντας τα ίχνη του καφέ από το στόμα του και κάθισε στην καρέκλα του. Ο Παντελής ένιωσε τις φουσκάλες να μεγαλώνουν στην πλάτη του. Το καμπανάκι μέσα του τον προειδοποιούσε για κάποιον επικείμενο κίνδυνο. Μήπως είχε χαθεί η οικογενειακή του μερίδα; Μήπως στις εννιά ξεκινούσαν στάση εργασίας οι υπάλληλοι; Μήπως θα έβαζαν βόμβα στο γραφείο του προϊσταμένου; Μπορεί και να ξεσπούσε πυρκαγιά ή να του έλεγαν πως δεν ήταν κατάλληλα ντυμένος για την περίσταση. Τι ήθελε και φόραγε κόκκινη γραβάτα; Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις φοράει κανείς μια σοβαρή γραβάτα γκρι με μπλε ρίγες. Οχι γραβάτα με κόκκινες αγριοφράουλες. 
 
Ο πρώτος μπροστά στη θυρίδα με την ένδειξη «ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ» συζητούσε ήδη με τον υπάλληλο. Πέρασαν δέκα λεπτά και συζητούσαν ακόμα, μισή ώρα και εξακολουθούσαν να τα λένε. «Θα βρεθήκανε συγγενείς» σκέφτηκε ο Παντελής και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του δεξιού του παπουτσιού που είχαν λυθεί. Όταν πέρασαν τρία τέταρτα και ο πρώτος δεν είχε φύγει ακόμα μπροστά από τη θυρίδα, ένα κύμα ανησυχίας διαπέρασε την ουρά. 
- Μα τι γίνεται εκεί πέρα, τι κάνουν τόσην ώρα; μουρμούρισε ο μπροστινός του. 
- Φαίνεται πως μεταφέρει τα χαρτιά του από άλλη πόλη, γι' αυτό αργεί. 
- Αν πάμε έτσι δεν τελειώνουμε ούτε τ' απόγευμα. 
- Για ένα πιστοποιητικό γέννησης... 
- Γεννήσεως, τον διόρθωσε ο μπροστινός και γύρισε και τον κοίταξε επιτιμητικά. 
- Μήπως πρόκειται για αλλοδαπό; συνέχισε ο Παντελής χωρίς να δώσει σημασία στη διόρθωση. 
- Μπορεί. Αλλά τόση ώρα;... Τελικά πάνω στην ώρα ακριβώς, ο πρώτος εγκατέλειψε τη θυρίδα και έκανε να φύγει. Οι τελευταίοι στη σειρά του έκοψαν το δρόμο. 
- Ελληνας είστε; 
- Μάλιστα. 
- Γιατί σας άργησαν τόσο; 
- Δε με άργησαν. Με κατάργησαν... 
- Τι θέλετε να πείτε; Ο άλλος έσκυψε προς το μέρος τους και με ύφος συνωμοτικό ψιθύρισε: 
- Δεν ξέρω για σας, κύριοι, αλλά εγώ ως πολίτης αυτής της χώρας είμαι ανύπαρκτος. Ενα ον χωρίς παρελθόν και με αβέβαιο μέλλον... 
- Μα, τι μας λέτε τώρα; 
-... και πολύ φοβάμαι πως δεν είμαι το μόνο φάντασμα που κυκλοφορεί εδώ μέσα. Οι περισσότεροι από σας έχουν επίσης χάσει προ πολλού την ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σίγουρα την έχουν χάσει... 
- Μάλλον κάποιος άλλος τα έχει χαμένα, γέλασαν όλοι και του έκαναν τόπο να περάσει. 
 
Εκείνος γύρισε και τους κοίταξε με το ύφος που αποχαιρετάει κανείς τους μελλοθάνατους. 
- θα έρθει και η δική σας η σειρά. Θα δείτε... 
 
Ο Παντελής έκανε έτσι και είδε πως οι φουσκάλες είχαν απλωθεί τώρα και στα δυο του χέρια. Σε λίγο θα γέμιζαν το λαιμό, τα μάγουλά του, θα του έκλειναν τα βλέφαρα. Κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί μπροστά. Το διαισθανόταν. Κάτι παράξενο έπρεπε να συμβαίνει. Ο άνθρωπος που μόλις είχε φύγει τρέχοντας, έδειχνε τρομοκρατημένος. Τον θυμόταν έξω από το Δημαρχείο, πριν ανοίξουν οι πόρτες. Ήταν ο μόνος που είχε κέφια πρωινιάτικα, με το καλαμπούρι του, χαμογελαστός, σαν την καλή χαρά. Τι είχε πάθει ξαφνικά μπροστά στη θυρίδα; Κι αν αυτό που είχε πάθει εκείνος, το πάθαινε κι αυτός μόλις έφτανε η σειρά του; Του ήρθε να το βάλει στα πόδια. Αλλά πάλι, που να πάρει η ευχή, τη χρειαζόταν εκείνη τη δουλίτσα. Επρεπε να έχει το πιστοποιητικό. 
 
Ο δεύτερος της σειράς είχε πλησιάσει τη θυρίδα. Κατά περίεργο τρόπο τέλειωσε σε πέντε λεπτά. 
- Θα σας στείλω το χαρτί στο τμήμα, κύριε διοικητά, του φώναξε ο υπάλληλος, καθώς εκείνος απομακρυνόταν. 
 
Ο τρίτος της σειράς, ένας γεροδεμένος νεαρός, με λακαρισμένο μαλλί και διπλό σκουλαρίκι στο αριστερό του αυτί, όρμησε στη θυρίδα. Κάτι πήγε να φωνάξει σε λίγο «είστε τρελοί για δέσιμο» ή κάτι τέτοιο, αλλά απότομα σώπασε και έμεινε εκεί περίπου μια ώρα ακόμα να κουβεντιάζει με τον υπάλληλο. Οταν τελείωσε, οι άλλοι πέσανε πάνω του. 
- Συμβαίνει τίποτα με τα χαρτιά μας; Χάθηκε το αρχείο; Τι γίνεται, ρε φίλε; 
- Μας πιάσανε στον ύπνο, είπε μόνο ο νεαρός και το 'βαλε στα πόδια. 
 
Εκεί κατά τη μία ήρθε και η σειρά του Παντελή. Είχε προσπαθήσει, όταν έφτασε κοντά στη θυρίδα, να καταλάβει τι γίνεται, αλλά στάθηκε αδύνατο. Υπήρχε ένα κλειστό κύκλωμα ενδοεπικοινωνίας ανάμεσα στον υπάλληλο και τον πολίτη, οι τρίτοι ήταν αδύνατο να ακούσουν τι έλεγαν. Το μόνο που του απέμενε ήταν να παρατηρεί το πρόσωπο του άλλου μπροστά του. Τέλειο ουράνιο τόξο. Κάθε δευτερόλεπτο άλλαζε χρώμα, κάποια στιγμή μάλιστα του φάνηκε πως είχε συγχρόνως δέκα χρώματα. 
 
Όταν επιτέλους ήρθε και η δική του σειρά, κατάλαβε το γιατί. Ο υπάλληλος πολύ ευγενικά και ενώ έτρωγε το τελευταίο κομμάτι από την τυρόπιτα ταψιού που μόλις του είχε σερβίρει ο καφετζής, πήρε με το ελεύθερο χέρι του την αίτηση του Παντελή, υπογράμμισε κάποια στοιχεία και τα πέρασε στον υπολογιστή. Αμέσως στην οθόνη άρχισε να ξεχύνεται ένας χείμαρρος από πληροφορίες σχετικές με τη ζωή και τις δραστηριότητες του Παντελή. Τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του, τις διατροφικές του συνήθειες, την επαγγελματική του εξέλιξη, τις σεξουαλικές του επιδόσεις, τις αδυναμίες του, τις κρυφές του επιθυμίες, την κατάσταση της υγείας του. 
 
Ο Παντελής κατάλαβε πως οι φουσκάλες είχαν σκαρφαλώσει πια στο κεφάλι του και στόλιζαν θριαμβευτικά τη φαλάκρα του. Πέρασε αμήχανος το χέρι του στο μέτωπό του. Είχε γεμίσει κι εκεί τεράστιες υγρές φουσκάλες. Μάζεψε όλο του το κουράγιο και προσπάθησε να κάνει χιούμορ 
- Την αλλεργία μου για τις δημόσιες υπηρεσίες την καταγράφει ο υπολογιστή σας; 
- Βεβαίως, κύριε. Αλλωστε είναι εγγεγραμμένη στο DNA σας, το οποίο έχει αναλύσει επίσης ο υπολογιστής. 
- Θα πρέπει δηλαδή να ξέρετε πως είμαι δυσκοίλιος και πως ο παππούς μου πέθανε σε ηλικία 98 χρόνων. 
- Όλα τα ξέρουμε, κύριε. Θα σας παρακαλούσα μόνο να επιβεβαιώσετε με την υπογραφή σας το ακριβές των προσωπικών σας δεδομένων, έτσι όπως αυτά αναγράφονται στην οθόνη του υπολογιστή. Θα σας δώσω και ένα αντίγραφο της έκθεσης σε περίπτωση που θα θελήσετε μελλοντικώς να βελτιώσετε την εικόνα σας. 
- Συγνώμην. Από πότε άλλαξε το σύστημα και επιτέλους ποιος το άλλαξε; Δε θυμάμαι να ψηφίστηκε κάποιος σχετικός νόμος που να επιτρέπει σε οποιαδήποτε υπηρεσία να συγκεντρώνει και να αρχειοθετεί πληροφορίες για τους πολίτες. Με ποιο δικαίωμα... 
- Αγαπητέ κύριε, μη τα βάζετε μαζί μας. Ούτε και μεις μπορούμε να σας πούμε ποιος και γιατί θέσπισε αυτόν το νόμο. Αμφιβάλλω μάλιστα αν είναι νόμος εθνικός ή και επίγειος καν. Κάποιο ωραίο πρωί μας είπαν πως μόνο με αυτόν τον τρόπο θα χορηγούμε εφεξής πιστοποιητικά γεννήσεως. 
- Καλά. Και από πότε λειτουργεί αυτό το σύστημα! 
- Εδώ και ένα χρόνο τουλάχιστον. 
- Και δε βρέθηκε κάποιος να διαμαρτυρηθεί; Να καταγγείλει το σκάνδαλο; Δεν ήρθαν εδώ οι τηλεοράσεις, οι εφημερίδες... σιωπή; 
- Όσοι ευνοούνται από το σύστημα δεν έχουν κανένα λόγο, όπως καταλαβαίνετε, να το καταγγείλουν. Οι άλλοι δεν μπορούν. Γιατί παρ' όλα αυτά ο νόμος είναι απολύτως συμβατός με τη λογική και το δίκαιο. Ελέγξτε, σας παρακαλώ τα στοιχεία που σας αφορούν και θα καταλάβετε. 
 
Έκανε αυτό που του ζητούσε ο υπάλληλος. Μερικά πράγματα ούτε που τα θυμόταν πια. Τι νυφικό φορούσε η γυναίκα του στους γάμους τους, πότε είχε αφαιρέσει τις αμυγδαλές του. 
 
Τέλειωσε το διάβασμα μετά από μία ώρα. Τελικώς παραδέχτηκε πως είχε περάσει μάλλον μια άχρωμη ζωή, αν εξαιρούσε κάποιους καυγάδες με τον άντρα της κόρης του και δυο γερά μεθύσια που είχε κάνει φαντάρος στην Κόρινθο. 
 
Από καιρό σε καιρό κάποια Μαίρη διέτρεχε την οθόνη, με διαφορετικό κάθε φορά πρόσωπο, αλλά το ίδιο χαμόγελο. Έτσι, χωρίς άλλα στοιχεία, όνομα, ηλικία, επάγγελμα, ο υπολογιστής δεν ανέφερε πότε πριν την είχε συναντήσει, τις της είχε βρει, αν τελικά είχαν κάνει έρωτα, πώς χάθηκαν, την είχε άραγε στ' αλήθεια γνωρίσει, όνειρο ήταν, ο υπολογιστής δεν μπορούσε να δώσει απάντηση, ούτε ο ίδιος ο Παντελής. 
 
- Πού να υπογράψω; είπε στον υπάλληλο, όταν τέλειωσε το κατεβατό. 
- Εδώ. 
- Και πότε να περάσω να πάρω το πιστοποιητικό γέννησης; 
- Γεννήσεως, τον διόρθωσε ο υπάλληλος. 
- Πότε; 
- Δυστυχώς, αγαπητέ κύριε, δεν μπορούμε να σας δώσουμε πιστοποιητικό γεννήσεως. Προς το παρόν τουλάχιστον. 
 
Οι φουσκάλες θα έπρεπε να είχαν πλημμυρίσει και το εσωτερικό των ματιών του, γιατί δεν έβλεπε πια καθόλου. Έκανε μια προσπάθεια να βγάλει την ταυτότητά του από το πορτοφόλι του. 
 
- Μα τι λέτε, κύριε; Ορίστε. Εδώ αναφέρεται πως έχω γεννηθεί στις 23 Αυγούστου του 1945. Για να το γράφει, θα πει πως προσκόμισα πιστοποιητικό γέννησ... γεννήσεως. 
- Τι να σας κάνω, κύριε; Μόλις διαβάσατε το κείμενο με τα προσωπικά σας δεδομένα. Ο νέος νόμος είναι σαφής. Πιστοποιητικό γεννήσεως δίνουμε πλέον μόνο σε όσους μπορούν να αποδείξουν πως είχαν σοβαρό λόγο, για να γεννηθούν. Και εσείς, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, παρόμοιο λόγο δε διαθέτετε. Ισως στο μέλλον... 
 
Ο Παντελής δεν άκουγε πια. Οι φουσκάλες είχαν σπάσει και νερό ανάμεικτο με αίμα έτρεχε από τ' αυτιά του. 
- Είμαι αθώος, ψιθύρισε. 
- Ο επόμενος, παρακαλώ, φώναξε ο υπάλληλος, χωρίς να του δώσει σημασία.


 
Της Σοφίας Μαλτέζου

 Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη  (2001)

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις