10 κορυφαίοι κιθαρίστες όλων των εποχών
Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα η κιθάρα αποτελεί ένα από τα
πλέον δημοφιλή όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών
ειδών σε όλο τον κόσμο.
Σας παρουσιάζουμε μερικούς από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους που έχουν βάλει τη σφραγίδα τους σε είδη μουσικής, στα οποία η κιθάρα παίζει βασικό ρόλο σε ότι αφορά τουλάχιστον τη σολιστική πλευρά.
10. Stevie Ray Vaughan
(ΗΠΑ, 1954 – 1990)
Blues – Rock
Ο Στίβι Ρέι Βον γεννήθηκε στο Όστιν του Τέξας και άρχισε να παίζει κιθάρα στα 7 του χρόνια. Ήδη στα 13 έπαιζε σε γνωστά κλαμπ μαγεύοντας με την εκρηκτικότητα και τα πολύπλοκα «riffs» που χρησιμοποιούσε στις μπλουζ κλίμακες. Λίγα χρόνια αργότερα τον άκουσαν τυχαία οι Rolling Stones και τον σύστησαν στον παραγωγό τους. Από τότε η καριέρα του Βον εκτοξεύτηκε και ο ίδιος έγινε ένας από τους πλέον επιτυχημένους «session» μουσικούς, υπογράφοντας συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως ο David Bowie, o Eric Clapton, o Jeff Beck και άλλοι.
Στη δεκαετία του ’80 έμπλεξε με την κοκαΐνη και το αλκοόλ, αλλά μπήκε σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης και κατάφερε να καθαρίσει. Στις 27 Αυγούστου του 1990, ύστερα από μια συναυλία στο Γουισκόνσιν, ανέβηκε σε ένα ελικόπτερο για να επιστρέψει στο Σικάγο. Δεν έμελλε να φτάσει ποτέ όμως, αφού λίγο μετά την απογείωση το ελικόπτερο συνετρίβη και ο Βον σκοτώθηκε σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Ο μεγάλος αυτός ροκ – μπλουζ αυτοδίδακτος σολίστας χρησιμοποιούσε κιθάρες Fender Stratocaster – τις οποίες συνήθιζε να κουρδίζει μισό τόνο χαμηλότερα – και εφέ Vox wah-wah. Αν θέλετε να πάρετε μια ιδέα από το εκπληκτικό του παίξιμο, ακούστε τα LPs «Texas flood» (1983) και «Family Style» (1990), όπου παίζει μαζί με τον αδερφό του Jimmie. Από τις συνεργασίες του ένα καλό δείγμα είναι το χορευτικό «Let’s dance» του Bowie (1983) και το «Soulful dress» της Marcia Ball (1984). To 2003 το «Rolling Stone Magazine» τον τοποθέτησε 7ο ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών.
9. David Gilmour
(Αγγλία, 1946)
Psychedelic & Progressive Rock
Ο Ντέιβιντ Γκίλμορ γεννήθηκε στο Κέμπριτζ της Αγγλίας και στο γυμνάσιο είχε συμμαθητή τον Syd Barrett, με τον οποίο παρέα μάθαιναν να παίζουν κιθάρα στα μεσημεριανά διαλείμματα του σχολείου. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Syd, κιθαρίστας και συνθέτης πλέον των Pink Floyd, άρχισε να πελαγοδρομεί στους κυριευμένους από ναρκωτικά καλειδοσκοπικούς διαδρόμους του μυαλού του, ανίκανος να επικοινωνήσει με συμβατικούς τρόπους με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, ο ντράμερ της μπάντας Nick Mason ρώτησε τον Ντέιβιντ αν ήθελε να ενταχθεί στο σχήμα.
Έτσι τον Γενάρη του ’68 ο Γκίλμορ έγινε το 5ο μέλος των Pink Floyd – οι οποίοι λίγους μήνες αργότερα έμειναν 4 μετά την οριστική αποχώρηση του Barrett – παίζοντας τα εκπληκτικότερα σόλα στην ιστορία της ψυχεδελικής μουσικής και υπογράφοντας συνθετικά μερικά από τα αριστουργήματα της progressive ροκ μουσικής, όπως το «Dark side of the moon» και το «Wish you were here».
Ο Γκίλμορ χρησιμοποιεί συνήθως κιθάρες Fender Stratocaster και Telecaster, αλλά στο στούντιο παίζει και με Gibson. Είναι ένας ολοκληρωμένος μουσικός, αφού εκτός από κιθάρα παίζει μπάσο, πλήκτρα, τύμπανα, φυσαρμόνικα και σαξόφωνο. Έχει κάνει αμέτρητες συνεργασίες, ενδεικτικά αναφέρουμε τους B. B. King, Paul McCartney, Sam Brown, Bob Dylan, Pete Townshend, Supertramp και Alan Parsons.
Ακούστε ολόκληρα τα LPs «Dark side of the moon» και «Wish you were here», το «Dogs» από το LP «Animals» και βέβαια το ανεπανάληπτο «Comfortably Numb» από το LP «The Wall», που ψηφίστηκε ως το καλύτερο σόλο της ροκ μουσικής από το κοινό του διαδικτυακού ραδιοφώνου Planet Rock. Ο Γκίλμορ είναι μέλος του Rock and Roll Hall of Fame και το «Rolling Stone Magazine» τον τοποθέτησε 82ο ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών. Αλλά είπαμε, γούστα είναι αυτά.
8. Eric Clapton
(Αγγλία, 1945)
Blues – Rock
Ο Έρικ Πάτρικ Κλάπτον γεννήθηκε στο Σάρεϊ της Αγγλίας. Τη μέρα των 14ων γενεθλίων του, ο παππούς και η γιαγιά του, τού χάρισαν μια κιθάρα και ο μικρός Έρικ άρχισε να παίζει αμέσως τραγούδια των Β. Β. King και Muddy Waters. Τελειώνοντας το σχολείο γύρισε τον κόσμο ως πλανόδιος μουσικός – με ένα σύντομο πέρασμα και από την Ελλάδα, όπου τον ανακάλυψε ο Νίκος Μαστοράκης και του βρήκε δουλειά σε κλαμπ της εποχής με μεροκάματο 200 δραχμές – και το 1964 επέστρεψε στη Βρετανία και έπαιξε στους θρυλικούς Yardbirds.
Μετά ακολούθησαν οι Bluesbrakers του John Mayall, οι Cream, οι Blind Faith, οι Delaney & Bonnie και οι Derek & the Dominoes. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 χρειάστηκε να κάνει αποτοξίνωση από την ηρωίνη και επανήλθε στη μουσική σκηνή αρχίζοντας την σόλο καριέρα του, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με μια τεράστια δισκογραφία και πάμπολλες συνεργασίες.
Ο «Slowhand», όπως είναι το παρατσούκλι του λόγω του άνετου τρόπου με τον οποίο παίζει κιθάρα, έχει χρησιμοποιήσει μια σειρά από διαφορετικά μοντέλα Fender και Gibson, ενώ για τις ακουστικές του εμφανίσεις προτιμά την Ovation και χειροποίητες ισπανικές κιθάρες. Ο Κλάπτον είναι μακράν ο σημαντικότερος λευκός blues κιθαρίστας, αλλά έχει ασχοληθεί και με άλλα είδη μουσικής όπως η ψυχεδέλεια, η ρέγκε και βέβαια το αυθεντικό rhythm & blues. Ακούστε το LP «For your love» με τους Yardbirds, το LP «Disraeli Gears» με τους Cream, το LP «Slowhand» και το LP «Riding with the King» (όπου σολάρουν ακατάπαυστα μαζί με τον B. B. King).
Ο Έρικ Κλάπτον έχει μπει 3 φορές στο Rock and Roll Hall of Fame (ως μέλος των Yardbirds και των Cream, αλλά και ως σόλο μουσικός) ενώ το Rolling Stone Magazine τον τοποθετεί στην 4η θέση των 100 κορυφαίων κιθαριστών και στην 53η θέση των 100 κορυφαίων μουσικών προσωπικοτήτων όλων των εποχών.
7. Paco de Lucia
(Ισπανία, 1947)
Flamenco – jazz
Ο Πάκο ντε Λουθία – κατά κόσμον Francisco Sanchez Gomez – γεννήθηκε στο Αλχεθίρας της Ανδαλουσίας απο μουσική οικογένεια με μεγάλη παράδοση στο φλαμένκο. Έτσι ο Πάκο από μικρός βρέθηκε με μια κιθάρα στα χέρια και σε ηλικία μόλις 11 ετών έδειξε το μεγάλο του ταλέντο παίρνοντας μέρος σε τοπικά φεστιβάλ δεξιοτεχνίας για νέους κιθαρίστες, υιοθετώντας το καλλιτεχνικό όνομα Ντε Λουθία για να τιμήσει την Πορτογαλίδα μητέρα του Λουσία.
Στα 17 του άρχισε να ηχογραφεί και από το 1968 μέχρι το 1977 συνεργάστηκε με τον Camaron de la Isla, τον κορυφαίο ερμηνευτή του Nuevo Flamenco, συνθέτοντας πραγματικά αριστουργήματα. Όντας ανοιχτός σε διαφορετικές μουσικές, το 1979 έφτιαξε μαζί με τους John McLaughlin και Larry Coryell το περίφημο «The Guitar Trio». Ο Coryell αντικαταστάθηκε λίγο αργότερα από τον Al Di Meola και οι τρεις τους κυκλοφόρησαν στα επόμενα χρόνια τρία LPs, το ένα καλύτερο από το άλλο, αφήνοντας τις μουσικές τους ιδιοφυΐες να «καλπάσουν» στους δρόμους της jazz και της ethnic.
Το 1991 ο τσιγγάνος βιρτουόζος αναγκάστηκε για πρώτη φορά στη ζωή του να διαβάσει μουσική θεωρία για να μπορέσει να παίξει μαζί με συμφωνική ορχήστρα το έργο κλασικής μουσικής του Joaquin Rodrigo, «Concierto de Aranjuez», αφήνοντας άφωνους κριτικούς και κοινό. Ο Πάκο ντε Λουθία έχει συνεργαστεί κατά καιρούς με πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους και ο Γιώργος Νταλάρας. Διατηρεί το δικό του σχήμα, το «Paco de Lucia Sextet», στο οποίο παίζουν και τα αδέρφια του Ραμόν και Πέπε. Έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Κάντιθ.
Ακούστε οποιονδήποτε από τους δέκα δίσκους που κυκλοφόρησε μαζί με τον Camaron de la Isla. Επίσης το εκπληκτικό LP «Friday night in San Francisco», όπου πάιζει με τους McLaughlin και Di Meola. Και βέβαια απολαύστε την ηχογράφηση του «Concierto de Aranjuez» για να νιώσετε την «alma gitana» του Πάκο ντε Λουθία.
6. Andres Segovia
(Ισπανία, 1893 – 1987)
Κλασική μουσική
Ο Αντρές Τόρες Σεγκόβια, 1ος Μαρκήσιος της Σαλομπρένια, γεννήθηκε στο Λινάρες της Χαέν, στην Ανδαλουσία και άρχισε να μαθαίνει κιθάρα από τα 6 του. Τελείως αντίθετος στο φλαμένκο – συχνά έλεγε ότι «έσωσε την κιθάρα από τους γύφτους» - ακολούθησε στη Γανάδα κλασικές σπουδές και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα 16 του στη Μαδρίτη παίζοντας έργα του Μπαχ που είχε ενορχηστρώσει ο ίδιος.
Παρουσίασε για πρώτη φορά μια δική του τεχνική παίζοντας όχι μόνο με τα νύχια, αλλά και με τα ακροδάχτυλα, πράγμα που έδινε σαφώς περισσότερες ηχητικές δυνατότητες στο χτύπημα των χορδών – αλλά και που ήταν πολύ πιο δύσκολο. Ήταν από τους πρώτους που εμπιστεύθηκε τις νάιλον χορδές, έχοντας έτσι μεγαλύτερη σταθερότητα στο κούρδισμα. Εργάστηκε ακούραστα για πάνω από 80 χρόνια στο κλασικό και το παραδοσιακό ισπανικό ρεπερτόριο, ενώ δεν ήταν λίγοι οι συνθέτες που έγραφαν έργα αποκλειστικά για αυτόν. Έδωσε χιλιάδες ρεσιτάλ και πήρε μέρος σε αμέτρητα φεστιβάλ κιθάρας σε όλο τον κόσμο, ενώ δίδαξε για πολλές δεκαετίες την τεχνική του σε δεκάδες πανεπιστήμια, ωδεία και οργανισμούς, διοργανώνοντας σεμινάρια σε κάθε γωνιά της γης.
Ο Σεγκόβια ηχογράφησε πολλά έργα Ισπανών και ξένων συνθετών, δίνοντας πάντοτε μεγάλο βάρος στην τελειότητα της εκτέλεσης και την άψογη ακουστική της κιθάρας του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ερωτευμένος με την χειροποίητη Manuel Ramirez κιθάρα του, πάνω στην οποία στηρίχθηκαν και όλες οι επόμενες, αφού ο Σεγκόβια είχε κάνει όλες τις μετρήσεις που ήταν απαραίτητες και κάθε φορά που ήθελε καινούργιο όργανο, το παράγγελνε με βάση το πρωτότυπο του 1912.
Ακούστε τις σουίτες του Μπαχ και βέβαια τα δυο έργα του Joaquin Rodrigo, τα οποία έχουν ταυτιστεί με τον μεγάλο Ισπανό κιθαρίστα: το «Concierto de Aranjuez» και το «Fantasia para un gentilhombre». «Ο κιθαρίστας χρειάζεται την ιερή φωτιά, χωρίς την οποία ένας βιρτουόζος μπορεί να είναι άψογος, αλλά τίποτα περισσότερο», ήταν τα λόγια του Σεγκόβια στους μαθητές του.
5. Jimmy Page
(Αγγλία, 1944)
Psychedelic hard rock
Ο Τζέιμς Πάτρικ Πέιτζ γεννήθηκε σε ένα προάστιο του Λονδίνου και έπαιξε για πρώτη φορά κιθάρα στα 14. Ήταν αυτοδίδακτος και ξεκίνησε την καριέρα του συμμετέχοντας σε διάφορα σχήματα, όπου έγινε γρήγορα γνωστός για την επιδεξιότητά του στο παίξιμο και για τα σύνθετα, πολύπλοκα σόλα του. Εργάστηκε ως session μουσικός με ονόματα όπως οι Rolling Stones, Them, Who, Kinks και άλλοι. Το 1966 έγινε μέλος των Yardbirds και άλλαξε το ύφος της μπάντας από blues σε ψυχεδελικό hard rock. Το 1968 δημιούργησε τους New Yardbirds, που λίγο αργότερα μετονομάστηκαν σε Led Zeppelin.
Μαζί με τους Robert Plant, John Paul Jones και John Bonham έγραψαν μια από τις σημαντικότερες σελίδες της ροκ, ίσως την κορυφαία του hard rock. Για μια δεκαετία ο Page μεσουράνησε στο μουσικό στερέωμα τόσο με υπέροχες συνθέσεις, όσο και με το μοναδικό, προσωπικό του παίξιμο. Ο θάνατος του Bonham, η διάλυση των Zeppelin και οι περιπέτειές του με τα ναρκωτικά, σήμαναν την αποχή του Page για κάποια χρόνια, όμως επέστρεψε στη δεκαετία του ’80 και ακολούθησε σόλο καριέρα, στην οποία ξεχωρίζουν οι συνεργασίες του με τον Robert Plant.
O Jimmy Page είναι ένας πραγματικός βιρτουόζος στα έγχορδα. Παίζει μαντολίνο, μπάσο, μπάντζο αλλά και φυσαρμόνικα. Έχει αδυναμία στις Gibson Les Paul, αλλά χρησιμοποιεί και Fender Telecaster. Στο σπίτι του έχει μια μοναδική συλλογή στον κόσμο, την οποία αποτελούν περισσότερες από 1500 κιθάρες. Ακούστε οτιδήποτε από τα 4 πρώτα LPs των Led Zeppelin και βέβαια το «Stairway to Heaven», το σόλο του οποίου έχει ψηφιστεί ως το κορυφαίο από το περιοδικό Guitar World.
Επίσης το LP «No Quarter: Jimmy Page and Robert Plant Unledded» και τη συνεργασία με τον David Coverdale (πρώην τραγουδιστή των Deep Purple) στο LP «Coverdale – Page». Ο Page είναι μέλος του Rock and Roll Hall of Fame και το «Rolling Stone Magazine» τον τοποθέτησε 9ο ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών.
4. Jimi Hendrix
(ΗΠΑ, 1942 – 1970)
Rock – Blues – R&B
Ο Τζόνι Άλεν Χέντριξ γεννήθηκε στο Σιάτλ και στα 15 του πλήρωσε 5 δολάρια για να αγοράσει την πρώτη του ακουστική κιθάρα. Δυο χρόνια αργότερα ο πατέρας του, τού χάρισε μια ηλεκτρική Supro Ozark. Την ίδια χρονιά ο Τζίμι κόπηκε με F στο μάθημα της μουσικής. Έμαθε βλέποντας, αντιγράφοντας και χρησιμοποιώντας το αυτί του και άρχισε να παίζει περιστασιακά σε μικρές τοπικές μπάντες Rhythm & Blues. Το 1966 δημιούργησε την πρώτη δική του μπάντα και ο πρώην μπασίστας των Animals τον έπεισε να αναζητήσει την τύχη του στη Βρετανία. Στο νησί ο Χέντριξ δημιούργησε τους «The Jimi Hendrix Experience» και γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία με το πρώτο σινγκλ, το «Hey Joe».
Αμέσως μετά κυκλοφόρησε το πρώτο LP με τίτλο «Are You Experienced?» το οποίο το καλοκαίρι του ’67 ανέβηκε στο νούμερο 2 του βρετανικού τσαρτ πίσω μόνο από το «Sgt. Pepper’s» των Beatles. Στους επόμενους δίσκους αλλά και στις συναυλίες του ο Χέντριξ πειραματίστηκε πάνω σε διάφορες μουσικές φόρμες – rock, blues, soul, funk, R&B, folk, jazz, psychedelia – και έφερε μια πραγματική επανάσταση στο παίξιμο της κιθάρας, εξερευνώντας όσο ίσως κανείς άλλος τις δυνατότητες της δημιουργικότητας και της εφευρετικότητας πάνω στα τάστα.
Το 1969 εμφανίστηκε στο φεστιβάλ του Woodstock και ένα χρόνο αργότερα πέθανε από αναρρόφηση ενώ κοιμόταν, ύστερα από χρήση βαρβιτουρικών. Ήταν μόλις 28 χρόνων και αποτέλεσε μέλος των τραγικών «three J’s» (οι άλλοι δυο ήταν ο Jim Morrison και η Janis Joplin) που μέσα σε 90 μέρες το 1970 άφησαν ορφανή τη ροκ μουσική. Ο Χέντριξ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους της κιθάρας, εμπνέοντας με το παίξιμό του χιλιάδες κιθαρίστες και συγκροτήματα.
Άνοιξε καινούργιους ορίζοντες χρησιμοποιώντας παραμορφωτές και εφέ, ενώ έπαιζε συνήθως με Fender Stratocaster και πιο σπάνια με Gibson. Το Rolling Stone Magazine τον τοποθετεί στην 1η θέση των 100 κορυφαίων κιθαριστών όλων των εποχών. Ακούστε ότι κι αν πέσει στα χέρια σας, οπωσδήποτε όμως τα «All along the Watchtower», «Voodoo Child», «Little Wing» και «Purple Haze».
3. Django Reinhardt
(Βέλγιο, 1910 – 1953)
Jazz
Ο Ζαν «Τζάνγκο» Ράινχαρντ γεννήθηκε στο Βέλγιο από τσιγγάνους γονείς και από μικρός άρχισε να παίζει βιολί και μπάντζο πριν περάσει στη μεγάλη του αγάπη, την κιθάρα. Μεγάλωσε σε τσιγγάνικους καταυλισμούς μέσα σε ακραία φτώχεια και στα 18 του είχε ένα ατύχημα που παραλίγο να του στοιχίσει πολύ ακριβά. Η σκηνή στην οποία έμενε με τη γυναίκα του πήρε φωτιά και ο ίδιος υπέστη εγκαύματα 1ου και 2ου βαθμού σε πολλά μέρη του σώματός του. Οι γιατροί θέλησαν να του κόψουν το ένα πόδι, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε εγκαταλείποντας το νοσοκομείο.
Με δυο δάχτυλα του αριστερού του χεριού σχεδόν παράλυτα, ο Τζάνγκο αναγκάστηκε να μάθει από την αρχή πώς να παίζει την κιθάρα, όντας υποχρεωμένος να σολάρει πλέον μόνο με τα υπόλοιπα δυο δάχτυλα. Το 1934 ίδρυσε στο Παρίσι το «Quintette du Hot Club de France» και κρατώντας ο ίδιος το σολιστικό μέρος, έβαλε δυο ακόμα κιθάρες να κρατούν ρυθμό από πίσω, δημιουργώντας έτσι για πρώτη φορά το πασίγνωστο σήμερα concept της «lead guitar» και της «rhythm guitar». Το κουιντέτο θεωρείται το σημαντικότερο σχήμα jazz που βασίστηκε μόνο σε έγχορδα. Αργότερα ο Τζάνγκο πρόσθεσε στις μπάντες του και άλλα όργανα, όπως κλαρινέτο, μπάσο, σαξόφωνο, πιάνο και ντραμς.
Ο Ράινχαρντ συνεργάστηκε με την ορχήστρα του Duke Ellington και ήταν από τους πρώτους που κατανόησαν τις μουσικές φόρμες των Dizzy Gillespie και Charlie Parker. Ο ίδιος θεωρείται σήμερα ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της jazz και το παίξιμό του επηρέασε πολλούς μεγάλους βιρτουόζους. Οι Carlos Santana, B. B. King, Jerry Garcia, Jimi Hendrix, Stevie Ray Vaughan, Mark Knopfler, Wes Montgomery, Peter Frampton, Jeff Beck, George Benson και Robert Fripp είναι μόνο μερικοί από αυτούς.
Ακούστε ότι βρείτε από τον μεγάλο μουσικό που πέθανε το 1953 στο Παρίσι από εγκεφαλικό. Μην χάσετε όμως τα «Minor Swing», «My Sweet», «Belleville», «Nuages», « Djangology » και το εκπληκτικό LP «Django Reinhardt and the Hot Club Quintet».
2. B. B. King
(ΗΠΑ, 1925)
Blues
Ο Ράιλι Κινγκ γεννήθηκε σε ένα χωριό του Μισσισσίππι και από μικρός βρέθηκε με μια κιθάρα στα χέρια. Επηρεάστηκε βαθιά από την παράδοση του blues και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε μπάντες της περιοχής του. Το 1947 πήγε στο Μέμφις και δυο χρόνια αργότερα έκανε τις πρώτες ηχογραφήσεις του. Κατάφερε να ενώσει τα διαφορετικά είδη του blues, από τους αυθεντικούς ήχους της Νέας Ορλεάνης στο Νότο και του Σικάγο στο Βορρά μέχρι τις πιο σοφιστικέ σκηνές της Ανατολικής και της Δυτικής ακτής, έχοντας για όπλα την χαρακτηριστική φωνή του και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο «χάιδευε» τις χορδές της Gibson ES-355, της θρυλικής «Lucille».
Η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του B. B. King στο παίξιμο της κιθάρας, έφερε δίπλα στις κλίμακες του blues μουσικές φόρμες από την jazz, τη soul και το swing, δημιουργώντας έναν προσωπικό ήχο που επηρέασε αναρίθμητους κιθαρίστες του ροκ, όπως ο Clapton, ο Bloomfield και ο Gilmour. Η καθολική αναγνώριση ήρθε το 1969 με την κυκλοφορία του «The thrill is gone», την ίδια χρονιά που ο B. B. King άνοιγε τις συναυλίες των Rolling Stones. Μια αχανής δισκογραφική δουλειά, ατελείωτες τουρνέ και συναυλίες σε όλο τον κόσμο, κινηματογραφικές ταινίες και άπειρες συνεργασίες με όλη την αφρόκρεμα του ροκ και του blues σφραγίζουν την καριέρα του μεγαλύτερου εν ζωή μπλουζίστα.
Ο B. B. King είναι ένας ζωντανός μουσικός θρύλος. Στα 83 του πλέον συνεχίζει να εμπνέει και να συγκινεί. Πριν 2 χρόνια πραγματοποίησε την τελευταία του παγκόσμια τουρνέ, αποχαιρετώντας το κοινό που τόσο τον αγάπησε και τον θαύμασε για 60 περίπου χρόνια. Ο μεγάλος Blues Boy (από όπου προέρχονται τα αρχικά Β. Β.) χρησιμοποιούσε – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων – την αγαπημένη του Gibson «Lucille», την πιο αναγνωρίσιμη κιθάρα σήμερα σε όλο τον κόσμο.
Πάρτε μια γεύση της δεξιοτεχνίας του ακούγοντας τα LPs «Singin’ the blues», «Indianola Mississippi Seeds» και το «Live in Cook County Jail». Το «Rolling Stone Magazine» τον τοποθέτησε 3ο ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών.
1. Robert Johnson
(ΗΠΑ, 1911 – 1938)
Delta Blues
Ο Ρόμπερτ Λίροι Τζόνσον γεννήθηκε στο Χέιζελχαρστ του Μισσισσιππή και μεγάλωσε δουλεύοντας σε φυτείες και παίζοντας κιθάρα. Στα 18 του παντρεύτηκε, όμως η γυναίκα του πέθανε στη γέννα, γεγονός που επηρέασε τη ζωή του Ρόμπερτ. Για να ξεχάσει, ο Τζόνσον περιόδευσε στο Νότο κερδίζοντας τα προς το ζην με την μοναδική του δεξιοτεχνία στην κιθάρα. Το 1931 επέστρεψε στη γενέτειρά του και ξαναπαντρεύτηκε, όμως πολύ σύντομα ξανάρχισε τις περιοδείες στο δέλτα του Μισσισσιπή, μέχρι που έμεινε πάλι μόνος, αφού η δεύτερη γυναίκα του τον παράτησε.
Από τότε ο Τζόνσον αφιέρωσε με πάθος όλη τη ζωή του στη μουσική και τις καταχρήσεις κάθε είδους, έχοντας ένα μόνο σκοπό: το ταξίδι, μέχρι που ο θάνατος τον συνάντησε το 1938, σε ηλικία μόλις 27 ετών, όταν δηλητηριάστηκε πιθανώς από στρυχνίνη στο ουίσκι του για τα μάτια μιας γυναίκας. Η περιπετειώδης αλλά και σύντομη ζωή του έγινε θρύλος στο Νότο. Πολλοί μιλούσαν για μια νυχτερινή συνάντηση του Τζόνσον με τον Διάβολο σε μια διασταύρωση των λεωφόρων 61 και 49 στο Κλαρκσντέιλ, όπου οι δυο τους διαγωνίστηκαν στην κιθάρα, μέχρι που ο διάβολος εγκατέλειψε και έφυγε αφήνοντας στον Τζόνσον την ικανότητα να παίζει «χορεύοντας» πάνω στις χορδές. Και ο μύθος δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο έπαιζε ο Τζόνσον ήταν συγκλονιστικός, διαβολεμένος.
Ο Ρόμπερτ Τζόνσον πρόλαβε να ηχογραφήσει μόλις 29 τραγούδια από το 1936 ως το 1938, αρκετά όμως για να κληροδοτήσουν το μοναδικό ταλέντο του στις επόμενες γενιές και να επηρεάσουν πολλούς σπουδαίους μουσικούς, όπως οι Muddy Waters, Bob Dylan, Jimmy Page, Rolling Stones, Elvis Presley, Jeff Beck και Eric Clapton, ο οποίος έχει πει για τον Τζόνσον ότι «είναι ο σημαντικότερος bluesman που έζησε ποτέ».
Ο «παππούς του rock ’n’ roll» βρίσκεται στην 5η θέση των 100 κορυφαίων κιθαριστών του Rolling Stone Magazine. Ακούστε οπωσδήποτε τα «Love in vain», «Me and the Devil Blues», «Sweet Home Chicago» και «Cross Road Blues», παιγμένα όλα με την αγαπημένη του Gibson L-1.
http://anwnimo.blogspot.gr
Σας παρουσιάζουμε μερικούς από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους που έχουν βάλει τη σφραγίδα τους σε είδη μουσικής, στα οποία η κιθάρα παίζει βασικό ρόλο σε ότι αφορά τουλάχιστον τη σολιστική πλευρά.
10. Stevie Ray Vaughan
(ΗΠΑ, 1954 – 1990)
Blues – Rock
Ο Στίβι Ρέι Βον γεννήθηκε στο Όστιν του Τέξας και άρχισε να παίζει κιθάρα στα 7 του χρόνια. Ήδη στα 13 έπαιζε σε γνωστά κλαμπ μαγεύοντας με την εκρηκτικότητα και τα πολύπλοκα «riffs» που χρησιμοποιούσε στις μπλουζ κλίμακες. Λίγα χρόνια αργότερα τον άκουσαν τυχαία οι Rolling Stones και τον σύστησαν στον παραγωγό τους. Από τότε η καριέρα του Βον εκτοξεύτηκε και ο ίδιος έγινε ένας από τους πλέον επιτυχημένους «session» μουσικούς, υπογράφοντας συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως ο David Bowie, o Eric Clapton, o Jeff Beck και άλλοι.
Στη δεκαετία του ’80 έμπλεξε με την κοκαΐνη και το αλκοόλ, αλλά μπήκε σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης και κατάφερε να καθαρίσει. Στις 27 Αυγούστου του 1990, ύστερα από μια συναυλία στο Γουισκόνσιν, ανέβηκε σε ένα ελικόπτερο για να επιστρέψει στο Σικάγο. Δεν έμελλε να φτάσει ποτέ όμως, αφού λίγο μετά την απογείωση το ελικόπτερο συνετρίβη και ο Βον σκοτώθηκε σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Ο μεγάλος αυτός ροκ – μπλουζ αυτοδίδακτος σολίστας χρησιμοποιούσε κιθάρες Fender Stratocaster – τις οποίες συνήθιζε να κουρδίζει μισό τόνο χαμηλότερα – και εφέ Vox wah-wah. Αν θέλετε να πάρετε μια ιδέα από το εκπληκτικό του παίξιμο, ακούστε τα LPs «Texas flood» (1983) και «Family Style» (1990), όπου παίζει μαζί με τον αδερφό του Jimmie. Από τις συνεργασίες του ένα καλό δείγμα είναι το χορευτικό «Let’s dance» του Bowie (1983) και το «Soulful dress» της Marcia Ball (1984). To 2003 το «Rolling Stone Magazine» τον τοποθέτησε 7ο ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών.
9. David Gilmour
(Αγγλία, 1946)
Psychedelic & Progressive Rock
Ο Ντέιβιντ Γκίλμορ γεννήθηκε στο Κέμπριτζ της Αγγλίας και στο γυμνάσιο είχε συμμαθητή τον Syd Barrett, με τον οποίο παρέα μάθαιναν να παίζουν κιθάρα στα μεσημεριανά διαλείμματα του σχολείου. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Syd, κιθαρίστας και συνθέτης πλέον των Pink Floyd, άρχισε να πελαγοδρομεί στους κυριευμένους από ναρκωτικά καλειδοσκοπικούς διαδρόμους του μυαλού του, ανίκανος να επικοινωνήσει με συμβατικούς τρόπους με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, ο ντράμερ της μπάντας Nick Mason ρώτησε τον Ντέιβιντ αν ήθελε να ενταχθεί στο σχήμα.
Έτσι τον Γενάρη του ’68 ο Γκίλμορ έγινε το 5ο μέλος των Pink Floyd – οι οποίοι λίγους μήνες αργότερα έμειναν 4 μετά την οριστική αποχώρηση του Barrett – παίζοντας τα εκπληκτικότερα σόλα στην ιστορία της ψυχεδελικής μουσικής και υπογράφοντας συνθετικά μερικά από τα αριστουργήματα της progressive ροκ μουσικής, όπως το «Dark side of the moon» και το «Wish you were here».
Ο Γκίλμορ χρησιμοποιεί συνήθως κιθάρες Fender Stratocaster και Telecaster, αλλά στο στούντιο παίζει και με Gibson. Είναι ένας ολοκληρωμένος μουσικός, αφού εκτός από κιθάρα παίζει μπάσο, πλήκτρα, τύμπανα, φυσαρμόνικα και σαξόφωνο. Έχει κάνει αμέτρητες συνεργασίες, ενδεικτικά αναφέρουμε τους B. B. King, Paul McCartney, Sam Brown, Bob Dylan, Pete Townshend, Supertramp και Alan Parsons.
Ακούστε ολόκληρα τα LPs «Dark side of the moon» και «Wish you were here», το «Dogs» από το LP «Animals» και βέβαια το ανεπανάληπτο «Comfortably Numb» από το LP «The Wall», που ψηφίστηκε ως το καλύτερο σόλο της ροκ μουσικής από το κοινό του διαδικτυακού ραδιοφώνου Planet Rock. Ο Γκίλμορ είναι μέλος του Rock and Roll Hall of Fame και το «Rolling Stone Magazine» τον τοποθέτησε 82ο ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών. Αλλά είπαμε, γούστα είναι αυτά.
8. Eric Clapton
(Αγγλία, 1945)
Blues – Rock
Ο Έρικ Πάτρικ Κλάπτον γεννήθηκε στο Σάρεϊ της Αγγλίας. Τη μέρα των 14ων γενεθλίων του, ο παππούς και η γιαγιά του, τού χάρισαν μια κιθάρα και ο μικρός Έρικ άρχισε να παίζει αμέσως τραγούδια των Β. Β. King και Muddy Waters. Τελειώνοντας το σχολείο γύρισε τον κόσμο ως πλανόδιος μουσικός – με ένα σύντομο πέρασμα και από την Ελλάδα, όπου τον ανακάλυψε ο Νίκος Μαστοράκης και του βρήκε δουλειά σε κλαμπ της εποχής με μεροκάματο 200 δραχμές – και το 1964 επέστρεψε στη Βρετανία και έπαιξε στους θρυλικούς Yardbirds.
Μετά ακολούθησαν οι Bluesbrakers του John Mayall, οι Cream, οι Blind Faith, οι Delaney & Bonnie και οι Derek & the Dominoes. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 χρειάστηκε να κάνει αποτοξίνωση από την ηρωίνη και επανήλθε στη μουσική σκηνή αρχίζοντας την σόλο καριέρα του, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με μια τεράστια δισκογραφία και πάμπολλες συνεργασίες.
Ο «Slowhand», όπως είναι το παρατσούκλι του λόγω του άνετου τρόπου με τον οποίο παίζει κιθάρα, έχει χρησιμοποιήσει μια σειρά από διαφορετικά μοντέλα Fender και Gibson, ενώ για τις ακουστικές του εμφανίσεις προτιμά την Ovation και χειροποίητες ισπανικές κιθάρες. Ο Κλάπτον είναι μακράν ο σημαντικότερος λευκός blues κιθαρίστας, αλλά έχει ασχοληθεί και με άλλα είδη μουσικής όπως η ψυχεδέλεια, η ρέγκε και βέβαια το αυθεντικό rhythm & blues. Ακούστε το LP «For your love» με τους Yardbirds, το LP «Disraeli Gears» με τους Cream, το LP «Slowhand» και το LP «Riding with the King» (όπου σολάρουν ακατάπαυστα μαζί με τον B. B. King).
Ο Έρικ Κλάπτον έχει μπει 3 φορές στο Rock and Roll Hall of Fame (ως μέλος των Yardbirds και των Cream, αλλά και ως σόλο μουσικός) ενώ το Rolling Stone Magazine τον τοποθετεί στην 4η θέση των 100 κορυφαίων κιθαριστών και στην 53η θέση των 100 κορυφαίων μουσικών προσωπικοτήτων όλων των εποχών.
7. Paco de Lucia
(Ισπανία, 1947)
Flamenco – jazz
Ο Πάκο ντε Λουθία – κατά κόσμον Francisco Sanchez Gomez – γεννήθηκε στο Αλχεθίρας της Ανδαλουσίας απο μουσική οικογένεια με μεγάλη παράδοση στο φλαμένκο. Έτσι ο Πάκο από μικρός βρέθηκε με μια κιθάρα στα χέρια και σε ηλικία μόλις 11 ετών έδειξε το μεγάλο του ταλέντο παίρνοντας μέρος σε τοπικά φεστιβάλ δεξιοτεχνίας για νέους κιθαρίστες, υιοθετώντας το καλλιτεχνικό όνομα Ντε Λουθία για να τιμήσει την Πορτογαλίδα μητέρα του Λουσία.
Στα 17 του άρχισε να ηχογραφεί και από το 1968 μέχρι το 1977 συνεργάστηκε με τον Camaron de la Isla, τον κορυφαίο ερμηνευτή του Nuevo Flamenco, συνθέτοντας πραγματικά αριστουργήματα. Όντας ανοιχτός σε διαφορετικές μουσικές, το 1979 έφτιαξε μαζί με τους John McLaughlin και Larry Coryell το περίφημο «The Guitar Trio». Ο Coryell αντικαταστάθηκε λίγο αργότερα από τον Al Di Meola και οι τρεις τους κυκλοφόρησαν στα επόμενα χρόνια τρία LPs, το ένα καλύτερο από το άλλο, αφήνοντας τις μουσικές τους ιδιοφυΐες να «καλπάσουν» στους δρόμους της jazz και της ethnic.
Το 1991 ο τσιγγάνος βιρτουόζος αναγκάστηκε για πρώτη φορά στη ζωή του να διαβάσει μουσική θεωρία για να μπορέσει να παίξει μαζί με συμφωνική ορχήστρα το έργο κλασικής μουσικής του Joaquin Rodrigo, «Concierto de Aranjuez», αφήνοντας άφωνους κριτικούς και κοινό. Ο Πάκο ντε Λουθία έχει συνεργαστεί κατά καιρούς με πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους και ο Γιώργος Νταλάρας. Διατηρεί το δικό του σχήμα, το «Paco de Lucia Sextet», στο οποίο παίζουν και τα αδέρφια του Ραμόν και Πέπε. Έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Κάντιθ.
Ακούστε οποιονδήποτε από τους δέκα δίσκους που κυκλοφόρησε μαζί με τον Camaron de la Isla. Επίσης το εκπληκτικό LP «Friday night in San Francisco», όπου πάιζει με τους McLaughlin και Di Meola. Και βέβαια απολαύστε την ηχογράφηση του «Concierto de Aranjuez» για να νιώσετε την «alma gitana» του Πάκο ντε Λουθία.
6. Andres Segovia
(Ισπανία, 1893 – 1987)
Κλασική μουσική
Ο Αντρές Τόρες Σεγκόβια, 1ος Μαρκήσιος της Σαλομπρένια, γεννήθηκε στο Λινάρες της Χαέν, στην Ανδαλουσία και άρχισε να μαθαίνει κιθάρα από τα 6 του. Τελείως αντίθετος στο φλαμένκο – συχνά έλεγε ότι «έσωσε την κιθάρα από τους γύφτους» - ακολούθησε στη Γανάδα κλασικές σπουδές και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα 16 του στη Μαδρίτη παίζοντας έργα του Μπαχ που είχε ενορχηστρώσει ο ίδιος.
Παρουσίασε για πρώτη φορά μια δική του τεχνική παίζοντας όχι μόνο με τα νύχια, αλλά και με τα ακροδάχτυλα, πράγμα που έδινε σαφώς περισσότερες ηχητικές δυνατότητες στο χτύπημα των χορδών – αλλά και που ήταν πολύ πιο δύσκολο. Ήταν από τους πρώτους που εμπιστεύθηκε τις νάιλον χορδές, έχοντας έτσι μεγαλύτερη σταθερότητα στο κούρδισμα. Εργάστηκε ακούραστα για πάνω από 80 χρόνια στο κλασικό και το παραδοσιακό ισπανικό ρεπερτόριο, ενώ δεν ήταν λίγοι οι συνθέτες που έγραφαν έργα αποκλειστικά για αυτόν. Έδωσε χιλιάδες ρεσιτάλ και πήρε μέρος σε αμέτρητα φεστιβάλ κιθάρας σε όλο τον κόσμο, ενώ δίδαξε για πολλές δεκαετίες την τεχνική του σε δεκάδες πανεπιστήμια, ωδεία και οργανισμούς, διοργανώνοντας σεμινάρια σε κάθε γωνιά της γης.
Ο Σεγκόβια ηχογράφησε πολλά έργα Ισπανών και ξένων συνθετών, δίνοντας πάντοτε μεγάλο βάρος στην τελειότητα της εκτέλεσης και την άψογη ακουστική της κιθάρας του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ερωτευμένος με την χειροποίητη Manuel Ramirez κιθάρα του, πάνω στην οποία στηρίχθηκαν και όλες οι επόμενες, αφού ο Σεγκόβια είχε κάνει όλες τις μετρήσεις που ήταν απαραίτητες και κάθε φορά που ήθελε καινούργιο όργανο, το παράγγελνε με βάση το πρωτότυπο του 1912.
Ακούστε τις σουίτες του Μπαχ και βέβαια τα δυο έργα του Joaquin Rodrigo, τα οποία έχουν ταυτιστεί με τον μεγάλο Ισπανό κιθαρίστα: το «Concierto de Aranjuez» και το «Fantasia para un gentilhombre». «Ο κιθαρίστας χρειάζεται την ιερή φωτιά, χωρίς την οποία ένας βιρτουόζος μπορεί να είναι άψογος, αλλά τίποτα περισσότερο», ήταν τα λόγια του Σεγκόβια στους μαθητές του.
5. Jimmy Page
(Αγγλία, 1944)
Psychedelic hard rock
Ο Τζέιμς Πάτρικ Πέιτζ γεννήθηκε σε ένα προάστιο του Λονδίνου και έπαιξε για πρώτη φορά κιθάρα στα 14. Ήταν αυτοδίδακτος και ξεκίνησε την καριέρα του συμμετέχοντας σε διάφορα σχήματα, όπου έγινε γρήγορα γνωστός για την επιδεξιότητά του στο παίξιμο και για τα σύνθετα, πολύπλοκα σόλα του. Εργάστηκε ως session μουσικός με ονόματα όπως οι Rolling Stones, Them, Who, Kinks και άλλοι. Το 1966 έγινε μέλος των Yardbirds και άλλαξε το ύφος της μπάντας από blues σε ψυχεδελικό hard rock. Το 1968 δημιούργησε τους New Yardbirds, που λίγο αργότερα μετονομάστηκαν σε Led Zeppelin.
Μαζί με τους Robert Plant, John Paul Jones και John Bonham έγραψαν μια από τις σημαντικότερες σελίδες της ροκ, ίσως την κορυφαία του hard rock. Για μια δεκαετία ο Page μεσουράνησε στο μουσικό στερέωμα τόσο με υπέροχες συνθέσεις, όσο και με το μοναδικό, προσωπικό του παίξιμο. Ο θάνατος του Bonham, η διάλυση των Zeppelin και οι περιπέτειές του με τα ναρκωτικά, σήμαναν την αποχή του Page για κάποια χρόνια, όμως επέστρεψε στη δεκαετία του ’80 και ακολούθησε σόλο καριέρα, στην οποία ξεχωρίζουν οι συνεργασίες του με τον Robert Plant.
O Jimmy Page είναι ένας πραγματικός βιρτουόζος στα έγχορδα. Παίζει μαντολίνο, μπάσο, μπάντζο αλλά και φυσαρμόνικα. Έχει αδυναμία στις Gibson Les Paul, αλλά χρησιμοποιεί και Fender Telecaster. Στο σπίτι του έχει μια μοναδική συλλογή στον κόσμο, την οποία αποτελούν περισσότερες από 1500 κιθάρες. Ακούστε οτιδήποτε από τα 4 πρώτα LPs των Led Zeppelin και βέβαια το «Stairway to Heaven», το σόλο του οποίου έχει ψηφιστεί ως το κορυφαίο από το περιοδικό Guitar World.
Επίσης το LP «No Quarter: Jimmy Page and Robert Plant Unledded» και τη συνεργασία με τον David Coverdale (πρώην τραγουδιστή των Deep Purple) στο LP «Coverdale – Page». Ο Page είναι μέλος του Rock and Roll Hall of Fame και το «Rolling Stone Magazine» τον τοποθέτησε 9ο ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών.
4. Jimi Hendrix
(ΗΠΑ, 1942 – 1970)
Rock – Blues – R&B
Ο Τζόνι Άλεν Χέντριξ γεννήθηκε στο Σιάτλ και στα 15 του πλήρωσε 5 δολάρια για να αγοράσει την πρώτη του ακουστική κιθάρα. Δυο χρόνια αργότερα ο πατέρας του, τού χάρισε μια ηλεκτρική Supro Ozark. Την ίδια χρονιά ο Τζίμι κόπηκε με F στο μάθημα της μουσικής. Έμαθε βλέποντας, αντιγράφοντας και χρησιμοποιώντας το αυτί του και άρχισε να παίζει περιστασιακά σε μικρές τοπικές μπάντες Rhythm & Blues. Το 1966 δημιούργησε την πρώτη δική του μπάντα και ο πρώην μπασίστας των Animals τον έπεισε να αναζητήσει την τύχη του στη Βρετανία. Στο νησί ο Χέντριξ δημιούργησε τους «The Jimi Hendrix Experience» και γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία με το πρώτο σινγκλ, το «Hey Joe».
Αμέσως μετά κυκλοφόρησε το πρώτο LP με τίτλο «Are You Experienced?» το οποίο το καλοκαίρι του ’67 ανέβηκε στο νούμερο 2 του βρετανικού τσαρτ πίσω μόνο από το «Sgt. Pepper’s» των Beatles. Στους επόμενους δίσκους αλλά και στις συναυλίες του ο Χέντριξ πειραματίστηκε πάνω σε διάφορες μουσικές φόρμες – rock, blues, soul, funk, R&B, folk, jazz, psychedelia – και έφερε μια πραγματική επανάσταση στο παίξιμο της κιθάρας, εξερευνώντας όσο ίσως κανείς άλλος τις δυνατότητες της δημιουργικότητας και της εφευρετικότητας πάνω στα τάστα.
Το 1969 εμφανίστηκε στο φεστιβάλ του Woodstock και ένα χρόνο αργότερα πέθανε από αναρρόφηση ενώ κοιμόταν, ύστερα από χρήση βαρβιτουρικών. Ήταν μόλις 28 χρόνων και αποτέλεσε μέλος των τραγικών «three J’s» (οι άλλοι δυο ήταν ο Jim Morrison και η Janis Joplin) που μέσα σε 90 μέρες το 1970 άφησαν ορφανή τη ροκ μουσική. Ο Χέντριξ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους της κιθάρας, εμπνέοντας με το παίξιμό του χιλιάδες κιθαρίστες και συγκροτήματα.
Άνοιξε καινούργιους ορίζοντες χρησιμοποιώντας παραμορφωτές και εφέ, ενώ έπαιζε συνήθως με Fender Stratocaster και πιο σπάνια με Gibson. Το Rolling Stone Magazine τον τοποθετεί στην 1η θέση των 100 κορυφαίων κιθαριστών όλων των εποχών. Ακούστε ότι κι αν πέσει στα χέρια σας, οπωσδήποτε όμως τα «All along the Watchtower», «Voodoo Child», «Little Wing» και «Purple Haze».
3. Django Reinhardt
(Βέλγιο, 1910 – 1953)
Jazz
Ο Ζαν «Τζάνγκο» Ράινχαρντ γεννήθηκε στο Βέλγιο από τσιγγάνους γονείς και από μικρός άρχισε να παίζει βιολί και μπάντζο πριν περάσει στη μεγάλη του αγάπη, την κιθάρα. Μεγάλωσε σε τσιγγάνικους καταυλισμούς μέσα σε ακραία φτώχεια και στα 18 του είχε ένα ατύχημα που παραλίγο να του στοιχίσει πολύ ακριβά. Η σκηνή στην οποία έμενε με τη γυναίκα του πήρε φωτιά και ο ίδιος υπέστη εγκαύματα 1ου και 2ου βαθμού σε πολλά μέρη του σώματός του. Οι γιατροί θέλησαν να του κόψουν το ένα πόδι, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε εγκαταλείποντας το νοσοκομείο.
Με δυο δάχτυλα του αριστερού του χεριού σχεδόν παράλυτα, ο Τζάνγκο αναγκάστηκε να μάθει από την αρχή πώς να παίζει την κιθάρα, όντας υποχρεωμένος να σολάρει πλέον μόνο με τα υπόλοιπα δυο δάχτυλα. Το 1934 ίδρυσε στο Παρίσι το «Quintette du Hot Club de France» και κρατώντας ο ίδιος το σολιστικό μέρος, έβαλε δυο ακόμα κιθάρες να κρατούν ρυθμό από πίσω, δημιουργώντας έτσι για πρώτη φορά το πασίγνωστο σήμερα concept της «lead guitar» και της «rhythm guitar». Το κουιντέτο θεωρείται το σημαντικότερο σχήμα jazz που βασίστηκε μόνο σε έγχορδα. Αργότερα ο Τζάνγκο πρόσθεσε στις μπάντες του και άλλα όργανα, όπως κλαρινέτο, μπάσο, σαξόφωνο, πιάνο και ντραμς.
Ο Ράινχαρντ συνεργάστηκε με την ορχήστρα του Duke Ellington και ήταν από τους πρώτους που κατανόησαν τις μουσικές φόρμες των Dizzy Gillespie και Charlie Parker. Ο ίδιος θεωρείται σήμερα ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της jazz και το παίξιμό του επηρέασε πολλούς μεγάλους βιρτουόζους. Οι Carlos Santana, B. B. King, Jerry Garcia, Jimi Hendrix, Stevie Ray Vaughan, Mark Knopfler, Wes Montgomery, Peter Frampton, Jeff Beck, George Benson και Robert Fripp είναι μόνο μερικοί από αυτούς.
Ακούστε ότι βρείτε από τον μεγάλο μουσικό που πέθανε το 1953 στο Παρίσι από εγκεφαλικό. Μην χάσετε όμως τα «Minor Swing», «My Sweet», «Belleville», «Nuages», « Djangology » και το εκπληκτικό LP «Django Reinhardt and the Hot Club Quintet».
2. B. B. King
(ΗΠΑ, 1925)
Blues
Ο Ράιλι Κινγκ γεννήθηκε σε ένα χωριό του Μισσισσίππι και από μικρός βρέθηκε με μια κιθάρα στα χέρια. Επηρεάστηκε βαθιά από την παράδοση του blues και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε μπάντες της περιοχής του. Το 1947 πήγε στο Μέμφις και δυο χρόνια αργότερα έκανε τις πρώτες ηχογραφήσεις του. Κατάφερε να ενώσει τα διαφορετικά είδη του blues, από τους αυθεντικούς ήχους της Νέας Ορλεάνης στο Νότο και του Σικάγο στο Βορρά μέχρι τις πιο σοφιστικέ σκηνές της Ανατολικής και της Δυτικής ακτής, έχοντας για όπλα την χαρακτηριστική φωνή του και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο «χάιδευε» τις χορδές της Gibson ES-355, της θρυλικής «Lucille».
Η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του B. B. King στο παίξιμο της κιθάρας, έφερε δίπλα στις κλίμακες του blues μουσικές φόρμες από την jazz, τη soul και το swing, δημιουργώντας έναν προσωπικό ήχο που επηρέασε αναρίθμητους κιθαρίστες του ροκ, όπως ο Clapton, ο Bloomfield και ο Gilmour. Η καθολική αναγνώριση ήρθε το 1969 με την κυκλοφορία του «The thrill is gone», την ίδια χρονιά που ο B. B. King άνοιγε τις συναυλίες των Rolling Stones. Μια αχανής δισκογραφική δουλειά, ατελείωτες τουρνέ και συναυλίες σε όλο τον κόσμο, κινηματογραφικές ταινίες και άπειρες συνεργασίες με όλη την αφρόκρεμα του ροκ και του blues σφραγίζουν την καριέρα του μεγαλύτερου εν ζωή μπλουζίστα.
Ο B. B. King είναι ένας ζωντανός μουσικός θρύλος. Στα 83 του πλέον συνεχίζει να εμπνέει και να συγκινεί. Πριν 2 χρόνια πραγματοποίησε την τελευταία του παγκόσμια τουρνέ, αποχαιρετώντας το κοινό που τόσο τον αγάπησε και τον θαύμασε για 60 περίπου χρόνια. Ο μεγάλος Blues Boy (από όπου προέρχονται τα αρχικά Β. Β.) χρησιμοποιούσε – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων – την αγαπημένη του Gibson «Lucille», την πιο αναγνωρίσιμη κιθάρα σήμερα σε όλο τον κόσμο.
Πάρτε μια γεύση της δεξιοτεχνίας του ακούγοντας τα LPs «Singin’ the blues», «Indianola Mississippi Seeds» και το «Live in Cook County Jail». Το «Rolling Stone Magazine» τον τοποθέτησε 3ο ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών.
1. Robert Johnson
(ΗΠΑ, 1911 – 1938)
Delta Blues
Ο Ρόμπερτ Λίροι Τζόνσον γεννήθηκε στο Χέιζελχαρστ του Μισσισσιππή και μεγάλωσε δουλεύοντας σε φυτείες και παίζοντας κιθάρα. Στα 18 του παντρεύτηκε, όμως η γυναίκα του πέθανε στη γέννα, γεγονός που επηρέασε τη ζωή του Ρόμπερτ. Για να ξεχάσει, ο Τζόνσον περιόδευσε στο Νότο κερδίζοντας τα προς το ζην με την μοναδική του δεξιοτεχνία στην κιθάρα. Το 1931 επέστρεψε στη γενέτειρά του και ξαναπαντρεύτηκε, όμως πολύ σύντομα ξανάρχισε τις περιοδείες στο δέλτα του Μισσισσιπή, μέχρι που έμεινε πάλι μόνος, αφού η δεύτερη γυναίκα του τον παράτησε.
Από τότε ο Τζόνσον αφιέρωσε με πάθος όλη τη ζωή του στη μουσική και τις καταχρήσεις κάθε είδους, έχοντας ένα μόνο σκοπό: το ταξίδι, μέχρι που ο θάνατος τον συνάντησε το 1938, σε ηλικία μόλις 27 ετών, όταν δηλητηριάστηκε πιθανώς από στρυχνίνη στο ουίσκι του για τα μάτια μιας γυναίκας. Η περιπετειώδης αλλά και σύντομη ζωή του έγινε θρύλος στο Νότο. Πολλοί μιλούσαν για μια νυχτερινή συνάντηση του Τζόνσον με τον Διάβολο σε μια διασταύρωση των λεωφόρων 61 και 49 στο Κλαρκσντέιλ, όπου οι δυο τους διαγωνίστηκαν στην κιθάρα, μέχρι που ο διάβολος εγκατέλειψε και έφυγε αφήνοντας στον Τζόνσον την ικανότητα να παίζει «χορεύοντας» πάνω στις χορδές. Και ο μύθος δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο έπαιζε ο Τζόνσον ήταν συγκλονιστικός, διαβολεμένος.
Ο Ρόμπερτ Τζόνσον πρόλαβε να ηχογραφήσει μόλις 29 τραγούδια από το 1936 ως το 1938, αρκετά όμως για να κληροδοτήσουν το μοναδικό ταλέντο του στις επόμενες γενιές και να επηρεάσουν πολλούς σπουδαίους μουσικούς, όπως οι Muddy Waters, Bob Dylan, Jimmy Page, Rolling Stones, Elvis Presley, Jeff Beck και Eric Clapton, ο οποίος έχει πει για τον Τζόνσον ότι «είναι ο σημαντικότερος bluesman που έζησε ποτέ».
Ο «παππούς του rock ’n’ roll» βρίσκεται στην 5η θέση των 100 κορυφαίων κιθαριστών του Rolling Stone Magazine. Ακούστε οπωσδήποτε τα «Love in vain», «Me and the Devil Blues», «Sweet Home Chicago» και «Cross Road Blues», παιγμένα όλα με την αγαπημένη του Gibson L-1.
http://anwnimo.blogspot.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου