Πέθανε ο Γκάρι Μουρ
Ο διάσημος ροκ κιθαρίστας Γκαρι Μουρ πέθανε, σε ηλικία 59 ετών, την Κυριακή. Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
Όπως μετέδωσε το BBC, η είδηση επιβεβαιώθηκε από τον μάνατζερ του συγκροτήματος Thin Lizzy, με το οποίο ξεκίνησε την καριέρα του στη δεκαετία του '60 ο Ιρλανδός μουσικός.
Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ο Γκαρι Μουρ πέθανε στον ύπνο του στην Ισπανία, όπου βρισκόταν για διακοπές.
Ο Γκαρι Μουρ, γεννημένος στις 4 Απριλίου 1952 στο Μπέλφαστ, ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του '60 με το συγκρότημα Thin Lizzy, συνέχισε κάνοντας άλλες σημαντικές συνεργασίες, για να καταλήξει σε σόλο καριέρα, με μεγάλες επιτυχίες.
Η σόλο καριέρα του ξεκίνησε με το άλμπουμ Grinding Stone που κυκλοφόρησε το 1973, ενώ ως μια από τις σημαντικότερες στιγμές του έχει καταγραφεί το Still Got the Blues του 1990. Συνολικά κυκλοφόρησε 20 άλμπουμ.
Τα σόλο στην κιθάρα ήταν το σήμα κατατεθέν του Γκάρι Μουρ και δικαίως θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους κιθαρίστες.
Στην Εγκυκλοπαίδεια του Rock 'N' Roll που εκδίδει το γνωστό αμερικανικό περιοδικό Rolling Stone και θεωρείται από τις εγκυρότερες στον κόσμο, μετά το λήμμα των Moonglows ακολουθεί το αντίστοιχο για την Alanis Morissette. Εκεί ανάμεσα είναι η θέση του Gary Moore, ο οποίος όμως αγνοείται χαρακτηριστικά, τυπικό δείγμα της συμπεριφοράς που η Αμερική, ιδιαιτέρως, του επιφύλαξε.
Κι όμως με δισκογραφία που αγγίζει τα σαράντα χρόνια και μία ποικιλία ειδών που πολλοί κιθαρίστες θα ζήλευαν, ο Gary Moore είναι από τους κιθαρίστες που κέρδισαν το σεβασμό τουλάχιστον των συναδέλφων τους, οι συνεργασίες του με Greg Lake, Rod Argent και Cozy Powell είναι μερικές μόνο ενδεικτικές στιγμές. Απέκτησε δε μεγάλο κοινό, τόσο με τις hard rock/heavy metal μέρες του τη δεκαετία του '80, όσο και με τον επαναπροσδιορισμό του ως blues κιθαρίστα από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και μέχρι σήμερα.
Αυτό που ελάχιστα κατάφερε να κερδίσει είναι τον καλό λόγο του μουσικού τύπου που λίγο ως πολύ του συμπεριφερόταν πάντα ως «αλεξιπτωτιστή». Ίσως όχι και τελείως χωρίς αφορμή. Το ανήσυχο πνεύμα του Moore τον ωθούσε σε συνεχείς αλλαγές του στυλ του. Είναι πράγματι δύσκολο να βρει κανείς στη δισκογραφία του τρεις συνεχόμενους δίσκους του που να έχουν το ίδιο ύφος, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει ποτέ να εδραιωθεί ως κορυφαίος σε κάποιο χώρο.
Με αφορμή την εμφάνισή του στη χώρα μας, την πρώτη μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες στο παρελθόν, το Rocking.gr παρουσιάζει μία συνοπτική αποτίμηση της καριέρας του και των πολλών αλλαγών του, από τις πρώτες προσπάθειες στην εφηβεία του στο Δουβλίνο μέχρι και τις ημέρες μας.
Τα απαραίτητα:
Colosseum II - Strange New Flesh (1976)
Ήταν το 1975 όταν ο drummer Jon Hiseman αποφάσισε να επανασχηματίσει τους jazz-rockers Colosseum χωρίς κανένα άλλο από τα αυθεντικά μέλη και υπό το διακριτικό "II", που δήλωνε τόσο τη διαφορά στη σύνθεση όσο και στη μουσική κατεύθυνση του συγκροτήματος. Αποφασισμένος να περιδιαβεί σε πιο fusion μονοπάτια, αλλά με το νεωτερισμό των φωνητικών, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα του είδους, διάλεξε μερικούς άγνωστους αλλά ταλαντούχους μουσικούς οι οποίοι σχεδόν όλοι στη συνέχεια θα αποκτούσαν μεγάλη φήμη στις μελλοντικές συνεργασίες τους. Δίπλα λοιπόν στους Mike Starrs (φωνητικά), Don Airey (πλήκτρα) και Neil Murray (μπάσο) προστέθηκε ο Moore, γνωστός τότε περισσότερο για τις σποραδικές συνεργασίες του με τους Thin Lizzy, παρά για το πρώτο του group Skid Row (καμία σχέση με τους συνονόματους Αμερικανούς) ή τον πρώτο του solo δίσκο. Με πολύ καλό παίξιμο από όλους τους μουσικούς και τον Ιρλανδό να εντυπωσιάζει σε ρόλο βιρτουόζου, πρόκειται για ένα παραμελημένο διαμάντι στο χώρο του fusion και έναν δίσκο απαραίτητο για κάθε φίλο του Moore που θέλει να δει μία διαφορετική πλευρά του που δεν προβάλλεται πολύ συχνά. Σημειώνεται ως «συν» και το εξαιρετικό εξώφυλλο.
Thin Lizzy - Black Rose (1979)
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Gary Moore είχε κληθεί από τον παλιόφιλό του Phil Lynott να αντικαταστήσει τον άστατο κιθαρίστα των Lizzy, Brian Robertson, συνήθως σε ζωντανές εμφανίσεις. Το "Black Rose" όμως ήταν η πρώτη φορά που ο Moore θα έμπαινε στο στούντιο για την ηχογράφηση ενός ολοκληρωμένου άλμπουμ και το αποτέλεσμα δικαίωσε τους πάντες. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους και πιθανότατα τον σκληρότερο ηχητικά δίσκο της παρέας του Lynott, πιστώνεται γι' αυτό και ο Moore φυσικά. Περιέχει τις επιτυχίες "Waiting For An Alibi" και "Do Anything You Wanna Do", αλλά όλα τα κομμάτια είναι σε εξαιρετικό επίπεδο. Ενδιαφέρον και το γεγονός ότι είναι η μοναδική φορά που ο Moore συνεργάζεται με δεύτερο lead κιθαρίστα, πέρα από κάποιες συνεργασίες που θα γίνουν στο blues μέλλον του.
Gary Moore - Still Got The Blues (1990)
Ο δίσκος που οι blues πιουρίστες λατρεύουν να μισούν. Η στροφή του Gary Moore από το hard rock στο blues έγινε με εντυπωσιακό τρόπο, τόσο σε επίπεδο ποιότητας, όσο και σε επίπεδο επιτυχίας. Δεδομένη πρέπει να θεωρείται η στήριξη της εταιρίας του που, πέρα από την μεγάλη προώθηση, του εξασφάλισε και συμμετοχές ιερών τεράτων, όπως οι Albert King, Albert Collins και George Harrison. Αυτό όμως δε μπορεί να επισκιάσει το γεγονός ότι απλά δεν υπάρχει μέτριο κομμάτι στο δίσκο. Με πέντε από τις δώδεκα συνθέσεις δικές του, και τις υπόλοιπες διασκευές γνωστότερων ή λιγότερο γνωστών τραγουδιών, ο δίσκος δε σταμάτησε να βγάζει επιτυχίες. Εκτελεσμένα με πολύ κέφι από έναν άνθρωπο που λάτρευε τα blues από πιτσιρικάς (το συμβολικό εξώφυλλο και οπισθόφυλλο λέει πολλά), παραμένει ο πιο μοσχοπουλημένος δίσκος του. Και όσο κι αν διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για το αντίθετο οι «εχθροί» του, κατάφερε αυτό που ελάχιστοι στο παρελθόν έχουν καταφέρει: να ξανακάνει τα blues μόδα και να τα βάλει σε κάθε σπίτι.
Τα κλασικά:
The Gary Moore Band - Grinding Stone (1973)
Ο πρώτος και τελευταίος δίσκος υπό την ονομασία "Gary Moore Band". Συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο με τον ήχο των Skid Row, αλλά βάζοντας περισσότερα jazz στοιχεία σε σχέση με τα ψυχεδέλικα των Skids, ο δίσκος είναι πολύ πιο μεστός και καλοδουλεμένος από τις προηγούμενες προσπάθειές του. Αποκορύφωμα αποτελεί το 17λεπτο έπος "Spirit" που ξαφνιάζει με την ποικιλία των ειδών που ενσωματώνει, όπως και όλος ο δίσκος εξάλλου. Αδίκως παραμελημένο άλμπουμ, ανήκει στην αφρόκρεμα της δισκογραφίας του.
Colosseum II - War Dance (1977)
Ο τρίτος και τελευταίος δίσκος του συγκροτήματος τους βρίσκει να έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια για fusion με φωνητικά, στηριζόμενοι βασικά σε instrumental συνθέσεις. Προτιμήθηκε σε σχέση με τον εξίσου καλό "Electric Savage" της ίδιας χρονιάς μόνο και μόνο για την απόδοση του Moore στο εκπληκτικό "Inquisition", κομμάτι που πρέπει να ακούσουν όσοι αμφισβητούν τη δεξιοτεχνία του.
Gary Moore - Dirty Fingers (1983)
Αν και είναι τα "Corridors Of Power" και "Victims Of The Future" αυτά που εδραίωσαν τη φήμη του Gary Moore ως hard rock/heavy metal καλλιτέχνη, τελικά στα σημεία το "Dirty Fingers" κερδίζει. Ηχογραφημένο κανονικά το 1980, έχει καλύτερες συνθέσεις, καλύτερα φωνητικά (σε αυτό βοηθάει η προσθήκη του τραγουδιστή του Ted Nugent, Charlie Huhn) και μία καλύτερη διασκευή από τα προαναφερθέντα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που έτσι έχουν πάντα στο μυαλό τους τον Gary Moore.
Gary Moore - Wild Frontier (1987)
Ό,τι πιο κοντινό προς την pop κυκλοφόρησε ποτέ ο Moore. Ένας δίσκος γεμάτος ευμνημόνευτα τραγούδια, γεννημένα σουξεδάκια αλλά και με μία ακαταμάχητη γοητεία. Η παραγωγή είναι αρκετά δεμένη με τα '80s, με αποτέλεσμα να ενοχλεί κάποιους πλέον, αλλά όχι τόσο ώστε να ακούγεται γηρασμένη. Αρκετά είναι τα στοιχεία από την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας του που χρησιμοποιούνται εδώ εκτεταμένα. Ξεχωρίζει πάντως ανάμεσα στα άλλα το ορχηστρικό "The Loner", που, ακολουθώντας τη λογική του "Parisienne Walkways", απέχει από τη φιλοσοφία των υπόλοιπων τραγουδιών.
Gary Moore - Power Of The Blues (2004)
Τα τελευταία χρόνια μετά από διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες για αλλαγή του στυλ του (είπαμε, ο άνθρωπος βαριέται εύκολα), ο Moore πάντα γυρνούσε στα blues και αυτά συνήθως τον περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Κάπως έτσι μετά το μέτριο "Scars" του 2002, κυκλοφόρησε ένας από τους καλύτερους blues δίσκους του που υπολείπεται του "Still Got The Blues" μόνο στα χιτάκια. Κατά τα άλλα εδώ θα βρούμε το πιο δυναμικό παίξιμο του γερόλυκου (πλέον) κιθαρίστα εδώ και χρόνια. Με πολύ rock στο blues rock του, είναι ο δίσκος που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να αρέσει σε όσους ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την απομάκρυνση του από το hard 'n' heavy προς τα blues. Η δε εκτέλεσή του στο "I Can't Quit You Baby" θα κοντραριζόταν άνετα με την αντίστοιχη κλασική των Zeppelin.
Τα αξιόλογα:
Skid Row - 34 Hours (1971)
Ηχογραφημένο σε μόλις 34 ώρες, εξ ου και ο τίτλος, αποτελεί το δεύτερο δίσκο του εφηβικού του συγκροτήματος. Στηριγμένο στη δομή του power-trio, το group είχε ως βάση το blues rock, αλλά με αρκετές δόσεις ψυχεδέλειας. Στην εποχή τους είχαν χαρακτηριστεί ως άξιοι ανταγωνιστές των Taste του Rory Gallagher. Με αρκετές αδυναμίες στον τομέα των φωνητικών και μία διάχυτη ανωριμότητα, έχει παρ' όλα αυτά φαντασία στην κιθάρα και τις συνθέσεις, νεανικό θράσος και είναι ένα από τα πολλά διαμαντάκια της εποχής. Τα δέοντα πρέπει να αποδοθούν και στο παίξιμο του μπασίστα Brush Shields που ήταν ο αντικαταστάτης του Phil Lynott. Ο τελευταίος αποχώρησε πριν προλάβει να ηχογραφήσει κάτι με αυτό το σχήμα.
Gary Moore - Back On The Streets (1979)
Η πρώτη ένδειξη για το τι μπορούμε να περιμένουμε από τον Moore στη δεκαετία του '80. Αν και άνισος δίσκος που υποφέρει από έλλειψη προσανατολισμού, καθώς δίπλα σε εκπληκτικά τραγούδια βρίσκονται jazz/fusion πειραματισμοί και αδιάφορα fillers, αξίζει έστω και μόνο για το "Spanish Guitar" και φυσικά το "Parisienne Walkways", συνεργασία του με τον Phil Lynott και η πιο διαχρονική του επιτυχία ως τώρα.
Gary Moore - Victims Of The Future (1983)
Hard rock και heavy metal με όλα τα κλισέ του είδους, αλλά καλοεκτελεσμένο και με τραγουδοποιητική μαεστρία. Για κάποιον που ξεκίνησε να δισκογραφεί το 1969, ο Moore καταφέρνει να προσαρμοστεί εξαιρετικά στα νέα ήθη και να κυκλοφορήσει έναν δίσκο που στέκεται άνετα ανάμεσα στους αντίστοιχους της ίδιας χρονιάς. Βρίσκεται με μία εξαιρετική μπάντα που περιελάμβανε τον Ian Paice στα τύμπανα και τον Neil Murray στο μπάσο (αποχώρησε κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων). Εδώ κυκλοφόρησε και η πρώτη (και καλύτερη) εκτέλεση του περίφημου "Empty Rooms" που διασκεύασε ο ίδιος στο "Run For Cover".
Gary Moore - Run For Cover (1985)
Η πρώτη απόπειρα για εισαγωγή πιο εμπορικών στοιχείων στον ήχο του. Αν και το πείραμα θα επαναληφθεί με μεγαλύτερη επιτυχία δύο χρόνια αργότερα, και μόνο η συμμετοχή του Phil Lynott σε δύο τραγούδια αρκεί για να χαρακτηρίσει αξιόλογο και το δίσκο αυτόν. Το ένα εκ των δύο, η μεγάλη επιτυχία "Out In The Fields" (εμπνευσμένο από τις αιματοχυσίες στην πατρίδα τους), θα στοιχειώσει στο μέλλον τον Moore με πολλαπλούς τρόπους. Καταρχήν θα δημιουργήσει ένα μοτίβο στο οποίο θα επανέλθει αρκετές φορές σε επόμενους δίσκους του και κατά δεύτερον θα αποτελέσει την τελευταία ηχογράφηση του φίλου του Lynott πριν πεθάνει από επιπλοκές σχετιζόμενες με χρήση ναρκωτικών το 1986.
Η απογοήτευση:
Bruce, Baker, Moore - Around The Next Dream (1994)
Το rhythm section των Cream με τον πιο hot κιθαρίστα της εποχής (μόλις 4 χρόνια μετά το "Still Got The Blues"); Τι καλύτερο; Κι όμως δε δούλεψε. Είτε λόγω έλλειψης χημείας, είτε λόγω έλλειψης προσπάθειας, το εγχείρημα απέτυχε. Συγκρίσεις με τους Cream είναι εκ προοιμίου άδικες, αλλά και η αντικειμενική ακρόαση δεν αποδίδει κάτι το διαφορετικό. Δεν πρόκειται για κάτι το προσβλητικό για την καριέρα των τριών μεγάλων μουσικών, αλλά θα μπορούσε εξίσου εύκολα να μην είχε γίνει. Το περίεργο είναι ότι, πιθανόν λόγω του αισθήματος ευθύνης ή ίσως εξ' αιτίας της χαράς να παίζει ανάμεσα σε δύο ήρωές του, ο Moore φαίνεται να είναι σε καλύτερη μοίρα και σε σημεία σώζει το άλμπουμ μόνος του.
Το ...προς αποφυγή:
Gary Moore - Dark Days In Paradise (1997)
Το "A Different Beat" του 1999 φαντάζει ευκολότερος στόχος με τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του. Τουλάχιστον όμως εκεί οι κιθάρες συνεχίζουν να ροκάρουν, ενώ υπάρχει και η δικαιολογία ενός πειράματος που δεν πέτυχε τα αναμενόμενα. Στο συγκεκριμένο δίσκο είναι απροσδιόριστο το ποιος ήταν τελικά ο σκοπός. Σε στιγμές ακούγεται σα lounge, ενώ η κιθάρα του αναλαμβάνει έναν δευτερεύοντα ρόλο, μερικές φορές μάλιστα τόσο κρυμμένη που αγγίζει το «ανύπαρκτη». Οι ενορχηστρώσεις με έγχορδα και samplers απλά δεν κολλάνε, τα τραγούδια δεν έχουν τίποτα το αξιόλογο ως συνθέσεις και το "Business As Usual" δεν έχει κανένα λόγο να διαρκεί 13 λεπτά! Σκέτη απογοήτευση...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου