ΑΝΤΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ




Πώς διαμορφώνεται στις μέρες μας και από ποιους η δημόσια εικόνα της επιστήμης; Πόσο επαρκώς ενημερωμένοι είναι οι μη ειδικοί για τις πρωτοφανείς δυνατότητες ή για τις σοβαρές απειλές από τη βασική επιστημονική έρευνα και τις εφαρμογές της, τις οποίες, ενώ τις χρηματοδοτούν οι ίδιοι, τελικά δεν τις ελέγχουν;

Γιατί σε μια εποχή σαν τη δική μας, που αυτοχαρακτηρίζεται ως η «εποχή του επιστημονικού πολιτισμού», εξακολουθεί να υπάρχει εντυπωσιακά μεγάλος επιστημονικός αναλφαβητισμός, που γεννά αντιεπιστημονικές ιδεολογίες και φοβικές αντιδράσεις απέναντι στα επιτεύγματα και τις εξελίξεις της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης; Νέες κοινωνικές σχέσεις και ανισότητες οικοδομούνται πάνω σ’ αυτόν τον –κοινωνικά επιβεβλημένο– επιστημονικό αναλφαβητισμό, δεδομένου ότι η σύγχρονη βιοπολιτική εξουσία ασκείται από όποιον κατέχει, διαχειρίζεται και ελέγχει την εντυπωσιακή παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Το να αγνοούμε ή να υποβαθμίζουμε τον αποφασιστικό ρόλο της επιστημονικής γνώσης για την επιβίωση των σύγχρονων κοινωνιών θα ήταν ένα μοιραίο σφάλμα.

Υπάρχει, επομένως, ζωτική ανάγκη να διαφοροποιήσουμε την επιστημονική γνώση από την ψευδοεπιστήμη. Μόνο αν αναγνωρίσουμε τον ουσιαστικά δημοκρατικό ρόλο της επιστημονικής παιδείας, μπορούμε να καταστήσουμε την ανάπτυξη και την ευρύτερη διάδοση της επιστημονικής γνώσης βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των οξύτατων κοινωνικών αποκλεισμών στις σημερινές «κοινωνίες της γνώσης».

Η πρωτοφανής συσσώρευση γνώσης από τις λεγόμενες «θετικές» επιστήμες και κυρίως οι ασύλληπτες τεχνολογικές εφαρμογές αυτής της γνώσης δεν φαίνονται ικανές να δικαιολογήσουν την αυταπόδεικτη, κατά το παρελθόν, «αξία» του επιστημονικού τρόπου σκέψης, ούτε και συνεπάγονται αυτομάτως την ευρύτερη δυνατή διάδοσή του στις σύγχρονες κοινωνίες.

Ηδη από την εποχή της πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις άρχισαν να μεταμορφώνουν ολόκληρο τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό των ευρωπαϊκών κοινωνιών, είχε διαπιστωθεί, πρώτη φορά, η εμφανής υστέρηση που παρουσίαζε η δημόσια κατανόηση της επιστήμης και η εξοικείωση με την τεχνολογία, σε σχέση με τη διαρκώς επιταχυνόμενη ανάπτυξή τους.

Παρά την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και τη θεαματική αύξηση των ευκαιριών εκπαίδευσης και ενημέρωσης που σημειώθηκαν έκτοτε, το πρόβλημα του μαζικού επιστημονικού αναλφαβητισμού παραμένει οξύ.

Στις σύγχρονες «κοινωνίες της γνώσης», ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού έρχεται καθημερινά αντιμέτωπο με τις ακατανόητες ηπείρους του επιστημονικού αναλφαβητισμού, οι οποίες σε ιδιωτικό επίπεδο βιώνονται ως έντονη ανασφάλεια, αβεβαιότητα και ανησυχία για ό,τι αγνοούμε. Ενώ, σε κοινωνικό επίπεδο, γεννούν τις πιο ακραίες και αντιφατικές αντιδράσεις: από την αισιόδοξη αλλά άλογη προσδοκία μιας «επιστημονικής πανάκειας», μιας μαγικής τεχνολογικής λύσης για τα κάθε λογής προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, έως τον φόβο για τον κίνδυνο μιας επικείμενης –αλλά απροσδιόριστης– καταστροφής.

Διόλου περίεργο, λοιπόν, που οι καταστροφικές οικολογικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης εκμηχάνισης της παραγωγής, οι απειλητικές για την ιδιωτική μας ζωή εφαρμογές της πληροφορικής, οι κατακτήσεις-καταχρήσεις της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής αμαυρώνουν την ωραιοποιημένη δημόσια εικόνα της επιστήμης, μετατρέποντας σε εφιάλτη το νεωτερικό όνειρο της έλευσης ενός επίγειου τεχνοεπιστημονικού «παραδείσου».

Αποδημώντας τον μύθο της επιστήμης

Αν, μάλιστα, στην ιστορική και κοινωνική διάψευση των ουτοπικών προσδοκιών για τον ρόλο και τη σημασία της τεχνοεπιστήμης προσθέσει κανείς και τη συστηματική διερεύνηση των θεμελιακών αρχών της νεωτερικής επιστήμης από τη σύγχρονη επιστημολογία, τότε διαπιστώνει ότι, στις μέρες μας, η υπονόμευση όχι μόνο του κοινωνικού αλλά και του γνωσιολογικού μύθου της επιστήμης είναι σχεδόν πλήρης.

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη των κλάδων της φιλοσοφίας και της ιστορίας των επιστημών, δηλαδή της σύγχρονης επιστημολογίας, οδήγησε στη συνειδητοποίηση του εγγενούς ιστορικού-κοινωνικού χαρακτήρα κάθε σημαντικής επιστημονικής θεωρίας. Γεγονός που, με τη σειρά του, συνέβαλε αποφασιστικά στην αποδόμηση του κοινωνικού μύθου της επιστήμης.

Πράγματι, κατά το β΄ μισό του 20ού αιώνα, από τις επιστημολογικές ανακαλύψεις προέκυψε σταδιακά μια ριζικά διαφορετική από τη μέχρι τότε αποδεκτή εικόνα του επιστημονικού εγχειρήματος συνολικά. Ερευνες που, πιο πρόσφατα, τροφοδότησαν με επιχειρήματα τις πολύ πιο ακραίες μετανεωτερικές και προγραμματικά αποδομητικές απόψεις των ημερών μας, οι οποίες τελικά συσκοτίζουν την αποφασιστική σημασία της επιστημονικής προσέγγισης για την ανθρώπινη ιστορία.

Παραβλέποντας (σκοπίμως!) τον ιδιαίτερα γόνιμο και κοινωνικά επωφελή διάλογο της επιστήμης με τη φυσική πραγματικότητα, οι «επιστημολογικές» αντιλήψεις που είναι σήμερα στη μόδα, ενώ φαινομενικά αναβαθμίζουν τον ρόλο της κοινωνίας, ταυτόχρονα, υποβαθμίζουν συστηματικά τον ρόλο της Φύσης, μέχρι του σημείου μάλιστα να την εξαλείψουν εντελώς ως αιτία ή, έστω, ως την κινητήρια δύναμη για την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογίας.

Ετσι, όμως, ορισμένοι επιφανείς κοινωνιολόγοι της επιστήμης κατέληξαν στο να εισαγάγουν λαθραία στην ανθρώπινη γνωστική περιπέτεια –χωρίς ποτέ να τη δικαιολογήσουν επαρκώς!– μια πολύ πιο σκοτεινή κοινωνικοπολιτική αιτιότητα, η οποία θεωρείται σχεδόν «υπερ-φυσική». Η συγκεκριμένη αποδομητική προσέγγιση στην επιστημολογία συνέβαλε και, παρά τις προθέσεις των δημιουργών της, ενίσχυσε την εδραίωση της σημερινής νεοφιλελεύθερης «πραγματιστικής» προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης, θύματα της όποιας πέφτουν τελικά και οι ίδιοι οι αποδομιστές!

Η σημερινή μόδα να υποβαθμίζονται ή και να απαξιώνονται συστηματικά οι προσπάθειες κατανόησης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης είναι στην πραγματικότητα το προϊόν μιας βαθύτατα αντιδραστικής αντίληψης.

Η επιστημονική ενημέρωση ως αντίδοτο στον σκοταδισμό


Η ζωτική όσο ποτέ ανάγκη των πολιτών για έγκυρη ενημέρωση και κριτική αποτίμηση των επιτευγμάτων της τεχνοεπιστήμης σκοντάφτει, ωστόσο, σε δύο φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια: αφενός στη δυσκολία κατανόησης από το μη ειδικό κοινό των νέων επιστημονικών-τεχνολογικών κατακτήσεων, και αφετέρου στις ατυχείς ή και σκοπίμως παραπλανητικές «εκλαϊκευτικές» στρατηγικές που τόσο συχνά υιοθετούνται από τους επίδοξους εκλαϊκευτές (ειδικούς δημοσιογράφους ή επιφανείς επιστήμονες).

Ισως, τελικά, το μεγαλύτερο εμπόδιο στη δημοσιοποίηση της επιστημονικής γνώσης να είναι η ίδια η νεωτερική ιδέα και πρακτική της «εκλαΐκευσης». Η «αφ’ υψηλού» δηλαδή και επιλεκτική μεταφορά πληροφοριών από τους λίγους (που γνωρίζουν) στους πολλούς (που αγνοούν), η οποία οδηγεί σε πρωτοφανή επιστημονικό αναλφαβητισμό αλλά και σε νέες, ιδιαίτερα επικίνδυνες, μορφές κοινωνικού αποκλεισμού.

Πράγματι, η εκρηκτική ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης έχει δημιουργήσει ένα βαθύτατο κοινωνικό χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που γνωρίζουν και αυτούς που αγνοούν τις επιστημονικές εξελίξεις. Αυτή η διάκριση, ανάμεσα στους λίγους μυημένους και τους πολλούς αμύητους, γεννά εκ των πραγμάτων έναν ιδιότυπο «επιστημονικό σκοταδισμό», ο οποίος ενδέχεται, αν δεν προνοήσουμε εγκαίρως, να οδηγήσει τις, κατά τα άλλα, υπερεπιστημονικές και υπερτεχνολογικές κοινωνίες μας σ’ έναν νέο επιστημονικό σκοταδισμό, σ’ έναν «γνωσιακό Μεσαίωνα».

Αραγε, η διάδοση της επιστημονικής παιδείας μέσω της συστηματικής και αξιόπιστης δημόσιας ενημέρωσης των πολιτών θα μπορούσε να γεφυρώσει το μεγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην επιστήμη και την κοινωνία, αντιστρέφοντας τη σημερινή αυτοκαταστροφική τους πορεία; Και η μαζική αλλά έγκυρη επιστημονική ενημέρωση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής στον ήδη πενιχρό διάλογο της επιστήμης με την κοινωνία;

Ο,τι διαφοροποιεί την επιφανειακή «εκλαΐκευση» των επιστημονικών εξελίξεων και ειδήσεων από την ουσιαστική «διάδοση» του επιστημονικού τρόπου σκέψης δεν είναι μόνο «το τι» επιλέγεται να γνωστοποιηθεί από τις τρέχουσες εξελίξεις στην επιστήμη αλλά και «το πώς» αυτές οι εξελίξεις παρουσιάζονται στην κοινωνία. Υπάρχει, συνεπώς, ανάγκη να υπερβούμε τα επικοινωνιακά και τα γνωσιακά αδιέξοδα του παρελθόντος και να επενδύσουμε όχι τόσο στην εκλαΐκευση για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά, αντίθετα, στην ευρύτερη δυνατή διάδοση και οικειοποίηση του επιστημονικού τρόπου σκέψης.

Επομένως, ο στόχος κάθε έγκυρης και κριτικής επιστημονικής ενημέρωσης δεν είναι να μετατρέψει τις/τους μη ειδικούς πολίτες σε ειδικούς επιστήμονες, αλλά να τους εξοικειώσει με τις πιο πρόσφατες κατακτήσεις της επιστήμης, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίζουν οι ίδιοι για τη σκοπιμότητα ή όχι των τεχνολογικών εφαρμογών της. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται όμως να υπερβούμε τον νέο επιστημονικό σκοταδισμό που συνεπάγεται η υποκριτικά δημοκρατική –αλλά στην πραγματικότητα ελιτιστική πρακτική– της «εκλαΐκευσης» της επιστήμης.

Η ψευδοεπιστήμη ως απειλή για τη δημοκρατία


Τις δυο τελευταίες δεκαετίες, ολοένα και συχνότερα κορυφαίοι επιστήμονες εκφράζουν την έντονη δυσφορία τους για την ιδιαίτερα επικίνδυνη διάδοση ψευδοεπιστημονικών ειδήσεων, κυρίως μέσω του διαδικτύου αλλά και από μη έγκριτα ΜΜΕ.

Στο παρελθόν τέτοιες πρακτικές συστηματικής παραπληροφόρησης μεγάλων στρωμάτων ενός πληθυσμού υιοθετούνταν κυρίως από θρησκευτικές και πολιτικές οργανώσεις που επένδυαν στην προπαγάνδα ως κυρίαρχο μέσο διαχείρισης των ανθρώπων.

Σήμερα, ωστόσο, πλήθος από εξαιρετικά επικίνδυνες ψευδοεπιστημονικές ιδέες ανθούν και διαδίδονται ανεξέλεγκτα μέσα στις κοινότητες πολιτών που συγκροτούνται π.χ. αυθόρμητα στο διαδίκτυο. Εκεί, οι εντελώς αυθαίρετες ψευδοεπιστημονικές ή και αντιεπιστημονικές «ειδήσεις» μπορούν να ξεγελούν και να επηρεάζουν δραματικά όχι μόνο τον τρόπο σκέψης αλλά και τη ζωή των επιστημονικά απροετοίμαστων χρηστών, οι οποίοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να αναγνωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα και συνεπώς είναι ελεύθεροι να αποφασίζουν για το ποιες από όλες αυτές τις ειδήσεις θα πιστέψουν!

Λησμονώντας, δυστυχώς, ότι αυτές οι πληροφορίες ή οι εικόνες που βλέπουν «με τα μάτια τους» στην οθόνη του υπολογιστή ή στην τηλεόραση είναι επιτήδεια και δόλια κατασκευασμένες από όσους γνωρίζουν τις αδυναμίες και τις αυτόματες πνευματικές έξεις των θεατών ώστε να τους παραπλανήσουν. Οποιος κατασκευάζει τέτοιες ψευδοεπιστημονικές ειδήσεις, χρησιμοποιεί συνειδητά την ψυχολογική «αρχή της εξαρτημένης μάθησης» που χρησιμοποιούσε ο Παβλόφ για να εκπαιδεύει τα σκυλιά του.

Με άλλα λόγια, η διάδοση στο ευρύ κοινό των ψευδοεπιστημονικών ειδήσεων βασίζεται αφενός στην επιστημονική άγνοια και αφετέρου στους πνευματικούς αυτοματισμούς και τις προκαταλήψεις του ανθρώπινου νου. Αν το πρόβλημα ήταν μόνο υποκειμενικό και αφορούσε μόνο κάποια εύπιστα ή αφελή άτομα, δεν θα υπήρχε κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα, όμως τέτοιες ψευδοεπιστημονικές δοξασίες μπορούν να επηρεάσουν δραματικά τη ζωή αυτών των ανθρώπων και, στο άμεσο μέλλον, να απειλήσουν σοβαρά την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή την ελευθερία της ανθρώπινης σκέψης.

Υπό αυτή την έννοια, η σημερινή διάδοση ψευδοεπιστημονικών απόψεων αποτελεί σοβαρότατη απειλή για τη δημοκρατία και την ελευθερία στις σύγχρονες κοινωνίες. Η ιδιαίτερα εύκολη διακίνηση και η άκριτη αποδοχή ψευδών, δηλαδή ανεξέλεγκτων και άρα μη διαψεύσιμων, ειδήσεων στον χώρο της ιατρικής, της διατροφής, της οικονομίας και της πολιτικής είναι βέβαιο ότι θα αποδειχτεί τον 21ο αιώνα ένα από τα σοβαρότερα πολιτικά προβλήματα της ανθρωπότητας.

Γεγονός που αναδεικνύει την αποφασιστική σημασία που έχει στην εποχή μας η έγκυρη και έγκαιρη επιστημονική ενημέρωση των πολιτών, ώστε να είναι οι ίδιοι σε θέση να κρίνουν την πραγματική σημασία και κυρίως την εγκυρότητα των επιστημονικών ειδήσεων που ακούνε ή βλέπουν. Μόνο τότε μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα και κυρίως συνειδητά, επιλέγοντας ανάμεσα στις εναλλακτικές, αλλά έγκυρες, προσεγγίσεις.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις