ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΪΚΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΣΜΟ
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα κλασσικό παράδειγμα λαϊκιστή και εν δυνάμει απολυταρχικού ηγέτη. Οι θεσμοί των ΗΠΑ μπορεί να μην του επιτρέψουν να αποκτήσει την αχαλίνωτη εξουσία που επιδιώκει. Αλλά η απειλή που θέτει είναι εμφανής.
Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτή την αναβίωση του απολυταρχισμού; Ποια είναι η σημερινή του μορφή; Ποια είναι η ευθύνη των ελίτ για την επιτυχία του; Αυτές είναι κάποιες από τις σημαντικές ερωτήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωποι οι Δυτικοί. Το πώς θα τις απαντήσουμε θα διαμορφώσει τον κόσμο. Αν εγκαταλείψουμε αξίες για τις οποίες χύθηκε τόσο αίμα, πως μπορούμε να περιμένουμε ότι θα πιστέψουν και άλλοι σε αυτές; Θα παραδίδαμε τον κόσμο στον Σι Τζινπίνγκ, τον Βλαντιμίρ Πούτιν και άλλους που βλέπουν τον κόσμο όπως αυτοί.
Η Έρικα Φραντς του πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν ρίχνει άπλετο φως στις μεθόδους των σύγχρονων απολυταρχικών ηγετών σε ένα συνοπτικό βιβλίο. Η ανάλυση της ξεκαθαρίζει δύο βασικά σημεία.
Πρώτον, στις ημέρες μας, ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να αναδυθεί ένα απολυταρχικό καθεστώς είναι να κατατρώει τη δημοκρατία από μέσα, περίπου όπως τρώνε κάποιες προνήμφες σφήκας τις αράχνες ξενιστές τους. Οι διαδικασίες αυτές αντιστοιχούν περίπου στο 40% των σύγχρονων περιστατικών κατάρρευσης δημοκρατικών καθεστώτων.
Δεύτερον, τα νέα αυτά καθεστώτα συχνά παίρνουν σύμφωνα με τη συγγραφέα «την πιο επικίνδυνη μορφή δικτατορίας»: την προσωπική (ή «προσωποπαγή») εξουσία. Από το 2000 ως το 2010, το 75% των δημοκρατιών που μετασχηματίστηκαν σε δικτατορίες έληξαν με τον τρόπο αυτό. Μερικά παραδείγματα είναι η Ρωσία υπό τον κ. Πούτιν, η Βενεζουέλα υπό τον Ούγκο Τσάβεζ και η Τουρκία υπό τον Ρεσέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι τι εννοεί κανείς με τον όρο «απολυταρχισμός». Η απάντηση είναι: η απουσία δημοκρατίας. Δημοκρατία εν τω μεταξύ σημαίνει ένα σύστημα στο οποίοι οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές καθορίζουν ποιος έχει την εξουσία. Το κράτος πρέπει συνεπώς να επιτρέπει την ελευθερία της γνώμης, την ελευθερία του τύπου, την αμερόληπτη εφαρμογή του εκλογικού νόμου, ένα οικουμενικό δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα των πολιτικών που ανταγωνίζονται για την εξουσία να αποκτήσουν τους πόρους που χρειάζονται. Σήμερα, οι εκλογές παρέχουν νομιμοποίηση.
Για τον λόγο αυτό, πολλοί απολυταρχικοί ηγέτες προσφέρουν μια «ψευδο-δημοκρατία», αλλά όχι την πραγματική. Οι εκλογές στις χώρες αυτές είναι ένα είδος θεατρικής παράστασης. Όλοι γνωρίζουν ότι ο ηγέτης δεν θα επιτρέψει να ηττηθεί. Ένα τέτοιο καθεστώς δεν είναι απλά λίγο διαφορετικό από μια δημοκρατία: είναι ένα εντελώς διαφορετικό πολίτευμα.
Ιστορικά, ο αριθμός των απολυταρχικών καθεστώτων κορυφώθηκε το 1980 και στη συνέχεια έπεσε απότομα, φτάνοντας στο χαμηλότερο σημείο στα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Από τότε, ωστόσο, η δημοκρατία βρίσκεται σε υποχώρηση. Επιπλέον, σημειώνει η καθηγήτρια Φραντς, η απολυταρχία δεν είναι απλά ένα φαινόμενο των αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς «πολλές από τις δημοκρατίες που φαίνονται να είναι στα πρόθυρα της μετάβασης στη δικτατορία βρίσκονται στην Ευρώπη».
Έχει επίσης με τον καιρό υπάρξει μια αξιοσημείωτη αλλαγή στη μορφή του απολυταρχισμού. Το κινεζικό κόμμα-κράτος είναι μια εξαίρεση. Ο αριθμός των στρατιωτικών διδακτοριών έχει υποχωρήσει σημαντικά. Αλλά ο αριθμός των ψευδο-δημοκρατικών προσωποπαγών διδακτοριών βρίσκεται σε ανοδική τροχιά.
Στα χαρακτηριστικά των προσωποπαγών διδακτοριών περιλαμβάνονται: ένας στενός κύκλος έμπιστων προσώπων, τοποθέτηση αφοσιωμένων υποστηρικτών σε θέσεις εξουσίας, προώθηση συγγενών, δημιουργία ενός νέου πολιτικού κινήματος, διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για νομιμοποίηση αποφάσεων και δημιουργία νέων δυνάμεων ασφαλείας που είναι πιστές στον ηγέτη.
Ένα χαρακτηριστικό των αυταρχικών ηγετών είναι πως ξεκινούν ως λαϊκιστές. Οι τελευταίοι υποστηρίζουν ότι μόνοι τους αυτοί, μόλις αποκτήσουν υπέρμετρες εξουσίες, μπορούν να λύσουν τα προβλήματα της χώρας. Ισχυρίζονται ότι η παραδοσιακή ελίτ είναι διεφθαρμένη και ανίκανη. Επιμένουν ότι οι πολίτες δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους ειδικούς, τους δικαστές και τα μέσα ενημέρωσης. Αντίθετα, οι ψηφοφόροι θα έπρεπε να εμπιστεύονται τη διαίσθηση του ηγέτη, τη ζωντανή ενσάρκωση του λαού. Τα επιχειρήματα αυτά νομιμοποιούν επίσης την καταπίεση «των εχθρών του λαού», καθιστώντας αδύνατη την πραγματική δημοκρατία.
Ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες ετοιμάζεται να περάσει από τον λαϊκισμό στη δικτατορία, όπως και ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία. Η «ανελεύθερη δημοκρατία» του είναι ένας ευφημισμός για τον απολυταρχισμό. Θα μου προκαλούσε έκπληξη αν ο Ζαΐρ Μπολσονάρο δεν ακολουθούσε το μονοπάτι αυτό στη Βραζιλία. Όσον αφορά τον κ. Τραμπ, είναι και αυτός ένας ακροδεξιός λαϊκιστής με απολυταρχικά χαρακτηριστικά. Αλλά περιορίζεται από τους θεσμούς των ΗΠΑ. Ωστόσο, οι θεσμοί είναι τόσο καλοί όσο και οι άνθρωποι που τους εκπροσωπούν. Πολλοί από αυτούς είναι υποκινητές.
Οι απολυταρχίες που βλέπουμε σήμερα έχουν σημαντικές διαφορές με εκείνες των φασιστικών καθεστώτων στην Ιταλία ή τη Γερμανία στις αρχές και στα μέσα του 20ου αιώνα. Απαιτούν συναίνεση περισσότερο από ενθουσιώδη συμμετοχή. Είναι χειριστικές παρά απροκάλυπτα βάναυσες. Όπως υποστηρίζει ο Μάρτιν Γκούρι στο βιβλίο η «Εξέγερση του Κοινού και η Κρίση Εξουσίας στη Νέα Χιλιετία», η μετατόπιση αυτή συνδέεται εν μέρει με την πτώση των παραδοσιακών μαζικών μέσων ενημέρωσης.
Τα νέα μέσα ενημέρωσης είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικά στη διάδοση ενός μόνο προπαγανδιστικού μηνύματος από ότι ήταν τα παλιότερα. Αλλά είναι εκπληκτικά στη διάδοση της αμφιβολίας. Καταστρέφοντας το κύρος των ειδικών, των ελίτ και των «παραδοσιακών μέσων ενημέρωση», τα νέα μέσα ανοίγουν το δρόμο σε πολιτικούς που έχουν ταλέντο στην εκμετάλλευση της δυσαρέσκειας και στην υπονόμευση της ιδέας της αλήθειας.
Τα καλά νέα είναι ότι μέχρι τώρα αυτοί οι μαγεμένοι αυλοί δεν έχουν καταφέρει να οδηγήσουν κάποιες από τις ώριμες και ευημερούσες δημοκρατίες στον απολυταρχισμό. Ο δημοκρατικός μηχανισμός έχει επιβιώσει, όπως απόδειξαν οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ. Εντούτοις, σε πολλές χώρες, οι λαϊκιστές με αυταρχικές τάσεις βρίσκονται μια ανάσα από την εξουσία. Οι αποτυχίες των σημερινών πολιτικών και οικονομικών ελίτ – η αδιαφορία τους για την τύχη μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, η απληστία τους και η ανικανότητα τους, όπως φανερώθηκαν από τις αναπάντεχες οικονομικές κρίσεις στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη – είναι μια βασική αιτία πίσω από αυτό.
Κυνικοί πολιτικοί, οι οποίοι μπορούν να ψεύδονται τόσο εύκολα όσο αναπνέουν, προοδεύουν σε πληθυσμούς που είναι ήδη τόσο κυνικοί όσο και αυτοί που άρχουν. Οι υποστηρικτές τους μπορεί να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν ότι ο νέος ηγέτης έχει τις απαντήσεις. Αλλά έχουν πειστεί ότι δεν τις έχουν οι παλιοί. Οι δυσκολίες στις οποίες έχει περιέλθει ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία δείχνουν πως αυτή η πανίσχυρη δυναμική παραμένει ζωντανή.
Ωστόσο, οι νέες αυτές απολυταρχίες δεν προσφέρουν λύσεις: ο κ. Πούτιν έχει οδηγήσει τη Ρωσία σε μια παρατεταμένη οικονομική κάμψη. Η υπόσχεση του κ. Τραμπ να «κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά» είναι μια απάτη. Υπονομεύοντας τους ανεξάρτητους θεσμούς, οι ηγέτες αυτοί θα καταστήσουν στο τέλος τις χώρες τους πιο φτωχές και τον λαό τους λιγότερο ελεύθερο.
Όσοι είναι αρκετά τυχεροί ώστε να ζουν σε ευνομούμενες δημοκρατίες πρέπει να αφοσιωθούν στο να τις κάνουν να λειτουργούν καλύτερα. Τούτο είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Αλλά είναι επίσης και ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί πως τα πολιτικά συστήματα θα περάσουν άθικτα – ιδανικά και πιο υγιή – στις επόμενες γενιές.
Άνθρωποι του Νταβός προσέξτε: αυτό είναι το καθήκον σας.
Του Martin Wolf
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου