"ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΑ" ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ένα υπέροχο κείμενο από τον συμπατριώτη μας δημοσιογράφο,
συγγραφέα και φιλόλογο Χρίστο Ζαφείρη, ο οποίος θυμάται τα παιδικά
"χιονισμένα" χρόνια στο χωριό, την Κρανιά Ελασσόνας.
Στους παλιούς χειμώνες τα πολλά χιόνια που έπεφταν στο χωριό προκαλούσαν
μεγάλα προβλήματα στις αναγκαίες μετακινήσεις, στα σχολεία που έκλειναν
για βδομάδες, στις απόμακρες στάνες, στις προμήθειες βασικών αναγκών
της οικογένειας. Για μετακίνηση με αυτοκίνητο ούτε λόγος, κι όταν υπήρχε
ανάγκη σε άρρωστο, αναλάμβαναν την επιχείρηση κάποιοι ψυχωμένοι νεαροί
χιονοδρόμοι τυλιγμένοι με χοντρά μαλέτα, σκουφιά και κάπες. Μια φορά
τουλάχιστον στη διάρκεια του χειμώνα αποκλειόμασταν από τον έξω κόσμο
για μέρες με το πολύ χιόνι που έκλεινε τις πόρτες με τα ανεμοσούρια που
συσσωρεύονταν σε μεγάλο ύψος μπροστά τους. Ένα πρωινό θυμάμαι πως
ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε έναν άσπρο τοίχο να φράζει την έξοδο. Τότε
με φτυάρια και άλλα εργαλεία ανοίξαμε ένα τούνελ για να φτάσουμε ως την
αυλή που ήταν η ξυλαποθήκη για να πάρουμε ξύλα για το τζάκι. Το χιόνι
το κουβαλήσαμε με τσίγκινους τενεκέδες, τροβάδες και μπακράτσια μέσα από
το σπίτι και το ρίχναμε έξω, από την πίσω πόρτα όπου είχε λιγότερο
χιόνι, γιατί ο τοίχος του γειτονικού αχυρώνα έκοβε τον βορειοδυτικό
ελατίσιο αέρα και δεν μαζευόταν ανεμοσούρι.
Άποψη της χιονισμένης Κρανιάς Ελασσόνας.
Οι μεγάλοι όμως σε παλιότερες εποχές ήταν εξοικειωμένοι με τον χιονιά,
ήξεραν από βαριούς χειμώνες κι έκαναν το κουμάντο τους στο σπίτι με τα
απαραίτητα που κρατούσουν για πολύ καιρό. Έγκαιρα αποθήκευαν μεγάλες
ποσότητες με τα αναγκαία για τη διαβίωση της οικογένειας: αλεύρι για το
ψωμί που ψήναμε στη γάστρα στο τζάκι, όταν ο φούρνος της αυλής
σκεπαζόταν με χιόνι, τραχανά, το νόστιμο και τονωτικό πρωινό μας, τυρί
φέτα σε κάδες, λίπος (λίγδα) από το γουρούνι που έσφαζαν τα
Χριστούγεννα, κρέας μέσα σε παγωμένη λίγδα, λουκάνικα κρεμασμένα στο
κατώι, φασόλια, φακές και ρεβίθια, ξεραμένες τσουκνίδες για τις
τσουκνιδόπιτες, κρασί και τσίπουρο, λίγο λάδι για εξαιρετικές
περιπτώσεις. Οι κότες που ήταν προστατευμένες στον ζεστό αχυρώνα
συνέχιζαν να γεννούν και μας προμήθευαν αυγά για τις συχνές ομελέτες
ανακατωμένες με τηγανισμένα πράσα και λουκάνικα. Για θέρμανση είχαμε τα
ξύλα, βελανιδιές, κέδρα και πουρνάρια, στο τζάκι που έκαιγε μέρα
νύχτα. Το τζάκι χρησίμευε και για μαγειρείο όπου οι νοικοκυρές ετοίμαζαν
το μεσημεριάτικο φαγητό σε μεγάλες κατσαρόλες πάνω σε πυροστιές και
τηγάνιζαν κρέατα, λουκάνικα και αυγά, συνήθως τα βράδια. Για φωτισμό τις
νύχτες έφτανε το φως που έδιναν οι φλόγες από το τζάκι, βοηθητικά οι
γκαζόλαμπες με λαμπογυάλι και οι απλές τσίγκινες με φιτίλι και όταν για
οικονομία ή σωνόταν το γκάζι, το φωτιστικό πετρέλαιο, σε ώρα ανάγκης το
δαδί, που ήταν σκίζες από κορμό πεύκου.
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην Κρανιά με χιόνια.
Η μέρα περνούσε δύσκολα στο αποκλεισμένο σπίτι που δεν χωρούσε με τίποτα
μια πολύτεκνη οικογένεια με ζωηρά παιδιά. Εμείς ήμασταν παιδιά του έξω
και όλα τα παιχνίδια μας τα κάναμε στο ύπαιθρο. Για εσωτερικά
επιτραπέζια παιχνίδια ούτε λόγος, και η όποια απασχόληση ήταν
ανύπαρκτη. Εφτά αδέρφια σε ένα ισόγειο δωμάτιο, που ήταν το μοναδικό
ζεστό, ήταν φρίκη. Τα δυο δωμάτια του ορόφου ήταν παγωμένα και οι
μεγάλοι δεν μας εμπιστεύονταν να ανάψουμε μόνοι μας εκεί τζάκι σε ξύλινο
πάτωμα από τον φόβο πυρκαγιάς. Τρωγόμασταν, μαλώναμε, ησυχάζαμε λίγο
με τις φοβέρες και πάλι από την αρχή. Ηρεμούσε το σπίτι μόλις έπεφτε το
σκοτάδι κι όλοι μαζί κατά σειρά κοιμόμασταν στρωματσάδα σκεπασμένοι με
βαριές μάλλινες βελέντζες. Η απαντοχή μας ήταν να λήξει ο χιονιένος
αποκλεισμός και να βγούμε έξω από το σπίτι που ήταν η ζωή μας.
Μεγάλα πια παιδιά με χιόνια και καλλιτεχνικές ανησυχίες στην αυλή του
σπιτιού μας. Με τα αδέρφια μου Γιώργο και Θόδωρο. Δεξιά, στο μπαλκόνι
του πατρικού μας.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε τέτοιες έκτακτες καιρικές καταστάσεις θυμάμαι
ότι ήταν η τουαλέτα. Εμείς, ως παιδιά, ήμασταν συνηθισμένοι, εκεί στη
δεκαετία του 1950, να αποπατούμε έξω, στα χωράφια, στον κήπο, στην άκρη
της αυλής. Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε αποχωρητήριο κι ένα υποτυπώδες
κοντά στον κήπο, χωρίς στέγη και απάνεμα παραπετάσματα, ήταν
απροσπέλαστο στον χιονιά. Έτσι υποχρεωνόμασταν να κάνουμε την ανάγκη μας
με άλλον τρόπο. Το κυρίως σπίτι συγκοινωνούσε με παραπόρτι με τον
αχυρώνα όπου σε κακοκαιρία βάζαμε τα ζώα, ένα μουλάρι κι ένα γαϊδούρι.
Εκεί πηγαίναμε κεφάτοι, με γέλια και πειράγματα, ήταν μια διέξοδος στην
κλεισούρα, καθόμασταν ανακούκουρδα κατά σειρά και μερικές φορές κατά
παράταξη δυο-τρεις μαζί, και αποπατούσαμε στο χωμάτινο δάπεδο σκεπασμένο
με παχύ στρώμα άχυρου ανακατεμένο με σβουνιές, την κοπριά των ζώων.
Στη συνέχεια με ένα φτυάρι τα πετούσαμε όσο γινόταν πιο μακριά έξω στο
χιόνι. Οι καθημερινές απορρίψεις μαύριζαν την άσπρη επιφάνεια της αυλής,
αν δεν καλύπτονταν από νέα χιονόπτωση. Το κατούρημα για τα αγόρια ήταν
πιο διασκεδαστικό. Ανοίγαμε την κεντρική πόρτα και συναγωνιζόμασταν
ποιος θα φτάσει πιο μακριά το καφτερό νερό και ποιος θα ανοίξει
μεγαλύτερη τρύπα στο αχνιστό χιόνι.
Όταν αργότερα ήρθε ο πολιτισμός στο χωριό και φτιάξαμε αναγκαστικά
κανονικό αποχωρητήριο, κάποιοι από μας σε ανάλογους αποκλεισμούς, από
πλάκα και νοσταλγία, προτιμούσαμε το παιδικό συνήθειο, γελώντας και
δακρύζοντας συνάμα.
Ποιμενικός σε μαντρί της Κρανιάς
Πηγή του κειμένου είναι η Ιστοσελίδα: "Η Θεσσαλονίκη του Χρίστου Ζαφείρη" thessmemory.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου