ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Tα κίτρινα σχολικά λεωφορεία. Από πιτσιρίκο μ’ άρεσαν. Tα κίτρινα σχολικά λεωφορεία. Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι ήταν ένα κατακίτρινο σαν ήλιος αμάξι που κάθε πρωί περνούσε μπροστά από το σπίτι μας. «Γιαγιά, γιαγιά, ένα τεράστιο τατσί», έσκουζα από χαρά, τρέχοντας να προφτάσω τα νέα.
Χάρη στο λ-α-ο-φ-ο-ρ-ε-ί-ο έμαθα την ώρα. Στις οχτώ ακριβώς εμφανίζεται, στις δύο επιστρέφει. Την επόμενη χρονιά μου ’κανε τη χάρη και σταματούσε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, να παραλάβει τον παιδικό μου φίλο, τον Νικόλα, δυο χρόνια μεγαλύτερο από μένα. Κολλημένος πίσω από το τζάμι μετρούσα ένα ένα τα παιδάκια. Πότε 20, πότε 19, 18... Έτσι έμαθα αριθμητική. Ύστερα κατόρθωσα να διαβάζω συλλαβιστά και τα κόκκινα γράμματα που το στόλιζαν: «Χα-ρού-με-να παι-διά». Εγώ ξύπναγα πιο νωρίς. Λες και θα έμπαινα ο ίδιος στο σχολικό, σηκωνόμουν στην ώρα μου, πλενόμουν, ζωνόμουνα την παλιά τσάντα του αδελφού μου και περίμενα ν’ ακούσω από μακριά το λαοφορείο να ’ρχεται. «Μπιπ, μπιπ» και να ’σου σενιαρισμένος πίσω από το τζάμι.
Τέτοιο πράγμα δεν είχα ματαδεί. Δεν κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή τόσο μακριά και φαρδιά λεωφορεία. Θυμάμαι τα αστραφτερά μεταλλικά γράμματα που σαν ακρόπρωρο το ταξίδευαν στους δρόμους της πόλης μας. Κάθισα με μεγάλη προσπάθεια, ένα ένα, να τα γράψω στο χαρτί. D-O-D-G-E. Ήταν η πρώτη λέξη που ’μαθα στ’ αγγλικά. «Ν-τ-ο-τ-ζ» μου συλλάβισε ο πατέρας μου. Παλιά αμερικάνικα λεωφορεία. Αρσενικά αμάξια. Πόσο με παραξένεψαν αυτές οι λέξεις: «αρσενικά αμάξια». Δηλαδή, υπάρχουν και κοριτσίστικα λαοφορεία; - πρέπει να ρώτησα τον πατέρα μου. «Φυσικά! Τα αρσενικά μουγκρίζουν στις ανηφοριές, ρολάρουν στις κατηφοριές, καπνίζουν πολύ, δουλεύουν ασταμάτητα χωρίς να βαρυγκωμούν, δεν ζητάνε πολλά, μόνο τα κρασάκια τους κοπανάνε. Και το βράδυ αποκαμωμένα από τον μόχθο της μέρας μπαίνουν στο γκαραζόσπιτό τους, κλείνουν τον διακόπτη και κάνουν νάνι».
Μα πιο πολύ καμάρωνα τον οδηγό. Όλος χάρη τραμπαλιζόταν στο αναπαυτικό κάθισμά του, επόπτευε τον δρόμο και από τον -σαν τηλεόραση- καθρέφτη έβλεπε όλα τα παιδάκια. Θα ’ταν πολύ σπουδαίος οδηγός, για να οδηγεί ένα τόοοοσο μεγάλο λαοφορείο. Φορούσε πάντα μια φαρδιά κίτρινη γραβάτα, ασορτί με τ’ αμάξι. Το μουστάκι του, θαρρείς κι ήταν πέτρινο, έκρυβε το μισό του πρόσωπο.
Όταν μεγάλωσα, αγόρασα το δικό μου σχολικό λεωφορείο. Διάλεξα ένα θηλυκό αμάξι, τη «Λολόμου» και δεθήκαμε διά βίου. Ένα κίτρινο απαστράπτον Φίατ, μοντέλο του ’71. Μια σινιορίτα, που ’χε τα μάτια της Σοφίας Λόρεν αλλά το πρόσωπο και το σώμα της αγαπημένης μου Τζίνα Λολομπριτζίτα. Είχα πολλά παιδιά. Είκοσι κάθε χρόνο, που τα πήγαινα και τα ’φερνα στο σχολειό τους. Τα παιδιά λατρεύανε τη «Λολόμου».
Πάνε δυο χρόνια τώρα που το σχολείο έγινε σούπερ μάρκετ. Τα παιδιά μεγάλωσαν, ξεσκόλισαν και άλλα πια δεν ξαναπήγαν. Η «Λολόμου», μια πενηντάρα καυτή γυναίκα, αναπαύεται στο γκαραζόσπιτό της. Χθες ήρθανε κλητήρες να της κάνουν κατάσχεση. «Τη σινιορίτα μου δεν θα τη δείτε ούτε θα την πειράξετε, δεν είναι για τα μούτρα σας. Φύγετε και μην ξανάρθετε» τους είπα. Την άλλη μέρα ήρθαν. Μ’ έναν δικαστικό επιμελητή αυτή τη φορά. Έγινε φασαρία. Μου δώσανε κάτι χαρτιά να υπογράψω και φύγανε. Τους απάντησα ορθά κοφτά: «οὕς ὁ Θεός συνέζευξε, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου