Πως προήλθαν ορισμένες καθημερινές φράσεις...
Μιλαει Αλα Μπουρνεζικα
Τα μπουρνεζικα ειναι γλωσσα φυλης της Σουδας
η οποια ηταν στην Ελλαδα μαζι με Τουρκικα στρατευματα
και φυσικα επειδη κανεις Ελληνας δεν τους καταλαβαινε
προεκυψε η φραση,αυτοι μιλουν Αλά Μπουρνεζικα και ειναι
δυο λεξεις οχι μια, κατι σαν το Αλά Γαλλικά
Πράσινα Άλογα.
Είναι παράφραση της αρχαίας πρότασης:
Πρασσ(ττ)ειν Άλογα
Το Α είναι στερητικό & σημαίνει αυτός που πράττει χωρίς λογική.
ψήφος και οι φράσεις: “θα το ρίξω δαγκωτό”, “τον μαύρισαν”;
Η λέξη ψήφος,
αρχικά, προσδιόριζε τη μικρή λεία πέτρα (απ εδώ και το ψηφιδωτό) την οποία χρησιμοποιούσαν για την καταμέτρηση εκλογικών προτιμήσεων. Τα πρώτα ψηφοδέλτια χρησιμοποιήθηκαν στις Δημοτικές εκλογές του 1914. Μέχρι τότε...
....
σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι υποψήφιοι. Η κάθε κάλπη χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν, εξωτερικά, σε δύο χρώματα, το άσπρο (θετική ψήφος) και το μαύρο (αρνητική ψήφος). Απ εδώ και η φράση "τον μαύρισαν".
Ο ψηφοφόρος έπρεπε να περάσει απ΄ όλες τις κάλπες και να πάρει από τον κάθε υπάλληλο, που στεκόταν μπροστά από κάθε κάλπη, το σφαιρίδιο. Ο κάθε υπάλληλος φώναζε δυνατά το όνομα του υποψήφιου. Ο ψηφοφόρος καταψήφιζε ρίχνοντας σε όλες τις κάλπες την ψήφο στο μαύρο τμήμα , ενώ , μόνο, σε μία έριχνε το σφαιρίδιο στη λευκή. Για να γνωρίζουν τον ακριβή αριθμό των "δικών τους" και να αποφύγουν λαθροχειρίες η θετική ψήφος ήταν, συνήθως, δαγκωμένη, για να αναγνωρίζεται στην καταμέτρηση. Απ εδώ και η φράση "θα το ρίξω δαγκωτο".
Σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι υποψήφιοι στην περιφέρεια. Η κάθε κάλπη ήταν φτιαγμένη από λευκοσίδηρο, χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν, εξωτερικά, σε δύο χρώματα, μαύρο και άσπρο. Το δεξιό μέρος και στην εμπρόσθια πλευρά του είχε τη λέξη "ΝΑΙ" με κεφαλαία και ήταν άσπρο. Το δεξιό μέρος είχε τη λέξη "ΟΧΙ" επίσης με κεφαλαία και ήταν μαύρο. Στο πάνω μέρος της κάλπης ήταν τοποθετημένος σωλήνας σε γωνία 25 μοιρών, που είχε μάκρος 27 και διάμετρο 12 εκατοστά. Ο ψηφοφόρος έπρεπε να περάσει από όλες τις κάλπες και να πάρει από τον υπάλληλο που στεκόταν μπροστά από την κάθε μία τη μικρή μολυβένια μπάλα, το σφαιρίδιο.
Ο Υπάλληλος που στεκόταν μπροστά στη κάλπη έπρεπε να φωνάζει ποιανού υποψήφιου ήταν η κάλπη. Μόλις ο ψηφοφόρος έπαιρνε τη μολυβένια μπάλα το σήκωνε το χέρι κρατώντας τη ανάμεσα στο μεγάλο δάχτυλο και το δείχτη για να δείξει ότι κρατούσε μόνο μία και κατόπιν έβαζε το χέρι του μέσα στο σωλήνα και το έριχνε στο χώρισμα που αντιστοιχούσε στο "Ναι 'η το "Όχι".
" το νινί σέρνει καράβι"
Πριν γίνει ο ισθμός της Κορίνθου, για να έκανε κάποιος το ταξίδι Πειραιάς-Πάτρα θα έπρεπε να κάνει τον γύρο της Πελοποννήσου. Για να κόψουν δρόμο, έβγαζαν τα πλοία στο στενό του Ισθμού και βάζοντας μεγάλα ξύλα από κάτω, έσερναν το πλοίο πάνω στη γη μέχρι να το βγάλουν από τον Κορινθιακό κόλπο. Φυσικά όλη αυτή η διαδικασία ήθελε...αρκετές μέρες και ήταν πάρα πολύ κουραστική για τους ναυτικούς που το τραβούσαν.
Όμως σε αυτό το στενό κομμάτι της γης υπήρχαν πάρα πολλοί οίκοι ανοχής. Έτσι λοιπόν οι ναυτικοί, παρόλο που κουράζονταν, προτιμούσαν να σέρνουν το καράβι και να πηγαίνουν στους οίκους ανοχής παρά να κάνουν τον κύκλο.
Μάλλιασε η γλώσσα μου
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα.
Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του.
Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : «μάλλιασε η γλώσσα μου», που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Τρώει τα νύχια του για καυγά
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη.
Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν.
Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα, βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι' αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους.
Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
"ΜΥΡΙΖΩ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ..."
Aπό την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ' ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ' αυτό τον τρόπο έπεφταν σ' ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ:Σημαίνει ότι κάποιος δεν είναι στα καλά του, ότι είναι τρελός. Μια εκδοχή (αμφισβητείται από πολλούς) συνδέεται με την εποχή του Όθωνα, όπου λέγεται ότι στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας, μια ταβερνιάρισσα, η Μιχαλού όταν δεν πλήρωναν έγκαιρα τα «βερεσέδια» οι πελάτες της, τους εξευτέλιζε. Ανάμεσα σε αυτούς τους οφειλέτες ήταν και ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την εξοφλήσει, γιατί δεν είχε εκείνο τον καιρό δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε ο άνθρωπος τους δρόμους παραμιλώντας. Όταν κανείς ρωτούσε να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν «χρωστάει της Μιχαλούς». Μήπως με τα μέτρα που πήραν, το ίδιο δεν έκαναν και σ’ εμάς; Δεν περπατάμε και παραμιλάμε; Ποιος Έλληνας, σήμερα, δεν «χρωστάει της Μιχαλούς»;
ΤΟΥ (ή ΜΑΣ) ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΔΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ:
Ανάμεσα στους διασκεδαστές των ανακτόρων του Βυζαντίου, υπήρχαν και νάνοι. Οι αυτοκράτορες, τους είχαν παραχωρήσει πολλά προνόμια, ήταν οι εκλεκτοί τους. Τους είχαν σαν συμβούλους, αλλά και σαν κατασκόπους. Όταν όμως παρεκτρέπονταν τρεις φορές, τους έβαζαν τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τους άφηναν να κυκλοφορούν έτσι από 4 έως 6 μήνες. Στο τέλος οι νάνοι μην αντέχοντας το σκληρό αυτό μαρτύριο, παρακαλούσαν για έλεος. Σήμερα το ΠΑΣΟΚ ή το ΔΝΤ ή η ΕΕ, εμάς τους Έλληνες «μας έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι». Θα ζητήσουμε έλεος;
ΤA ΕΚΑΝΑΝ ΠΛΑΚΑΚΙΑ: Τη φράση αυτή λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι, δυο άνθρωποι τα είχαν από πριν συμφωνημένα, δηλαδή τα έκαναν έτσι, ώστε να μη φαίνεται τίποτα από εκείνο που τους κατηγορούσαν. Μερικοί θέλουν να υποστηρίζουν ότι η έκφραση προήλθε από τη συμμετρική τοποθέτηση των πλακιδίων των σπιτιών. Είναι όλα τα πλακάκια έτσι τοποθετημένα που δε μένει κανένα κενό! Άλλοι πάλι λένε, πως η έκφραση προήλθε από το παιχνίδι των χαρτιών «πλακάκια». Δυο συμπαίκτες τα κανονίζουν έτσι τα κοψίματα των χαρτιών (στα πλακάκια κόβουν πολλές φορές και όποιος έχει το μεγαλύτερο ή το ίδιο - ανάλογα τη συμφωνία - κερδίζει), ώστε να χάνει πάντα ο τρίτος συμπαίκτης τους. Όλο και περισσότερο τελευταία ακούγεται ότι «τα έκαναν πλακάκια» ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στο σκάνδαλο του Βατοπαιδίου. Θα το μάθουμε ποτέ;
ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ: Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ' όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ' αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε: «Είμαστε για τα πανηγύρια». Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης. «Είμαστε ή δεν είμαστε για τα πανηγύρια», όταν οι Γερμανοί παράγουν ρεύμα από αιολική, ηλιακή και γεωθερμική ενέργεια ενώ εμείς χρησιμοποιούμε ακόμα πετρέλαιο και κάρβουνο, αν και έχουμε σχεδόν 365 μέρες το χρόνο ηλιοφάνεια, γεωθερμία σε βάθος από 100 έως 1.500 μέτρα (οι Γερμανοί στα 3.000 μέτρα) και ανέμους «να φάνε και οι κότες»; Και για την ιστορία, αιολική ενέργεια ονομάσθηκε γιατί στην ελληνική μυθολογία ο Αίολος ήταν ο θεός του ανέμου.
ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ ή ΠΟΙΕΙΣ ΤΗ ΝΗΣΣΑΝ: Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομαζόταν Παπίας. Είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα και να διασκεδάζει στα συμπόσιά του. Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος ο Β', Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του βούρκωναν υποκριτικά. «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος» του έλεγε. «Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου». Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική. Γι' αυτό, από τότε, όταν κάνεις πιανόταν να λέει ψέματα ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του, του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον παπίαν». Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
τι καπνό φουμάρει
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν "τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι.
"Είσαι βλάκας με περικεφαλαία"
Έγινε γνωστή έτσι:
- Ο Ιωάννης Κωλέττης, έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία. Εκεί άκουσε μια φράση που την είπε ο Μεγάλος Ναπολέοντας, του άρεσε και τη μετέφερε στην πατρίδα του, αλλά κάπως αλλαγμένη. - Ο Μεγάλος Ναπολέοντας είχε πει κάποτε πως: "Διακρίνουμε δύο τύπους στρατιωτών: τους μαχητές, που είναι έξυπνοι και δραστήριοι και τους στρατιώτες, που τους χρησιμοποιούν για τις παρελάσεις και που πρέπει να είναι βλάκες, για να μπορούν να στέκουν ώρες ολόκληρες στους δρόμους και στις πλατείες, σαν τα αγάλματα! Σ' αυτές τις παρατάξεις χρησιμοποιούσαν πιο πολύ ρακοφόρους, που φορούσαν περικεφαλαίες με ένα λοφίο από πάνω θυσανωτό (φουντωμένο) και που τους έλεγαν Θωρακοφόρους βλάκες, για να δημιουργηθεί αμέσως η έκφραση: "ΒΛΑΚΑΣ ΣΑΝ ΘΩΡΑΚΟΦΟΡΟΣ". Στην Ελλάδα όμως, επειδή δεν είχαμε τέτοιο σώμα στρατού, την άλλαξε, τη διαμόρφωσε την έκφραση αυτή ο Κωλέττης και την έκανε: "είναι βλάκας με λοφίο" ή βλάκας με πατέντα" δηλαδή με δίπλωμα, όπως μεταφράζεται, η ιταλική λέξη "πατέντα". Τη φράση αυτή τη μεταχειριζόμαστε σε περίπτωση που βλέπουμε ανθρώπους πολύ καθυστερημένους στο μυαλό.
«Έβρεξε με το τουλούμι »
Στα ορεινά μέρη, όπου δεν ήταν εύκολο να έχουν στάμνες για την αποθήκευση του νερού, είχαν τα ασκιά, τα «τουλούμια» όπως λέγονται, στα τουρκικά. Έτσι, όταν ήθελαν να αδειάσουν νερό από το «τουλούμι», έπεφτε «μπόλικο », όπως πέφτει, όταν βρέχει δυνατά, με χοντρές σταγόνες. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι Τούρκοι που είχαν και αυτοί δημιουργήσει Πυροσβεστική υπηρεσία παίρνοντας σαν πρότυπα ελληνικά, εβραϊκά, και ρωμαϊκά πυροσβεστικά σώματα της τότε εποχής, όταν ήθελε να σβήσουν καμιά πυρκαγιά χρησιμοποιούσαν πρωτόγονες αντλίες, που λειτουργούσαν σαν τα φυσερά των γύφτων. Δηλαδή, για την πίεση του νερού είχαν ασκιά, «τουλούμια» που πέταγαν το νερό πολύ-πολύ μαζί.
"Καβάλησε το καλάμι"
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Την είπαν οι Σπαρτιάτες, για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Και να η ιστορία : Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του. Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας , σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα, όμως, τον είδε ένας φίλος του σε αυτή τη στάση. Ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά-σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και να το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα. Βέβαια, στην πάροδο των χρόνων άλλαξε η ερμηνεία του.
Τον επιασαν στα πρασα
Ο Θεοδωρος Καρρας,ηταν αρχηγος συμμοριας των Αθηνων που εκλεβε σπιτια και καταστηματα. Οταν ενα βραδυ πηγαν να κλεψουν εναν παπα που φημες ελεγαν οτι ειναι παμπλουτος ο παπας τον αντιληφθηκε,τον επιασε και τον παρεδωσε στην αστυνομια,η οποια στη συνεχεια εξαθρωσε και ολη τη συμμορια του. Το σπιτι του παπα ηταν περιτριγυρισμενο απο κηπο γεματο πρασα και εκει ακριβως τον επιασαν.
Του κολλησε τη ρετσινια
Στην Πελοποννησο"ρετσινια"λεγεται το κομματι απο δερμα γιδας που ελειφεται με ρετσινι δημιουργωντας ενα αυτοσχεδιο θεραπευτικο τσιροτο που φυσικα δεν ξεκολλουσε ευκολα οπως.. Οι προκαταληψεις για ανθρωπο,που ειχε κατηγορηθει για κατι.
ΠΗΓΗ
Τα μπουρνεζικα ειναι γλωσσα φυλης της Σουδας
η οποια ηταν στην Ελλαδα μαζι με Τουρκικα στρατευματα
και φυσικα επειδη κανεις Ελληνας δεν τους καταλαβαινε
προεκυψε η φραση,αυτοι μιλουν Αλά Μπουρνεζικα και ειναι
δυο λεξεις οχι μια, κατι σαν το Αλά Γαλλικά
Πράσινα Άλογα.
Είναι παράφραση της αρχαίας πρότασης:
Πρασσ(ττ)ειν Άλογα
Το Α είναι στερητικό & σημαίνει αυτός που πράττει χωρίς λογική.
ψήφος και οι φράσεις: “θα το ρίξω δαγκωτό”, “τον μαύρισαν”;
Η λέξη ψήφος,
αρχικά, προσδιόριζε τη μικρή λεία πέτρα (απ εδώ και το ψηφιδωτό) την οποία χρησιμοποιούσαν για την καταμέτρηση εκλογικών προτιμήσεων. Τα πρώτα ψηφοδέλτια χρησιμοποιήθηκαν στις Δημοτικές εκλογές του 1914. Μέχρι τότε...
....
σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι υποψήφιοι. Η κάθε κάλπη χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν, εξωτερικά, σε δύο χρώματα, το άσπρο (θετική ψήφος) και το μαύρο (αρνητική ψήφος). Απ εδώ και η φράση "τον μαύρισαν".
Ο ψηφοφόρος έπρεπε να περάσει απ΄ όλες τις κάλπες και να πάρει από τον κάθε υπάλληλο, που στεκόταν μπροστά από κάθε κάλπη, το σφαιρίδιο. Ο κάθε υπάλληλος φώναζε δυνατά το όνομα του υποψήφιου. Ο ψηφοφόρος καταψήφιζε ρίχνοντας σε όλες τις κάλπες την ψήφο στο μαύρο τμήμα , ενώ , μόνο, σε μία έριχνε το σφαιρίδιο στη λευκή. Για να γνωρίζουν τον ακριβή αριθμό των "δικών τους" και να αποφύγουν λαθροχειρίες η θετική ψήφος ήταν, συνήθως, δαγκωμένη, για να αναγνωρίζεται στην καταμέτρηση. Απ εδώ και η φράση "θα το ρίξω δαγκωτο".
Σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι υποψήφιοι στην περιφέρεια. Η κάθε κάλπη ήταν φτιαγμένη από λευκοσίδηρο, χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν, εξωτερικά, σε δύο χρώματα, μαύρο και άσπρο. Το δεξιό μέρος και στην εμπρόσθια πλευρά του είχε τη λέξη "ΝΑΙ" με κεφαλαία και ήταν άσπρο. Το δεξιό μέρος είχε τη λέξη "ΟΧΙ" επίσης με κεφαλαία και ήταν μαύρο. Στο πάνω μέρος της κάλπης ήταν τοποθετημένος σωλήνας σε γωνία 25 μοιρών, που είχε μάκρος 27 και διάμετρο 12 εκατοστά. Ο ψηφοφόρος έπρεπε να περάσει από όλες τις κάλπες και να πάρει από τον υπάλληλο που στεκόταν μπροστά από την κάθε μία τη μικρή μολυβένια μπάλα, το σφαιρίδιο.
Ο Υπάλληλος που στεκόταν μπροστά στη κάλπη έπρεπε να φωνάζει ποιανού υποψήφιου ήταν η κάλπη. Μόλις ο ψηφοφόρος έπαιρνε τη μολυβένια μπάλα το σήκωνε το χέρι κρατώντας τη ανάμεσα στο μεγάλο δάχτυλο και το δείχτη για να δείξει ότι κρατούσε μόνο μία και κατόπιν έβαζε το χέρι του μέσα στο σωλήνα και το έριχνε στο χώρισμα που αντιστοιχούσε στο "Ναι 'η το "Όχι".
" το νινί σέρνει καράβι"
Πριν γίνει ο ισθμός της Κορίνθου, για να έκανε κάποιος το ταξίδι Πειραιάς-Πάτρα θα έπρεπε να κάνει τον γύρο της Πελοποννήσου. Για να κόψουν δρόμο, έβγαζαν τα πλοία στο στενό του Ισθμού και βάζοντας μεγάλα ξύλα από κάτω, έσερναν το πλοίο πάνω στη γη μέχρι να το βγάλουν από τον Κορινθιακό κόλπο. Φυσικά όλη αυτή η διαδικασία ήθελε...αρκετές μέρες και ήταν πάρα πολύ κουραστική για τους ναυτικούς που το τραβούσαν.
Όμως σε αυτό το στενό κομμάτι της γης υπήρχαν πάρα πολλοί οίκοι ανοχής. Έτσι λοιπόν οι ναυτικοί, παρόλο που κουράζονταν, προτιμούσαν να σέρνουν το καράβι και να πηγαίνουν στους οίκους ανοχής παρά να κάνουν τον κύκλο.
Μάλλιασε η γλώσσα μου
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα.
Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του.
Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : «μάλλιασε η γλώσσα μου», που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Τρώει τα νύχια του για καυγά
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη.
Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν.
Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα, βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι' αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους.
Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
"ΜΥΡΙΖΩ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ..."
Aπό την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ' ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ' αυτό τον τρόπο έπεφταν σ' ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ:Σημαίνει ότι κάποιος δεν είναι στα καλά του, ότι είναι τρελός. Μια εκδοχή (αμφισβητείται από πολλούς) συνδέεται με την εποχή του Όθωνα, όπου λέγεται ότι στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας, μια ταβερνιάρισσα, η Μιχαλού όταν δεν πλήρωναν έγκαιρα τα «βερεσέδια» οι πελάτες της, τους εξευτέλιζε. Ανάμεσα σε αυτούς τους οφειλέτες ήταν και ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την εξοφλήσει, γιατί δεν είχε εκείνο τον καιρό δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε ο άνθρωπος τους δρόμους παραμιλώντας. Όταν κανείς ρωτούσε να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν «χρωστάει της Μιχαλούς». Μήπως με τα μέτρα που πήραν, το ίδιο δεν έκαναν και σ’ εμάς; Δεν περπατάμε και παραμιλάμε; Ποιος Έλληνας, σήμερα, δεν «χρωστάει της Μιχαλούς»;
ΤΟΥ (ή ΜΑΣ) ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΔΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ:
Ανάμεσα στους διασκεδαστές των ανακτόρων του Βυζαντίου, υπήρχαν και νάνοι. Οι αυτοκράτορες, τους είχαν παραχωρήσει πολλά προνόμια, ήταν οι εκλεκτοί τους. Τους είχαν σαν συμβούλους, αλλά και σαν κατασκόπους. Όταν όμως παρεκτρέπονταν τρεις φορές, τους έβαζαν τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τους άφηναν να κυκλοφορούν έτσι από 4 έως 6 μήνες. Στο τέλος οι νάνοι μην αντέχοντας το σκληρό αυτό μαρτύριο, παρακαλούσαν για έλεος. Σήμερα το ΠΑΣΟΚ ή το ΔΝΤ ή η ΕΕ, εμάς τους Έλληνες «μας έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι». Θα ζητήσουμε έλεος;
ΤA ΕΚΑΝΑΝ ΠΛΑΚΑΚΙΑ: Τη φράση αυτή λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι, δυο άνθρωποι τα είχαν από πριν συμφωνημένα, δηλαδή τα έκαναν έτσι, ώστε να μη φαίνεται τίποτα από εκείνο που τους κατηγορούσαν. Μερικοί θέλουν να υποστηρίζουν ότι η έκφραση προήλθε από τη συμμετρική τοποθέτηση των πλακιδίων των σπιτιών. Είναι όλα τα πλακάκια έτσι τοποθετημένα που δε μένει κανένα κενό! Άλλοι πάλι λένε, πως η έκφραση προήλθε από το παιχνίδι των χαρτιών «πλακάκια». Δυο συμπαίκτες τα κανονίζουν έτσι τα κοψίματα των χαρτιών (στα πλακάκια κόβουν πολλές φορές και όποιος έχει το μεγαλύτερο ή το ίδιο - ανάλογα τη συμφωνία - κερδίζει), ώστε να χάνει πάντα ο τρίτος συμπαίκτης τους. Όλο και περισσότερο τελευταία ακούγεται ότι «τα έκαναν πλακάκια» ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στο σκάνδαλο του Βατοπαιδίου. Θα το μάθουμε ποτέ;
ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ: Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ' όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ' αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε: «Είμαστε για τα πανηγύρια». Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης. «Είμαστε ή δεν είμαστε για τα πανηγύρια», όταν οι Γερμανοί παράγουν ρεύμα από αιολική, ηλιακή και γεωθερμική ενέργεια ενώ εμείς χρησιμοποιούμε ακόμα πετρέλαιο και κάρβουνο, αν και έχουμε σχεδόν 365 μέρες το χρόνο ηλιοφάνεια, γεωθερμία σε βάθος από 100 έως 1.500 μέτρα (οι Γερμανοί στα 3.000 μέτρα) και ανέμους «να φάνε και οι κότες»; Και για την ιστορία, αιολική ενέργεια ονομάσθηκε γιατί στην ελληνική μυθολογία ο Αίολος ήταν ο θεός του ανέμου.
ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ ή ΠΟΙΕΙΣ ΤΗ ΝΗΣΣΑΝ: Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομαζόταν Παπίας. Είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα και να διασκεδάζει στα συμπόσιά του. Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος ο Β', Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του βούρκωναν υποκριτικά. «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος» του έλεγε. «Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου». Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική. Γι' αυτό, από τότε, όταν κάνεις πιανόταν να λέει ψέματα ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του, του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον παπίαν». Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
τι καπνό φουμάρει
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν "τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι.
"Είσαι βλάκας με περικεφαλαία"
Έγινε γνωστή έτσι:
- Ο Ιωάννης Κωλέττης, έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία. Εκεί άκουσε μια φράση που την είπε ο Μεγάλος Ναπολέοντας, του άρεσε και τη μετέφερε στην πατρίδα του, αλλά κάπως αλλαγμένη. - Ο Μεγάλος Ναπολέοντας είχε πει κάποτε πως: "Διακρίνουμε δύο τύπους στρατιωτών: τους μαχητές, που είναι έξυπνοι και δραστήριοι και τους στρατιώτες, που τους χρησιμοποιούν για τις παρελάσεις και που πρέπει να είναι βλάκες, για να μπορούν να στέκουν ώρες ολόκληρες στους δρόμους και στις πλατείες, σαν τα αγάλματα! Σ' αυτές τις παρατάξεις χρησιμοποιούσαν πιο πολύ ρακοφόρους, που φορούσαν περικεφαλαίες με ένα λοφίο από πάνω θυσανωτό (φουντωμένο) και που τους έλεγαν Θωρακοφόρους βλάκες, για να δημιουργηθεί αμέσως η έκφραση: "ΒΛΑΚΑΣ ΣΑΝ ΘΩΡΑΚΟΦΟΡΟΣ". Στην Ελλάδα όμως, επειδή δεν είχαμε τέτοιο σώμα στρατού, την άλλαξε, τη διαμόρφωσε την έκφραση αυτή ο Κωλέττης και την έκανε: "είναι βλάκας με λοφίο" ή βλάκας με πατέντα" δηλαδή με δίπλωμα, όπως μεταφράζεται, η ιταλική λέξη "πατέντα". Τη φράση αυτή τη μεταχειριζόμαστε σε περίπτωση που βλέπουμε ανθρώπους πολύ καθυστερημένους στο μυαλό.
«Έβρεξε με το τουλούμι »
Στα ορεινά μέρη, όπου δεν ήταν εύκολο να έχουν στάμνες για την αποθήκευση του νερού, είχαν τα ασκιά, τα «τουλούμια» όπως λέγονται, στα τουρκικά. Έτσι, όταν ήθελαν να αδειάσουν νερό από το «τουλούμι», έπεφτε «μπόλικο », όπως πέφτει, όταν βρέχει δυνατά, με χοντρές σταγόνες. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι Τούρκοι που είχαν και αυτοί δημιουργήσει Πυροσβεστική υπηρεσία παίρνοντας σαν πρότυπα ελληνικά, εβραϊκά, και ρωμαϊκά πυροσβεστικά σώματα της τότε εποχής, όταν ήθελε να σβήσουν καμιά πυρκαγιά χρησιμοποιούσαν πρωτόγονες αντλίες, που λειτουργούσαν σαν τα φυσερά των γύφτων. Δηλαδή, για την πίεση του νερού είχαν ασκιά, «τουλούμια» που πέταγαν το νερό πολύ-πολύ μαζί.
"Καβάλησε το καλάμι"
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Την είπαν οι Σπαρτιάτες, για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Και να η ιστορία : Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του. Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας , σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα, όμως, τον είδε ένας φίλος του σε αυτή τη στάση. Ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά-σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και να το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα. Βέβαια, στην πάροδο των χρόνων άλλαξε η ερμηνεία του.
Τον επιασαν στα πρασα
Ο Θεοδωρος Καρρας,ηταν αρχηγος συμμοριας των Αθηνων που εκλεβε σπιτια και καταστηματα. Οταν ενα βραδυ πηγαν να κλεψουν εναν παπα που φημες ελεγαν οτι ειναι παμπλουτος ο παπας τον αντιληφθηκε,τον επιασε και τον παρεδωσε στην αστυνομια,η οποια στη συνεχεια εξαθρωσε και ολη τη συμμορια του. Το σπιτι του παπα ηταν περιτριγυρισμενο απο κηπο γεματο πρασα και εκει ακριβως τον επιασαν.
Του κολλησε τη ρετσινια
Στην Πελοποννησο"ρετσινια"λεγεται το κομματι απο δερμα γιδας που ελειφεται με ρετσινι δημιουργωντας ενα αυτοσχεδιο θεραπευτικο τσιροτο που φυσικα δεν ξεκολλουσε ευκολα οπως.. Οι προκαταληψεις για ανθρωπο,που ειχε κατηγορηθει για κατι.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου