Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΜΟΝΟΙΑΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ήταν μεσημέρι της 14ης Οκτωβρίου του 1862 όταν οι Αθηναίοι πανηγύριζαν την έξωση του βασιλιά στην τότε πλατεία Όθωνος που μετονομάστηκε σε πλατεία Ομονοίας. Από τότε και μέσα στα 150 χρόνια που ακολούθησαν η πλατεία που αποτέλεσε άλλοτε το κοσμοπολίτικο και συνάμα λαϊκό σημείο συνάντησης των Αθηναίων πέρασε από διάφορες εποχές ανακατασκευές και χρώματα για να καταλήξει στη σημερινή γκρίζα εικόνα της…
Τα πρώτα σχέδια που έγιναν των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, αποτύπωναν μια πλατεία ορθογώνια η οποία θα ονομαζόταν πλατεία Ανακτόρων. Ο χώρος άλλωστε προοριζόταν για την ανέγερση των Ανακτόρων αφού η θέα της Ακρόπολη ήταν ιδανική. Το σχέδιο όμως απορρίφθηκε από τον Λουδιβίκο, τον πατέρα του Όθωνα, λόγω της περιοχής η οποία γειτνίαζε με εργατικές συνοικίες και ήταν σε κοίλωμα κοντά στα έλη του Κηφισού. Την ιδέα της ανέγερσης των ανακτόρων ακολούθησε εκείνη του Ναού του Σωτήρος, προκειμένου το έθνος να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το Θείο για την απελευθέρωση. Ο έρανος, όμως, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και το ποσό που συγκεντρώθηκε διατέθηκε για την ανέγερση του ναού της Μητροπόλεως.
Έτσι το 1834, τα σχέδια χρειάζεται να επανεξεταστούν και η αναθεώρησή τους ανατίθεται στον αρχιτέκτονα Λέο Φον Κλέντσε. Στην νέα της εκδοχή η πλατεία θα είχε κυκλικό σχήμα ενώ θα ήταν ομώνυμη του τότε βασιλειά Όθωνα. Και αυτό το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Εν τέλει η πλατεία κατασκευάζεται το 1846 με βασιλικό διάταγμα και παίρνει ορθογώνιο σχήμα. Η πλατεία Όθωνος, όπως ονομάστηκε προς τιμήν του βασιλιά, αποτελούσε το βορειότερο άκρο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής.
Το σημερινό της όνομα αποκτα το 1862 όταν γίνεται σύμβολο ενότητας των αντιμαχόμενων πολιτικών πλευρών μετά την εκθρόνιση του βασιλιά. Εκείνο το μεσημέρι της 14ης Οκτωβρίου, ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης, Δημήτριος Βούλγαρης, γνωστός και ως Τζουμπές, απευθύνεται μετά την δοξολογία στο συγκεντρωμένο πλήθος και λέει:
«Ας ορκισθώμεν επί της Πλατείας ταύτης, της λαβούσης ήδη το ωραίον της «Ομονοίας» όνομα, και ας είπη έκαστος εξ ημών: Ορκίζομαι πίστιν εις την πατρίδα και υπακοήν εις τας εθνικάς αποφάσεις».
Αυτή η ένδοξη και επαναστατική φράση σηματοδότησε την απαρχή της ιστορίας της Πλατείας Ομόνοιας η οποία γνώρισε από τότε διάφορες «εποχές», οράματα και υποσχέσεις…
Η πράσινη εποχή
Εκείνη την εποχή η Ομόνοια χαρακτηρίζεται από την αύρα μιας κοσμικής και μεσοαστικής Αθήνας σε συνδυασμό πάντα με τη νότα που της έδιναν οι εργατικές περιοχές που βρίσκονται κοντά της. Το 1877, η πλατεία φωτίζεται με λάμπες φωταερίου, δεντροφυτεύεται και στο κέντρο της κατασκευάζεται μια μαρμάρινη πολυγωνική εξέδρα μουσικής, όπου φιλοξενεί την μπάντα κάθε Κυριακή.
Τρία χρόνια αργότερα, γίνεται η αφετηρία του ιπποσιδηροδρόμου, ενώ το 1889, στο τέλος της Αθηνάς, οικοδομείται σε σχέδια του Ερνεστ Τσίλερ το ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, σήμα κατατεθέν της περιοχής, η οποία σταδιακά μεταμορφώνεται σε σημείο αναφοράς της κοσμικής κίνησης της πόλης κι αρχίζει να ανταγωνίζεται την αίγλη της πλατείας Συντάγματος.
Στην αναβάθμιση αυτή βοηθούν και οι αφίξεις νέων καταστημάτων όπως το «Σολώνειο», το «Βυζάντιο», το «Ζούνης», το «Χαραμής», το «Ομόνοια» και φυσικά η γνωστή «Ήβη», όπου συγκεντρώνεται όλος ο «καλός κόσμος» της εποχής.
Οι ιδιοκτήτες των καφενείων της περιοχής προσπαθούν να προσελκύσουν όλο και περισσότερη πελατεία. Ανοίγους τις πόρτες τους στις κυρίες και δανείζονται στοιχεία από τα ζαχαροπλαστεία. Ελληνικές και ξένες, κυρίως γαλλικές εφημερίδες, καθώς και περιοδικά δημιουργούν άτυπα αναγνωστήρια, ενώ ορχήστρες φροντίζουν για τη μουσική υπόκρουση. Την εικόνα συμπληρώνουν τραγουδιστές και τραγουδίστριες του μελοδράματος.
Δίπλα στον τούρκικο καφέ που ψήνει ο ταμπής με δέκα λεπτά το φλιτζάνι, παρασκευάζεται και ο «Βιενναίος», ο ευρωπαϊκός καφές, με γάλα ή κρέμα, ο οποίος κοστίζει 40 λεπτά.Το νερό έρχεται από το Μαρούσι σε στάμνες και πληρώνεται ξεχωριστά, 5 λεπτά το ποτήρι. Πάστες, γλυκά φούρνου, παγωτά και ηδύποτα συμπληρώνουν τον κατάλογο.
Εκτός από τα καφενεία, λειτουργούν τα ζυθοπωλεία, οι ταβέρνες, τα ξενοδοχεία και φυσικά τα καφωδεία και τα καφέ σαντάντ. Τα τελευταία όμως σε συνδυασμό με την άφιξη των αμανετζίδικων στην περιοχή του Ψυρρή, είναι εκείνα που κάνουν την Ομόνοια να χάσει την μάχη για την πιο αριστοκρατική περιοχή δίνοντας το προβάδισμα στην πλατεία Συντάγματος. Στο τέλος αυτού αιώνα, το 1895 δημιουργείται ο σταθμός του τρένου Αθηνών-Πειραιώς.
Στον «Ρωμηό» του 1907 διαβάζουμε για εκείνη την εποχή:
«Ίτε πάντες εις της Ήβης το γνωστόν ζυθοπωλείον
Εκείνη την εποχή η Ομόνοια χαρακτηρίζεται από την αύρα μιας κοσμικής και μεσοαστικής Αθήνας σε συνδυασμό πάντα με τη νότα που της έδιναν οι εργατικές περιοχές που βρίσκονται κοντά της. Το 1877, η πλατεία φωτίζεται με λάμπες φωταερίου, δεντροφυτεύεται και στο κέντρο της κατασκευάζεται μια μαρμάρινη πολυγωνική εξέδρα μουσικής, όπου φιλοξενεί την μπάντα κάθε Κυριακή.
Τρία χρόνια αργότερα, γίνεται η αφετηρία του ιπποσιδηροδρόμου, ενώ το 1889, στο τέλος της Αθηνάς, οικοδομείται σε σχέδια του Ερνεστ Τσίλερ το ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, σήμα κατατεθέν της περιοχής, η οποία σταδιακά μεταμορφώνεται σε σημείο αναφοράς της κοσμικής κίνησης της πόλης κι αρχίζει να ανταγωνίζεται την αίγλη της πλατείας Συντάγματος.
Στην αναβάθμιση αυτή βοηθούν και οι αφίξεις νέων καταστημάτων όπως το «Σολώνειο», το «Βυζάντιο», το «Ζούνης», το «Χαραμής», το «Ομόνοια» και φυσικά η γνωστή «Ήβη», όπου συγκεντρώνεται όλος ο «καλός κόσμος» της εποχής.
Οι ιδιοκτήτες των καφενείων της περιοχής προσπαθούν να προσελκύσουν όλο και περισσότερη πελατεία. Ανοίγους τις πόρτες τους στις κυρίες και δανείζονται στοιχεία από τα ζαχαροπλαστεία. Ελληνικές και ξένες, κυρίως γαλλικές εφημερίδες, καθώς και περιοδικά δημιουργούν άτυπα αναγνωστήρια, ενώ ορχήστρες φροντίζουν για τη μουσική υπόκρουση. Την εικόνα συμπληρώνουν τραγουδιστές και τραγουδίστριες του μελοδράματος.
Δίπλα στον τούρκικο καφέ που ψήνει ο ταμπής με δέκα λεπτά το φλιτζάνι, παρασκευάζεται και ο «Βιενναίος», ο ευρωπαϊκός καφές, με γάλα ή κρέμα, ο οποίος κοστίζει 40 λεπτά.Το νερό έρχεται από το Μαρούσι σε στάμνες και πληρώνεται ξεχωριστά, 5 λεπτά το ποτήρι. Πάστες, γλυκά φούρνου, παγωτά και ηδύποτα συμπληρώνουν τον κατάλογο.
Εκτός από τα καφενεία, λειτουργούν τα ζυθοπωλεία, οι ταβέρνες, τα ξενοδοχεία και φυσικά τα καφωδεία και τα καφέ σαντάντ. Τα τελευταία όμως σε συνδυασμό με την άφιξη των αμανετζίδικων στην περιοχή του Ψυρρή, είναι εκείνα που κάνουν την Ομόνοια να χάσει την μάχη για την πιο αριστοκρατική περιοχή δίνοντας το προβάδισμα στην πλατεία Συντάγματος. Στο τέλος αυτού αιώνα, το 1895 δημιουργείται ο σταθμός του τρένου Αθηνών-Πειραιώς.
Στον «Ρωμηό» του 1907 διαβάζουμε για εκείνη την εποχή:
«Ίτε πάντες εις της Ήβης το γνωστόν ζυθοπωλείον
Ανοιχτόν μέχρι πρωίας στην Ομόνοιαν εκεί,
εντελής καθαριότης κι’ έξοχος μαγειρική,
μπύρα πρώτη Κλωναρίδη και ποικίλα φαγητά,
ο καλλίτερος ο κόσμος, πάντοτε σ’ αυτό φοιτά»
Η εποχή των Μουσών και η ιστορία της Καλλιόπης
Περνούν σχεδόν τριάντα χρόνια για να αλλάξει και πάλι όψη η πλατεία. Όταν το 1930, ολοκληρώνονται τα έργα για τον υπόγειο σιδηρόδρομο τα εγκαίνια του οποίου πραγματοποιεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, εκτός από το κυκλικό σχήμα, η πλατεία αποκτά μια εικόνα λιγότερο πράσινη εικόνα και περισσότερο αστική.
Οι φοίνικες τα λουλούδια και τα ξύλινα παγκάκια δεν υπάρχουν πια. Στη θέση τους δεσπόζουν τα μαρμάρινα κυκλιδώματα που οδηγούν στον υπόγειο σιδηρόδρομο, ενώ στο κέντρο της, κατασκευάζονται περίπτερα για τους ανθοπώλες. Περιμετρικά τοποθετούνται οκτώ τσιμεντένιες Μούσες για να καλύψουν τους αεραγωγούς του τρένου που μένουν στην ιστορία ως οι «Μούσες της Ομόνοιας»… Πάνω από τα αγάλματα υψώνονταν ψηλοί τσιμεντένιοι κίονες, στην κορυφή των οποίων υπήρχαν καπνοδόχοι….
Βέβαια μιας και οι μούσες κατά τη μυθολογία ήταν εννέα, και η πλατεία για λόγους αισθητικής και συμμετρίας μπορούσε να φιλοξενήσει μόνο οκτώ, ο χώρος που τοποθετήθηκε η ένατη, η μούσα της επικής ποίησης Καλλιόπη, ήταν ακριοβώς δίπλα από τα δημόσια ουρητήρια. Εξαιτίας αυτού η «φτωχή Καλλιόπη» ταύτισε για πάντα το όνομά της με την τουαλέτα…
Οι Μούσες δεν ενθουσίασαν κανέναν, αντιθέτως χαρακτηρίστηκαν κακόγουστες αφού έκαναν την κυκλική πλατεία να μοιάζει με τούρτα με κεράκια. Έξι χρόνια μετά, όταν μία από αυτές κατά την διάρκεια διαδηλώσεων, έπεσε με κίνδυνο να τραυματίσει τους περαστικούς, απομακρύνθηκαν από την πλατεία.
Παρόλα αυτά την εποχή των Μουσών το χρώμα της πλατείας δεν χάθηκε αφού τα λουλούδια των ανθοπωλών συνέχιζαν να στολίζουν την πλατεία μαζί με τα καφενεία, τις μπυραρίες και τα καμπαρέ που είχαν δημιουργηθεί περιμετρικά.
Μια εικόνα της Ομόνοιας της εποχής εκείνης δίνει και το τραγούδι «Ομόνοια Πλας» της δεκαετίας του ‘50 που τραγουδά πρώτη σε μια θεατρική επιθεώρηση η Ρένα Βλαχοπούλου και στη συνέχεια η Σοφία Βέμπο:
«Σε κάθε γωνία επτά καφενεία
καρέκλες με κόσμο γεμάτες
και ταξί που ψαρεύουν πελάτες
Κομψοί και ωραίοι, πολίσμαν τροχαίοι
πεντ’ έξι παλιές μπυραρίες
καυγαδάκια στις αφετηρίες
Καμπαρέ με jazz band και belles femmes
με ταμπέλες που λένε welcome
Τι ρυθμός και ζωή και κοσμοσυρροή
μέρα νύχτα και ως το πρωί.
Και τα ανθοπωλεία σειρά στην πλατεία
τριάντα περίπτερα πλάι
κι από κάτω Μετρό που περνάει
Πιο εκεί, κουλουρτζή, ο ταμπλάς
Να η Ομόνοια Πλας…”
Η υγρή εποχή
Η μεγάλη αναδιάταξη της πλατείας πραγματοποιείται το 1960, όπου η φυσιογνωμία της αλλάζει κατά πολύ. Τα λουλούδια, τα περίπτερα, τα κιγκλιδώματα και οι πάγκοι των ανθοπωλών ξηλώνονται και οι πεζοί αποκλείονται εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή.
Η επιφάνεια της πλατείας μετατρέπεται σε τεχνητή λίμνη με συντριβάνια, ενώ υπογείως διαμορφώνεται μια δεύτερη, πολύ πιο αποπνικτική. Το κοσμικό παρελθόν της Ομόνοιας έχει ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του κέντρου που δίνει προτεραιότητα στο αυτοκίνητο, μετατρέποντας την περιοχή σε κυκλοφοριακό κόμβο αποκλείοντας την πρόσβαση στους πεζούς.
Γελοιογράφοι της εποχής σχολιάζουν καυστικά τη λίμνη, βάζοντας μέσα τη γοργόνα που ρωτά τον τροχονόμο αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Ο Μποστ σε μια γελοιογραφία του που φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του Ταχυδρόμου στις 25 Ιουλίου 1959, την περίοδο δηλαδή όπου γίνονταν τα μεγάλα έργα για την ανακατασκευή της πλατείας και την διάνοιξη της οδού Κοραή, γράφει χαρακτηριστικά :
«Να ιδώ του βάλτου τα χωργια από ψηλή ραχούλα-
να δω κε την ομονηα με τα νερά τα κρεια»
Μέσα σε μια δεκαετία τα συντριβάνια ανακατασκευάζονται σε διάφορες μορφές για να αντικατασταθούν εν τέλει από υδάτινους πίνακες. Οι πεζοί παραμένουν αποκλεισμένοι από την επιφάνεια της πλατείας και οι μόνοι που την επισκέπτονται κατά περιόδους είναι οι των ομάδων που καθιερώνουν τις βουτιές ύστερα από κάθε νίκη της ομάδας τους.
Η γκρι εποχή
Η τελευταία αλλαγή που σηματοδοτεί την απαρχή της Γκρι πλέον εποχής της πλατείας, ξεκινά με την εγκατάσταση του Γυάλινου Δρομέα που πήρε τη θέση του σιντριβανιού.
Τη δεκαετία του ’90, η Ομόνοια σκάβεται ξανά, αυτή τη φορά για τις ανάγκες του μετρό, ενώ αλλάζει και πάλι μορφή. Το υγρό στοιχείο δίνει τη θέση του στο στερεό, καθώς τοποθετείται επί της πλατείας όπου πρασινίζει μερικώς από το γκαζόν το έργο « Δρομέας» του Κώστα Βαρώτσου. Το άγαλμα αρχικά εντυπωσιάζει όμως λόγω των εργασιών του μετρό μεταφέρεται για λόγους ασφαλείας – για να μην κινδυνέψει από τους κραδασμούς.
Τελευταία προσπάθεια ανάπλασής είναι εκείνη που γίνεται πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες, η οποία αφήνει πίσω της έναν οδικό τσιμεντένιο κόμβο. Το 2001 τοποθετείται στο κέντρο της, το ύψους 15 μ. γλυπτό, Πεντάκυκλο, του Γιώργου Ζογγολόπουλου και το πράσινο αντικαθίσταται από πλάκες οι οποίες σήμερα είναι σκούρες από την βρωμιά και το καυσαέριο. Η πλατεία που κάποτε ήταν συνώνυμη με την ζωντάνια σήμερα μαραζώνει χωρίς νερό και χωρίς κίνηση κι επιλέγεται πια ως τόπος απόγνωσης υποψήφιων αυτόχειρων.
Η ατμόσφαιρα μυρίζει καυσαέριο κι απελπισία ναρκομανών, παράνομων κι απεγνωσμένων μεταναστών και άστεγων που πεθαίνουν στα γύρω σοκάκια ενώ είναι συνδεδεμένη με την έλλειψη ζωής. Τα ίχνη του ένδοξου παρελθόντος απουσιάζουν ενώ σχεδόν όλα τα ιστορικά καταστήματα της περιόδου ακμής της έχουν αντικατασταθεί από fast food ή τυροπιτάδικα, από καταστήματα πώλησης κινητών τηλεφώνων και σημεία αλλαγής συναλλάγματος.
Το τσιμεντένιο άνυδρο και γκρίζο πλέον σκηνικό της άλλοτε «κοκέτας» των επιθεωρήσεων δείχνει πως η λαϊκή, κοσμική κι επαναστάτρια πλατεία της Αθήνας πληρώνει την προηγούμενη λαμπρή εποχή της μέσα από μια παράξενη «καταδίκη» παραμένοντας εντελώς αποκομμένη από την άλλοτε ζωντανή ιστορία της
Περνούν σχεδόν τριάντα χρόνια για να αλλάξει και πάλι όψη η πλατεία. Όταν το 1930, ολοκληρώνονται τα έργα για τον υπόγειο σιδηρόδρομο τα εγκαίνια του οποίου πραγματοποιεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, εκτός από το κυκλικό σχήμα, η πλατεία αποκτά μια εικόνα λιγότερο πράσινη εικόνα και περισσότερο αστική.
Οι φοίνικες τα λουλούδια και τα ξύλινα παγκάκια δεν υπάρχουν πια. Στη θέση τους δεσπόζουν τα μαρμάρινα κυκλιδώματα που οδηγούν στον υπόγειο σιδηρόδρομο, ενώ στο κέντρο της, κατασκευάζονται περίπτερα για τους ανθοπώλες. Περιμετρικά τοποθετούνται οκτώ τσιμεντένιες Μούσες για να καλύψουν τους αεραγωγούς του τρένου που μένουν στην ιστορία ως οι «Μούσες της Ομόνοιας»… Πάνω από τα αγάλματα υψώνονταν ψηλοί τσιμεντένιοι κίονες, στην κορυφή των οποίων υπήρχαν καπνοδόχοι….
Βέβαια μιας και οι μούσες κατά τη μυθολογία ήταν εννέα, και η πλατεία για λόγους αισθητικής και συμμετρίας μπορούσε να φιλοξενήσει μόνο οκτώ, ο χώρος που τοποθετήθηκε η ένατη, η μούσα της επικής ποίησης Καλλιόπη, ήταν ακριοβώς δίπλα από τα δημόσια ουρητήρια. Εξαιτίας αυτού η «φτωχή Καλλιόπη» ταύτισε για πάντα το όνομά της με την τουαλέτα…
Οι Μούσες δεν ενθουσίασαν κανέναν, αντιθέτως χαρακτηρίστηκαν κακόγουστες αφού έκαναν την κυκλική πλατεία να μοιάζει με τούρτα με κεράκια. Έξι χρόνια μετά, όταν μία από αυτές κατά την διάρκεια διαδηλώσεων, έπεσε με κίνδυνο να τραυματίσει τους περαστικούς, απομακρύνθηκαν από την πλατεία.
Παρόλα αυτά την εποχή των Μουσών το χρώμα της πλατείας δεν χάθηκε αφού τα λουλούδια των ανθοπωλών συνέχιζαν να στολίζουν την πλατεία μαζί με τα καφενεία, τις μπυραρίες και τα καμπαρέ που είχαν δημιουργηθεί περιμετρικά.
Μια εικόνα της Ομόνοιας της εποχής εκείνης δίνει και το τραγούδι «Ομόνοια Πλας» της δεκαετίας του ‘50 που τραγουδά πρώτη σε μια θεατρική επιθεώρηση η Ρένα Βλαχοπούλου και στη συνέχεια η Σοφία Βέμπο:
«Σε κάθε γωνία επτά καφενεία
καρέκλες με κόσμο γεμάτες
και ταξί που ψαρεύουν πελάτες
Κομψοί και ωραίοι, πολίσμαν τροχαίοι
πεντ’ έξι παλιές μπυραρίες
καυγαδάκια στις αφετηρίες
Καμπαρέ με jazz band και belles femmes
με ταμπέλες που λένε welcome
Τι ρυθμός και ζωή και κοσμοσυρροή
μέρα νύχτα και ως το πρωί.
Και τα ανθοπωλεία σειρά στην πλατεία
τριάντα περίπτερα πλάι
κι από κάτω Μετρό που περνάει
Πιο εκεί, κουλουρτζή, ο ταμπλάς
Να η Ομόνοια Πλας…”
Η υγρή εποχή
Η μεγάλη αναδιάταξη της πλατείας πραγματοποιείται το 1960, όπου η φυσιογνωμία της αλλάζει κατά πολύ. Τα λουλούδια, τα περίπτερα, τα κιγκλιδώματα και οι πάγκοι των ανθοπωλών ξηλώνονται και οι πεζοί αποκλείονται εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή.
Η επιφάνεια της πλατείας μετατρέπεται σε τεχνητή λίμνη με συντριβάνια, ενώ υπογείως διαμορφώνεται μια δεύτερη, πολύ πιο αποπνικτική. Το κοσμικό παρελθόν της Ομόνοιας έχει ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του κέντρου που δίνει προτεραιότητα στο αυτοκίνητο, μετατρέποντας την περιοχή σε κυκλοφοριακό κόμβο αποκλείοντας την πρόσβαση στους πεζούς.
Γελοιογράφοι της εποχής σχολιάζουν καυστικά τη λίμνη, βάζοντας μέσα τη γοργόνα που ρωτά τον τροχονόμο αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Ο Μποστ σε μια γελοιογραφία του που φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του Ταχυδρόμου στις 25 Ιουλίου 1959, την περίοδο δηλαδή όπου γίνονταν τα μεγάλα έργα για την ανακατασκευή της πλατείας και την διάνοιξη της οδού Κοραή, γράφει χαρακτηριστικά :
«Να ιδώ του βάλτου τα χωργια από ψηλή ραχούλα-
να δω κε την ομονηα με τα νερά τα κρεια»
Μέσα σε μια δεκαετία τα συντριβάνια ανακατασκευάζονται σε διάφορες μορφές για να αντικατασταθούν εν τέλει από υδάτινους πίνακες. Οι πεζοί παραμένουν αποκλεισμένοι από την επιφάνεια της πλατείας και οι μόνοι που την επισκέπτονται κατά περιόδους είναι οι των ομάδων που καθιερώνουν τις βουτιές ύστερα από κάθε νίκη της ομάδας τους.
Η γκρι εποχή
Η τελευταία αλλαγή που σηματοδοτεί την απαρχή της Γκρι πλέον εποχής της πλατείας, ξεκινά με την εγκατάσταση του Γυάλινου Δρομέα που πήρε τη θέση του σιντριβανιού.
Τη δεκαετία του ’90, η Ομόνοια σκάβεται ξανά, αυτή τη φορά για τις ανάγκες του μετρό, ενώ αλλάζει και πάλι μορφή. Το υγρό στοιχείο δίνει τη θέση του στο στερεό, καθώς τοποθετείται επί της πλατείας όπου πρασινίζει μερικώς από το γκαζόν το έργο « Δρομέας» του Κώστα Βαρώτσου. Το άγαλμα αρχικά εντυπωσιάζει όμως λόγω των εργασιών του μετρό μεταφέρεται για λόγους ασφαλείας – για να μην κινδυνέψει από τους κραδασμούς.
Τελευταία προσπάθεια ανάπλασής είναι εκείνη που γίνεται πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες, η οποία αφήνει πίσω της έναν οδικό τσιμεντένιο κόμβο. Το 2001 τοποθετείται στο κέντρο της, το ύψους 15 μ. γλυπτό, Πεντάκυκλο, του Γιώργου Ζογγολόπουλου και το πράσινο αντικαθίσταται από πλάκες οι οποίες σήμερα είναι σκούρες από την βρωμιά και το καυσαέριο. Η πλατεία που κάποτε ήταν συνώνυμη με την ζωντάνια σήμερα μαραζώνει χωρίς νερό και χωρίς κίνηση κι επιλέγεται πια ως τόπος απόγνωσης υποψήφιων αυτόχειρων.
Η ατμόσφαιρα μυρίζει καυσαέριο κι απελπισία ναρκομανών, παράνομων κι απεγνωσμένων μεταναστών και άστεγων που πεθαίνουν στα γύρω σοκάκια ενώ είναι συνδεδεμένη με την έλλειψη ζωής. Τα ίχνη του ένδοξου παρελθόντος απουσιάζουν ενώ σχεδόν όλα τα ιστορικά καταστήματα της περιόδου ακμής της έχουν αντικατασταθεί από fast food ή τυροπιτάδικα, από καταστήματα πώλησης κινητών τηλεφώνων και σημεία αλλαγής συναλλάγματος.
Το τσιμεντένιο άνυδρο και γκρίζο πλέον σκηνικό της άλλοτε «κοκέτας» των επιθεωρήσεων δείχνει πως η λαϊκή, κοσμική κι επαναστάτρια πλατεία της Αθήνας πληρώνει την προηγούμενη λαμπρή εποχή της μέσα από μια παράξενη «καταδίκη» παραμένοντας εντελώς αποκομμένη από την άλλοτε ζωντανή ιστορία της
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου