ΒΟΚΑΚΙΟΣ
Άλλοι περνούσαν διαφορετική ζωή: να παραδίνονται αχαλίνωτα στο πιοτό και στις ηδονές, να τριγυρνούν στην πόλη γλεντώντας και με το τραγούδι στα χείλια, να ικανοποιούν όσο περισσότερο μπορούν τα πάθη τους, να γελούν και να παίρνουν στο αστείο τα πιο θλιβερά γεγονότα — αυτό ήταν, κατά τη γνώμη τους, το πιο σίγουρο φάρμακο γι’ αυτή τη φριχτή αρρώστια. Για να περάσουν από μια τέτοια θεωρία στην πράξη, πήγαιναν μέρα νύχτα από ταβέρνα σε ταβέρνα, πίνοντας δίχως ντροπή και μέτρο.
Μα ήταν πολύ χειρότερα στις ιδιωτικές κατοικίες, φτάνει να ’βρισκαν αφορμή για γλέντι. Άλλωστε, τίποτα δεν ήταν ευκολότερο. Έχαναν κάθε ελπίδα πως θα ζήσουν, κι άφηναν στο έλεος της τύχης και τα αγαθά τους και τον εαυτό τους. Τα περισσότερα σπίτια κατάντησαν «μπάτε, σκύλοι, αλέστε», ξένοι είχαν εγκατασταθεί σαν αφεντικά, και εννοείται πως, κοντά στη σκαιότητα της διαγωγής τους, απέφευγαν πάση θυσία και τους πανουκλιασμένους. Αλίμονο! Μες στη μεγάλη θλίψη και τη συμφορά όπου βούλιαζε η πόλη μας, το κύρος και η επιβολή των θεϊκών και των ανθρώπινων νόμων είχε ολότελα θρυμματιστεί και καταρρεύσει. Οι θεματοφύλακες και οι λειτουργοί του νόμου, ή άρρωστοι ήταν ή είχαν πεθάνει ή είχαν τόσο μεγάλη έλλειψη από βοηθούς, που τους ήταν αδύνατον να ενεργήσουν. Ο καθένας λοιπόν ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει.
Κοντά σ’ αυτούς που έβαζαν σε πράξη τις δυο μεθόδους, ζωής που προανέφερα, πολλοί υιοθετούσαν έναν μέσο όρο. Φροντίζοντας λιγότερο από τους πρώτους να περιορίσουν το φαγητό τους, δεν παραδίνονταν ωστόσο , στην κατάχρηση του πιοτού και στην κραιπάλη των δεύτερων. Δίχως τίποτα να στερούνται, έβαζαν κανονισμό στις επιθυμίες τους. Αντί να κλείνονται στα σπίτια τους, κυκλοφορούσαν στα περίχωρα, κρατώντας στα χέρια ιούς είτε λουλούδια είτε αρωματικά βοτάνια είτε διάφορα μπαχαρικά. Τα ’φερναν συχνά στα ρουθούνια τους κι έκριναν καλό να προφυλάγουν τον εγκέφαλό τους ρουφώντας τις μυρωδιές, επειδή η ατμόσφαιρα ήταν μολυσμένη από τη δυσωδία των πτωμάτων, των αρρώστων και των γιατρικών.
Μερικοί εκδήλωναν περισσότερη απονιά, αλλά ίσως περισσότερη σύνεση. Έλεγαν πως η ασφαλέστερη εγγύηση κατά της μόλυνσης ήταν η φυγή. Έχοντας αυτή την πεποίθηση, δε φρόντιζαν παρά μονάχα για τον εαυτό τους, και πολλοί άντρες και γυναίκες παρατούσαν την πόλη, τους συγγενείς τους, την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, κι έφευγαν για τις γειτονικές επαρχίες ή, τουλάχιστον, για τα περίχωρα της Φλωρεντίας. Να πίστευαν άραγε πως η οργή του Θεού, οπλισμένη με τούτη τη μάστιγα, δε θα τους ανακάλυπτε όπου κι αν πήγαιναν, για να χτυπήσει τις παρανομίες των ανθρώπων; Και πως, μια κι ο Θεός είχε ξαπολήσει την οργή Του, θα περιοριζόταν να τιμωρήσει μονάχα όσους είχαν μείνει πίσω από τα τείχη της Φλωρεντίας; Μπορεί όμως και να φαντάζονταν πως κανένας δε θ’ απόμενε και πως η τελευταία τους ώρα είχε φτάσει.
Αν δεν πέθαιναν αναγκαστικά επειδή είχαν κανονίσει τη ζωή τους σύμφωνα με τη μια ή την άλλη μέθοδο, ωστόσο δε γλίτωναν όλοι από τη μοίρα τους. “Όποια κι αν ήταν η θεωρία τους, πολλούς χτυπούσε το κακό, όπου κι αν βρίσκονταν. Πριν αρρωστήσουν, οι ίδιοι είχαν δώσει το παράδειγμα σ’ αυτούς που ήταν ακόμα υγιείς. Τώρα, λοιπόν, κείτονταν κι αυτοί εδώ κι εκεί, εγκαταλειμμένοι, περιμένοντας το θάνατο. Είναι άραγε ανάγκη να προσθέσω πως οι πολίτες απέφευγαν ο ένας τον άλλο και πως κανένας δε νοιαζόταν για το γείτονά του; Επισκέψεις ανάμεσα σε συγγενείς, αν υποθέσουμε πως γίνονταν, ήταν σπάνιες και σε αραιά διαστήματα. Η συμφορά είχε τόσο πολύ κατατρομάξει άντρες και γυναίκες, που ο αδερφός παρατούσε τον αδερφό, ο θείος τον ανιψιό, η αδερφή τον αδερφό, συχνά, μάλιστα, η γυναίκα τον άντρα της.
Ορίστε ακόμα κάτι φοβερό και σχεδόν απίστευτο: οι πατέρες και οι μητέρες, σαν να μην ήταν πια δικά τους τα ίδια τους τα παιδιά, απέφευγαν να πηγαίνουν να τα δουν και να τα βοηθήσουν. Οι άρρωστοι κι από τα δυο φύλα —και ήταν αμέτρητοι— δεν έβρισκαν άλλο αποκούμπι από τη στοργή των φίλων (αλλά πόσο λίγοι είχαν αυτή την ευτυχία!) ή από την απληστία κάποιου υπηρέτη. Οι πελώριες αμοιβές τραβούσαν άντρες και γυναίκες, που μίσθωναν τις υπηρεσίες τους. Ήταν άνθρωποι με άξεστους τρόπους και οι περισσότεροι δεν ήξεραν τη δουλειά τους. Οι υπηρεσίες τους περιορίζονταν στο να δίνουν στους αρρώστους ό,τι ζητούσαν ή να τους παραστέκονται στην ώρα του θανάτου. Να προσθέσω κι ότι, για να προσποριστούν αυτό το κέρδος, έβρισκαν συχνά και οι ίδιοι το θάνατο.
Καθώς οι γειτόνοι, οι συγγενείς και οι φίλοι εγκατέλειπαν τους αρρώστους και καθώς σπάνιζαν οι υπηρέτες, επικράτησε μια συνήθεια άγνωστη ως τότε. Όταν αρρώσταινε μια κυρία, όσο κι αν ήταν κομψευόμενη, όμορφη κι από μεγάλο τζάκι, δεν έπαιρνε υπόψη τον άντρα που είχε στην υπηρεσία της, είτε γέρος ήταν είτε νέος. Φτάνει να το απαιτούσε κάπως η αρρώστια της, και του φανέρωνε οποιοδήποτε μέρος του κορμιού της, σαν να ’χε μπροστά της μια γυναίκα. Πιθανόν, μια τέτοια αφροντισιά να γινόταν ύστερα, σε όσες γιατρεύονταν, η απαρχή για πιο ακόλαστα ήθη. Όσο γι’ αυτούς που τους άφηναν στην τύχη τους, πολλοί θα μπορούσε να ’χαν σωθεί αν βρισκόταν κάποιο πονετικό χέρι να τους βοηθήσει. Με τους αρρώστους δίχως την κατάλληλη περιποίηση και με την επιδημία να φουντώνει αδιάκοπα, τόσο πολλοί άνθρωποι πέθαιναν νύχτα μέρα, που έμενες μ’ ανοιχτό το στόμα σαν άκουγες να το λένε, κι ακόμα περισσότερο σαν το ’βλεπες με τα μάτια σου. Τέλος, σαν αποτέλεσμα της ανάγκης, επικράτησαν έθιμα αντίθετα μ’ εκείνα που συνηθίζονταν πρωτύτερα στην πόλη.
Ήταν συνήθεια —μια συνήθεια που διατηρείται ακόμα και τώρα— οι ξαδέλφες ή οι γειτόνισσες του νεκρού να μαζεύονται στο σπίτι του για να ενώσουν τα δάκρυά τους με τα δάκρυα πιο στενών συγγενών. Από την άλλη, οι γειτόνοι —και αρκετοί άλλοι πολίτες— συγκεντρώνονταν μαζί με την οικογένεια μπροστά στο σπίτι του νεκρού. Πήγαιναν και οι κληρικοί, ανάλογα με την κοινωνική τάξη του μακαρίτη. Ύστερα, πρόσωπα από την ίδια κοινωνική τάξη τον φορτώνονταν στους ώμους, και η νεκρική πομπή, μετά ψαλμών και λαμπάδων, τον μετέφερε στην εκκλησία που είχε διαλέξει ο ίδιος πριν πεθάνει. Μα όταν η επιδημία άρχισε να φουντώνει, παράτησαν αυτές τις συνήθειες ολοκληρωτικά ή κατά μεγάλο μέρος. Άλλες συνήθειες τις αντικατέστησαν.
Πολλοί πέθαιναν δίχως να ’χουν γύρω τους πολυάριθμη γυναικεία συντροφιά. Πολλοί, μάλιστα, πέθαιναν έρημοι και μονάχοι. Και πολύ σπάνιοι ήταν εκείνοι που δεν τους έλειπαν οι σπαραχτικοί θρήνοι και τα πικρά δάκρυα των δικών τους. Σε αντάλλαγμα, ακούγονταν τα γέλια και τα αστεία κάποιας περαστικής παρέας γλεντζέδων. Οι γυναίκες, γενικά, ξεχνώντας τη φυσική τους ευλάβεια και φροντίζοντας μονάχα για την υγεία τους, βολεύονταν περίφημα με την καινούργια συνήθεια. Και πολύ σπάνιοι ήταν εκείνοι που το ξόδι τους το συνόδευαν δέκα με δώδεκα νομάτοι πάνω κάτω. Δεν ήταν τίποτα έντιμοι και γνωστοί πολίτες, αλλά κι εγώ δεν ξέρω τι λογής νεκροθάφτες, που προέρχονταν από τον όχλο, λέγονταν πεθαμενατζήδες, και οι υπηρεσίες τους ήταν πληρωτικές. Άδραχναν το φέρετρο και με γρήγορο βήμα το μετέφεραν, όχι στην εκκλησία που είχε ορίσει ο μακαρίτης πριν πεθάνει, αλλά στην πιο κοντινή. Πέντ’ έξι παπαδοπαίδια προπορεύονταν, κρατώντας μια λεπτή λαμπάδα, που έλειπε κι αυτή ολότελα κάποιες φορές. Με τη βοήθεια των πεθαμενατζήδων και δίχως τη νεκρώσιμη ακολουθία να τραβάει σε μάκρος ή σ’ επισημότητα, κατέβαζαν στα γρήγορα το φέρετρο στον πρώτο αδειανό τάφο που έβρισκαν μπροστά τους.
Ο λαουτζίκος, ίσως κι ένα μεγάλο μέρος από τη μεσαία τάξη, παρουσίαζε ένα θέαμα της πιο φριχτής εξαθλίωσης. Η φτώχεια ή κάποια αόριστη απαντοχή κρατούσε τους περισσότερους στα σπίτια τους. Δεν ξεμάκραιναν καθόλου από τη γειτονιά τους, και κάθε μέρα έπεφταν άρρωστοι κατά χιλιάδες. Δίχως καμιά βοήθεια, δίχως καμιάς λογής εξυπηρέτηση, πέθαιναν, σαν να λέμε, ανελέητα. Μερικοί ξεψυχούσαν, νύχτα ή μέρα, μες στο δρόμο· και πολλοί άλλοι, αν και πέθαιναν στο σπίτι τους, ανάγγελναν στους γειτόνους το θάνατό τους με την μπόχα που ανάδιναν οι αποσυνθεμένες σάρκες τους. Η πόλη ξεχείλιζε από τούτα τα πτώματα κι από τα πτώματα άλλων που πέθαιναν παντού.
Ο τρομερός κίνδυνος που συνεπαγόταν η αποσύνθεση των πτωμάτων, καθώς και η στοργή της οικογένειας απέναντι στο μακαρίτη, υπαγόρευε γενικά στους γειτόνους την ακόλουθη συμπεριφορά: μονάχοι τους ή, αν ήταν δυνατόν, με τη βοήθεια μερικών βαστάζων, έβγαζαν τα πτώματα από τα σπίτια και τ’ αράδιαζαν μπροστά στις πόρτες. Αν έκανες μια βόλτα εκεί γύρω —προπάντων το πρωί— θα ’βρισκες αμέτρητα πτώματα. “Υστερα έφερναν τα φέρετρα. Κι αν τα φέρετρα δεν ήταν αρκετά, τοποθετούσαν τους νεκρούς πάνω σε τάβλες. Πολλά νεκροσέντουκα χρησίμευαν για να κουβαλήσουν δυο και τρεις μαζί. Συχνά, πάνω στις ίδιες τάβλες ήταν πλαγιασμένο ένα αντρόγυνο, δυο τρία αδέρφια, πατέρας και γιος ή κάποιο ανάλογο ζευγάρι. Ποιος θα μπορούσε να πει πόσες φορές, σε μια κηδεία, τρία ή τέσσερα φέρετρα που τα σήκωναν βαστάζοι, πήγαιναν πίσω από δυο παπάδες με το σταυρό στο χέρι; Ενώ οι παπάδες νόμιζαν πως είχαν μονάχα έναν νεκρό να θάψουν, έβρισκαν έξι ή οχτώ μαζί, κάποιες φορές και περισσότερους. Αλλά τους δύστυχους δεν τους τιμούσαν, ανάλογα, με δάκρυα, με λαμπάδες ή με συνοδεία. Το γεγονός καταντούσε τόσο κοινό και συνηθισμένο, ώστε κανείς δε νοιαζόταν για το θάνατό τους περισσότερο απ’ ό,τι θα νοιαζόταν σήμερα για το θάνατο μιας κατσίκας. Κι αυτό που η συνηθισμένη σειρά της ζωής κι ο σιγανός ρυθμός των συμφορών μας δεν είχαν μπορέσει να κάνουν τους μυαλωμένους ανθρώπους να υπομένουν αγόγγυστα, το μέγεθος της συμφοράς, όπως έγινε τότε ολοφάνερο, έκανε ως και τους απλοϊκούς να το πάρουν ξέγνοιαστα.
Με το πλήθος των πτωμάτων, όπως είπα πιο πάνω, που τα μετέφεραν κάθε μέρα και σχεδόν κάθε ώρα σ’ όλες τις εκκλησίες, τα νεκροταφεία δεν επαρκούσαν για όλους τους ενταφιασμούς, προπάντων αν ήθελαν, σύμφωνα με το παλιό έθιμο, να παραχωρήσουν στον καθένα μια θέση αποκλειστικά δική του. Και καθώς όλοι οι τάφοι ήταν γεμάτοι, έσκαβαν, στα νεκροταφεία που συνέχονταν με τις εκκλησίες, λάκκους πολύ βαθιούς, κι εκεί μέσα βόλευαν, εκατοστές εκατοστές, τους νεοφερμένους. Όπως μέσα στο αμπάρι ενός καραβιού στοιβάζουν στρώσεις στρώσεις τα εμπορεύματα, έτσι σκέπαζαν κι αυτά τα πτώματα με μια φτυαριά χώμα κάθε στρώση, όσο το κατάφερναν, όπως όπως, από ψηλά.
***
Απόσπασμα από το “Δεκαήμερο” του Βοκάκιου
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου