ΤΟ ΧΑΜΑΛΙΚΙ

Ωρέ τι θα μπόραγα να κάνω αν δεν ήτανε το καθημερινό χαμαλίκι. 
Θα μπορούσα νάχα πράξει αλλοιώς και να μην υπήρχε το χαμαλίκι. 
Αλλά το ξέρω τότε δε θα μποροΰσα τίποτα να κάνω. 
Γιατί δε θάμουνα εγώ. 
Γιατί θα ήμουν σαν εσάς τους κάλπικους φονιάδες. 
Γιατί θα ήμουν σαν εσάς τους φοιτητές, τους κώλους και τους χέστες. 
Γιατί θα ήμουνα και γω σαν τους αριστερούς, σαν τους «αναρχικούς» και τα πρεζόνια. 
Γιατί θα ρούφαγα ακόμα από τη μαμά και το μπαμπά. 
Γιατί θα ρούφαγα τους γύρω. 
Γιατί στα λόγια θα ‘μουνα ο πρώτος του χωριού ο γκράντεπαναστάτης. 
Γιατί θα ήμουν σαν και σένα πούστη. 
Γιατί θα ήμουν σαν και σένα φεμινίστρια κουφάλα. 
Γιατί θα τάθελα όλα και γω δικά μου. 
Γιατί θα μ’ ενδιέφερε να μη μου πέσει η μύτη. 
Γιατί θα φόραγα και γω το προσωπείο. 
Γιατί θε νάχα τόνα πόδι εδώ και τάλλο απ’ την άλλη. 
Γιατί στο πρώτο ζόρι θάχα να καταφύγω σ’ αυτούς που μούναι ξένοι και δικοί. 
Γιατί θα ήμουν κόσμος, κόσμος μες στον κοσμάκη. 
Γιατί δε θάμουνα εγώ. 
Το προτιμώ το χαμαλίκι. 
Αλλά δε τη μπορώ τη μέθοδο. Δεν την αντέχω. 
Η μέθοδος του προτιμότερου όταν την εφαρμόζω με σκοτώνει. 
Ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί. Μούρθε κάποτε η φράση στο κεφάλι. Ρώτησα τι σημαίνει. «Πατέρα, πατέρα, γιατί μ’ εγκαταλείπεις». Κι αυτό ήταν ηλίθιο, όπως το χαμαλίκι. Χειρότερο απ’ αυτό. 
Νάχα τη δύναμη να πω ξανά το «δε μου επιτρέπεται να θέλω». 
Απόσπασμα από το βιβλίο 
του Νικόλα του Άσιμου 
«ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΡΟΚΑΝΘΡΩΠΟΥΣ», 
εκδόσεις «ανέκδοτο»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις