Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΖΟΥΜΕ
Αν υπήρχε ένα αλφαβητάρι της Επανάστασης, ένα μάνιουαλ των προϋποθέσεων για να ξεσηκωθεί αυτός ο λαός, μάλλον είναι όλες εδώ. Η υπαρξιακή κρίση της πολιτικής, η αλαζονεία των κυρίαρχων, η κυριαρχία του «πλαστικού» κάθε μορφής, η ακραία φτώχεια, η αφτιασίδωτη εκμετάλλευση, η λοιδορία του θύματος, το ψεύδος και η προκλητική εξαπάτηση, οι εξωφρενικές διακρίσεις, ο ευτελισμός της καταπίεσης κάθε μορφής και τόσα άλλα, όλα έχουν ήδη επισυμβεί. Όλοι οι αιτιώδεις παράγοντες είναι παρόντες. Κι όμως δεν είναι αρκετοί. Οι συνθήκες είναι ώριμες …αλλά δεν είναι ικανές. «Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια», ωστόσο, κανένα όνειρο δεν έλαβε ακόμη εκδίκηση.
Αντ’ αυτού, σχόλια. Σχόλια επί σχολίων, κρίσεις, επικρίσεις, κριτικές αναλύσεις και προπάντων καταγγελίες. Όμως κάθε σχόλιο, κάθε κριτική, κάθε καταγγελία, έχει ήδη ενσωματωθεί την ίδια τη στιγμή που γράφεται, γιατί το χειρότερο που θα μπορούσε να ειπωθεί, έχει ήδη ειπωθεί και δεν ιδρώνει το αυτί κανενός. Η μνημονιακή Ελλάδα υφίσταται και συγκροτείται ως τέτοια πέρα από κάθε έλλογη αιτιολογία. Και δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι περιφέροντας τον πόνο στα καφενεία των κοινωνικών δικτύων θα συγκινήσει ή θα κινητοποιήσει τον απέναντι Άλλο, πέρα από μερικά δευτερόλεπτα στο timeline του ή μέχρι το δάχτυλο του να βαρεθεί θα σκρολάρει λίγο παρακάτω την οθόνη της ζωής του. Στον πόνο –επί των τύπων των ήλων– του Άλλου, όπου συμμετέχεις με το δάχτυλο, καταλαβαίνεις ποιος «Θωμάς» είσαι.
Κι έτσι εδώ γεννιέται ένα παράδοξο: πώς γίνεται τόσοι πολλοί σχολιαστές να είναι ταυτόχρονα τόσο σιωπηλοί; Τόσο σιωπηλοί που είναι σχεδόν αόρατοι! Γιατί, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα είναι που κι οι λέξεις χάσαν το μεδούλι τους. Οι λέξεις που για τους αρχαίους παππούδες μας ήταν «αγάλματα φωνήεντα» τώρα έγιναν «στρατιωτάκια αμίλητα κι αγέλαστα». Λέξεις ευκαιρίας, κάτι σαν τα «χρόνια πολλά» αυτών των ημερών. Κι έτσι μπορούμε να μιλάμε με τις ώρες …για την τεράστια σημασία της σιωπής. Μιλάμε για τη σιωπή, την οργή, το δίκιο ή δεν ξέρω ‘γω τι άλλο και δεν μιλάμε από τη σιωπή, από την οργή, από το δίκιο. Μιλάμε για την εξέγερση, για την ανατροπή, για τον συλλογικό μας καημό και δεν μιλάμε μέσα από την εξέγερση, μέσα από την ανατροπή, μέσα από τον συλλογικό μας πόνο. Λες και το να μιλάμε μας βγάζει κάπως έξω από το πρόβλημα. Λες και το να μιλάμε είναι ένας βολικός εξωραϊσμός, μια κάποια ανακούφιση. Μιλάμε και επειδή μιλάμε νομίζουμε κιόλας πως ζούμε. Αλλά δεν ζούμε. Απλά σχολιάζουμε την ίδια τη ζωή μας. Τη ζωή που δεν ζούμε.
Και με την έννοια αυτή λέμε ψέματα στον εαυτό μας. Τον παραμυθιάζουμε ότι ζει, ντε και καλά επειδή γκρινιάζουμε για τη ζωή μας. Όμως ένα «σχολιάζω, άρα υπάρχω», ούτε ο άγιος Καρτέσιος δεν το θέλει. Πρόκειται για ένα γνωστικό φίλτρο ανάμεσα στα μάτια μας και στον κόσμο, που μας τον κάνει να μοιάζει «ανεκτός», την ίδια στιγμή που η αλήθεια του καθενός συνθλίβεται και τσαλαπατιέται. Οι οθόνες, οι εικόνες, οι ερμηνείες, τα ακατάσχετα μπλα-μπλα μας, είναι τα παραμορφωτικά γυαλιά μιας πραγματικότητας όπου όλοι υποδύονται και όλα σκηνοθετούνται ερήμην των εκατομμυρίων κομπάρσων-θεατών. Στην Ελλάδα σήμερα υποδυόμαστε τους εαυτούς μας, υποδυόμαστε τους Έλληνες, υποδυόμαστε τους αριστερούς, υποδυόμαστε τους/τις φεμινιστές/στριες, υποδυόμαστε τους ανθρώπους, τους φιλανθρώπους, τους φιλόζωους, μέχρι και τους βίγκαν ή τους απελπισμένους μπορούμε να υποδυθούμε άμα χρειαστεί. Και εκδραματίζουμε τα λόγια που προβλέπει το σενάριο. Μάθαμε το ποίημα μας. Όμως θέλω πολύ να μας το πω: φοβάμαι πως δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτά, καθώς μια αίσθηση ανημποριάς μας συνθλίβει και δεν μας αφήνει να είμαστε τίποτα απ’ αυτά. Είμαστε οι ρόλοι όλων αυτών που δεν μπορούμε να είμαστε. Κι η πραγματικότητά μας δεν είναι τίποτα λιγότερο από την τραγική συσσώρευση όλων των ρόλων που διαδραματίσαμε στο παρελθόν. Η ζοφερή μας πραγματικότητα είναι η ολέθρια συσσώρευση των εαυτών που δεν ήμασταν για δεκαετίες. Και απλά κάθε μέρα προσθέτουμε στο ατομικό και συλλογικό βιογραφικό μας και κάτι ακόμη που δεν ήμασταν, αλλά –ω τι θαύμα– παίξαμε τον ρόλο μας θαυμάσια.
***
Ας συζητήσουμε κάπως συνωμοτικά στα καμαρίνια του συλλογικού μας θεάτρου των σκιών. Ο τόπος οδεύει στον γκρεμό και όλο και επιταχύνει. Στον υπαρξιακό γκρεμό. Εκεί δηλαδή όπου η «ελληνικότητα», ως διακριτή συλλογικότητα, δεν θα είναι πλέον διακριτή περισσότερο απ’ ότι είναι σήμερα οι αρχαίοι Σουμέριοι. «Σιγά τα ωά», διακηρύττουν, πανηγυρίζοντας σχεδόν, οι μεθυσμένοι –από την εξουσία– μηδενιστές των πρώτων θέσεων της ελληνικής αμαξοστοιχίας. «Έχασε η Βενετιά βελόνι», σαρκάζουν με την πικρία της ολοσχερούς ματαίωσης όσοι πήδηξαν ήδη από τα βαγόνια. Κάποιοι λίγοι τρώνε τα νύχια τους με αγωνία κι οι ψυχολόγοι τους μαλώνουν πως τρώνε, λέει, τις σάρκες τους. Άλλοι πάλι, στέκονται κρυφά στην έξοδο κινδύνου, με μια σημαία ευκαιρίας διπλωμένη στην κωλότσεπη. Κάποιοι άλλοι πηδούνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο κενό: άλλοι στις ουσίες, άλλοι στα ψυχοφάρμακα κι άλλοι ολόισια στο θάνατο. Κι ύστερα είναι οι πολλοί, οι Άλλοι πολλοί, που τίποτα πια δεν καταλαβαίνουν και σιωπούν φλυαρώντας. Είναι αυτοί, που παρόλα αυτά ακόμη τους κρατάνε τόσα κι άλλα τόσα. Έχουν κάνει, μ’ έναν τρόπο, την επιλογή τους: διάλεξαν το «παρόλα αυτά». Παρόλα αυτά τους κρατάνε τόσα κι άλλα τόσα. Ένα «παρόλα αυτά» τους κρατάει να μην βρεθούνε στο κενό. Να μην «την κάνουνε» κι αυτοί.
Κι αν τους λείπει κάτι αυτή είναι η απόφαση. Μια απόφαση τόσο «παρόλα αυτά», που μόνο με έναν ολοσχερώς απελπισμένο έρωτα μπορεί να συγκριθεί. Ζητείται ένας έρωτας με τον τόπο, ακριβώς, παρόλα αυτά! Μια απόφαση από ερωτικό πείσμα.
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Πηγή: edromos.gr
Πηγή: edromos.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου