(The Spirit Of) Christmas

Μια, κάπως παράξενη, χριστουγεννιάτικη ιστορία
Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στη μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.
Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.
Days of progressive past Vol. 60:
Information is not knowledge. Knowledge is not wisdom. Wisdom is not truth. Truth is not beauty. Beauty is not love. Love is not music. Music is the best - Frank Zappa
Μοιάζει ευχής έργον το γεγονός πως το ιδιαίτερο milestone των 20 προσωπικών άρθρων για μια από τις μακροβιότερες στήλες του παρόντος site συνέπεσε σε μια χρονική συγκυρία που φαντάζει εορταστική. Αν και οι αριθμοί λίγη σημασία έχουν στην προκειμένη περίπτωση, δίνουν την αφορμή να συμπλεύσουμε με το κλίμα της εποχής πιο εύκολα, δίνοντας έναν πανηγυρικό τόνο σε ένα κείμενο που πιθανόν από μόνο του δεν είναι πιο σημαντικό από εκείνα που διαδέχεται ή αυτά που θα το ακολουθήσουν.
Άλλοτε με μικρότερα και άλλοτε με μεγαλύτερα χρονικά κενά ανάμεσα σε κάθε αυτοτελές «επεισόδιο» της, η παρούσα στήλη συνέχισε και θα συνεχίσει να υπάρχει και να εξελίσσεται, τιμώντας και φέρνοντας στην επιφάνεια ξεχασμένα έργα του τότε. Όχι, όμως, λόγω κάποιας εμμονικής προσκόλλησης σε κάποιο παρελθοντικό μεγαλείο, αλλά έχοντας ως μοναδικό φάρο την αγνή αγάπη για την πιο δημιουργική και απρόσκοπτη από ταμπέλες και ιδιώματα πλευρά της rock μουσικής.
Σε προσωπικό επίπεδο, η συνέχιση του συγκεκριμένου οράματος, πέραν από μέγιστη τιμή και συγγραφική ευθύνη, αποτελεί κι ένα «ταξίδι» βιώνεται έντονα και προκαλεί για την ανακάλυψη του επόμενου «προορισμού» του, σαν ένα άλλο, παρελθοντικό Underground Express σε τόπους, καταστάσεις και στιγμές που τους «πρέπει» μια επιπλέον αναγνώριση.
Κι αν στο σήμερα οι στιγμές που πραγματικά βιώνουμε σκέψεις και γενονότα τείνουν να εκλείψουν, είναι στο χέρι μας η κάθε αλλαγή. Ας είναι, όμως. Με την ευχή το νέο έτος να έχει να επιδείξει σαφώς περισσότερες όμορφες στιγμές παρά άσχημες και με την ελπίδα μιας δεκαετίας πιο ανθρώπινης σε κάθε επίπεδο, αποχαιρετούμε το 2019 σε «χριστουγεννιάτικο» κλίμα, με το πιο αδίκως παραγνωρισμένο έργο ενός ιδιαίτερου - σε όνομα και πρακτικές - καναδικού σχήματος.
What is (The Spirit Of) Christmas?
Βρισκόμαστε στο Ontario των τελών των ‘60s, σε μια εποχή λίγο πριν την ουσιαστική έκρηξη του progressive rock κινήματος. Ο νεαρός μουσικός Bob Bryden συμμετέχει ενεργά στους Reign Ghost, μια από τις πλέον ταλαντούχες μπάντες της περιοχής. Με τη διάλυση τους (λόγω της φυγής της Lynda Squires - επίσης συντρόφου του Bryden εκείνη την εποχή - για να ενταθεί στο cast του μιούζικαλ "Hair"), όμως, ο δεκαοκτάχρονος τότε κιθαρίστας δεν βρίσκει πλέον εμπόδια στο να δημιουργήσει μια κολεκτίβα με τους καλύτερους νέους μουσικούς της ευρύτερης περιοχής της Oshawa, δίνοντας σε εκείνη την αισιόδοξη (κατά τα Yes πρότυπα) ονομασία των Christmas, λόγω και της ημέρας που συστάθηκε.
Το νεοσύστατο σχήμα δεν έκρυψε αρχικά την αγάπη του για τα έργα των Grateful Dead, η οποία γρήγορα μετατράπηκε σε ένα πνεύμα δημιουργίας που συνέπλεε με τη νοοτροπία της μπάντας στο να διαδώσει το ουσιαστικό πνεύμα γενναιοδωρίας και καλής θέλησης του ονόματος της σε καθημερινή βάση. Έτσι, το ομότιτλο ντεμπούτο της δεν άργησε να κυκλοφορήσει, παρουσιάζοντας δύο εντελώς διαφορετικά πρόσωπα στις δύο πλευρές του βινυλίου του. Η πρώτη, σαφώς πιο προσγειωμένη και λογικά δομημένη, αποτελεί ένα δείγμα άγουρης τραγουδοποιίας που εμφανίζει προοπτικές αλλά δεν ενθουσιάζει κιόλας, εν αντιθέσει με τη δεύτερη, η οποία, μέσα στο άκρατο ψυχεδελικό της τζαμάρισμα, παρουσιάζει τις πραγματικές δημιουργικές δυνατότητες του ταλαντούχου group, σε ένα - τρόπον τινά - τραγούδι με την εύγλωττη ονομασία "Jungle Fabulous".
Τα θέματα, ωστόσο, με την εταιρεία τους, Paragon, υπήρξαν ένας ανασταλτικός παράγοντας που τους κράτησε πίσω, όχι τόσο δημιουργικά, αλλά κυρίως εμπορικά, με αρκετές ηχογραφήσεις τους να χάνονται και τη χρήση της μουσικής τους να συμβαίνει δίχως τη δική τους έγκριση. Σε αυτήν τη δυσλειτουργική κατάσταση, ο Bryden αποφασίζει να πουλήσει τα δικαιώματα της μουσικής των Reign Ghost (που επίσης διαχειριζόταν η Paragon) ώστε να απεμπλακεί από το συμβόλαιο με την εν λόγω εταιρεία, προσχωρώντας αμέσα στην Daffodil και κυκλοφορώντας μέσω εκείνης το δεύτερο Christmas άλμπουμ. Το "Heritage", περί ου ο λόγος, δεν είχε καλύτερη τύχη από το ντεμπούτο τους, κυρίως λόγω αδυναμίας της μπάντας να το υποστηρίξει με εκτεταμένη συναυλιακή δραστηριότητα, αλλά κι εξαιτίας της - και πάλι - ανύπαρκτης προώθησης τους από τη νέα τους εταιρεία.
(The Spirit Of) Christmas - Lies To Live By (Daffodil, 1974)
Η περίοδος του "Heritage" είχε δημιουργήσει έντονες προστριβές ανάμεσα στην μπάντα, το management και τη δισκογραφική της εταιρεία, ενώ στο τραπέζι έπεσαν και ζητήματα μελλοντικής καλλιτεχνικής κατεύθυνσης προς συζήτηση. Έτσι, με τη Daffodil να ζητά έναν ακόμη πιο ραδιοφωνικό hard rock ήχο και το σχήμα να επιθυμεί ακριβώς το αντίθετο, θέλοντας να βουτήξει για τα καλά στα πιο προοδευτικά rock ύδατα, η κατάληξη έμοιαζε μάλλον αναμενόμενη.
Οι Christmas ακολούθησαν το δικό τους όραμα, προσθέτοντας στο δυναμικό τους τον τραγουδιστή Preston Wynn και δημιουργώντας το υλικό του "Lies To Live By" απερίσπαστοι, γεγονός που τους στοίχισε σε χρόνο και τους έβαλε σε νομικούς μπελάδες με την εταιρεία τους. Άλλωστε, με τον δίσκο έτοιμο από το 1973 κιόλας (κι ένα μεγάλο τμήμα του έτοιμο από το 1972), η επιλογή της αλλαγής ονόματος ήταν μονόδρομος ώστε να επιτευχθεί η κυκλοφορία του, με το Spirit Of Christmas να είναι ό,τι κοντινότερο στο... πνεύμα του αρχικού μπορούσε να υπάρξει. Μουσικά, πάντως, το υλικό απομακρυνόταν εμφανώς από τις Christmas ημέρες, όντας ξεκάθαρα guitar driven, με περιεκτικότατη χρήση των πιάνο και mellotron μερών του, χαρακτηριστικά φιλοπρόοδο (τόσο με την έννοια της ηχητικής του εναρμόνισης με το συγκεκριμένο ιδίωμα, όσο και αντικειμενικά) και με ουσιαστική ποιοτική κλιμάκωση κατά τη διάρκεια της ροής του. Κοινώς, ένα συναρπαστικό υβρίδιο ψυχεδέλειας και progressive rock βρετανικής κοπής, όχι ιδιαίτερα μακριά από τα έργα των Spring ή των Rare Bird εκείνη την περίοδο.
Μάλιστα, ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ένας αστικός prog μύθος, που θέλει τον Alex Lifeson των Rush να αποτελεί μεγάλο οπαδό των Spirit Of Christmas, επηρεαζόμενος από τον τρόπο σύνθεσης κι εκτέλεσης τους και «διαιωνίζοντας» ένα σημαντικό μέρος των κιθαριστικών αρετών του Bob Bryden. Πραγματικότητα ή όχι, ο Bryden έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του ακροατής των Rush, ενώ ο κιθαρίστας των prog ημίθεων δεδομένα είχε παρακολουθήσει ζωντανά τους συντοπίτες του την εποχή που υπήρξαν ενεργοί.
Τί ακολούθησε;
Το άλμπουμ, για την εποχή που κυκλοφόρησε, αποτέλεσε κάτι το πρωτόγνωρο για την καναδική prog σκηνή, κερδίζοντας το σεβασμό και την αναγνώριση - έστω κι ετεροχρονισμένα. Εμπορικά, ωστόσο, η κατάσταση δεν άλλαξε, με τους λανθασμένους χειρισμούς μιας σύντομα χρεωκοπημένης εταιρείας να αποτελούν την ταφόπλακα στα όνειρα του σχήματος. Λίγο αργότερα, χωρίς εταιρεία και ελπίδες, η αναπόφευκτη διάλυση θα ήταν φυσικό επακόλουθο, με μια βραχεία επανένωση (και λιγοστές ζωντανές εμφανίσεις) στις αρχές των ‘80s να αποτελεί το κύκνειο άσμα των Christmas.
Λίγα πράγματα είχαν να επιδείξουν και μεμονωμένα οι συντελεστές του σχήματος, με τον Bob Bryden να αποδεικνύεται ο πιο δραστήριος και να κυκλοφορεί μια χούφτα προσωπικούς δίσκους εντός των δεκαετιών που ακολούθησαν. Με τη σπουδαία κληρονομιά, πάντως, που άφησαν με τα τρία άλμπουμ των (Spirit Of) Christmas να είναι παρούσα και με τις διάφορες κατά καιρούς συλλογές και επανακυκλοφορίες να επανέρχεται στο προσκήνιο, η προσφορά τους τόσο στη σκηνή του Καναδά, όσο και στον ευρύτερο progressive rock χώρο, φαντάζει διόλου αμελητέα, αν και σίγουρα παραγνωρισμένη.

 Από τον Σπύρο Κούκα


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις