Το πρόβλημα του χρέους

Το θέμα του χρέους είναι το κομβικό σημείο στην ελληνική τραγωδία των τελευταίων εφτά ετών. Στο όνομα του χρέους και της λύσης για την αντιμετώπισή του το σάπιο πολιτικό σύστημα, που δημιούργησε το χρέος, μας έβαλε το 2010 στα μνημόνια και σχεδιάζει να μας κρατά εκεί για πολλά χρόνια, ακόμα και ως το 2060, εκτός κι αν ανατρέψουμε ως λαός το πολιτικό σύστημα και την κατάσταση.
Όταν μπήκαμε στα μνημόνια, το 2010 το χρέος της κεντρικής διοίκησης ήταν 140,2% του ΑΕΠ (30/6/2010) και στις 31/12/2016 ανέβηκε σε 182,5% του ΑΕΠ, μετά από δημοσιονομικά μέτρα της τάξης των 60 και πλέον δισ. ευρώ και διαγραφές χρέους 105 δισ. ευρώ (PSI, 2/2012). Δηλαδή, στην περίοδο των μνημονίων το χρέος αντί να μειωθεί ή έστω να ελεγχθεί η αύξησή του γιγαντώθηκε. Το χρέος, σύμφωνα με την ορολογία των ειδικών, έγινε «μη βιώσιμο» και σε αυτό προστίθενται κατά καιρούς ορισμένα κοσμητικά επίθετα, όπως «εξαιρετικά μη βιώσιμο» κ.λπ.

Μείωση χρέους χωρίς διαγραφή;

Τον Μάιο του 2016, στη διαδικασία κλεισίματος της 1ης αξιολόγησης του 3ου μνημονίου, οι θεσμοί και η κυβέρνηση συμφώνησαν ένα πλαίσιο για την ελάφρυνση του χρέους προκειμένου να γίνει «βιώσιμο» για να μπορέσει αφενός μεν το ΔΝΤ να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση του 3ου μνημονίου και αφετέρου να μπορέσει η Ελλάδα να βγει στη συνέχεια και να δανειστεί απ’ ευθείας από τις αγορές. Αυτή η διαδικασία προέβλεπε βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα που στόχο είχαν να συμβάλλουν αντίστοιχα στην ελάφρυνση του χρέους κατά 20% + 20% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα μέτρα αυτά επί της ουσίας ήταν τεχνικού χαρακτήρα για την επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων, την εξομάλυνση ή ακόμα και μείωση επιτοκίων κ.λπ. Απαγορεύουν, όμως, ρητά και κατηγορηματικά τη διαγραφή χρέους. Τα μέτρα αυτά έκτοτε αποτελούν το σημείο αναφοράς για τη συζήτηση του ελληνικού χρέους. Επ’ αυτών, ως βάση συζήτησης, υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των θεσμών που αφορούν την ερμηνεία της εφαρμογής τους και κυρίως το εάν και πότε θα αποφασιστούν.
Μετά τα γνωστά προβλήματα στο τέλος του 2016, ως προς την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων, τελικά άρχισαν να εφαρμόζονται αρχές του 2017. Με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα εγκεκριμένα και σε εφαρμογή, το ΔΝΤ -που δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη βιωσιμότητα του χρέους καθώς από το καταστατικό του απαγορεύεται να δανείζει μη βιώσιμα χρέη κρατών- προχώρησε στην αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου χρέους αρχές Φεβρουαρίου του 2017. Το αποτέλεσμα της ανάλυσης του ΔΝΤ συνοψίζεται στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό το χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο». Παράλληλα, το ΔΝΤ έδωσε στη δημοσιότητα κάποια σοκαριστικά νούμερα για την εξέλιξη του χρέους. Το 2060 το χρέος θα αντιστοιχεί στο 275% του ΑΕΠ από 170% που προβλέπεται 2020. Επίσης, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους (τόκοι και χρεολύσια) από 15% που προβλέπεται να είναι ως το 2024 και 33% μετά και ως το 2040 θα εκτιναχτούν στο 62% το 2060. Και αυτά, όταν είναι δεδομένο ότι το ποσοστό 15% θεωρείται ως ένα ικανοποιητικό ποσοστό εξυπηρέτησης χρέους, ενώ το άνω του 20% δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην οικονομία.

Οφείλουμε εδώ να επισημάνουμε ότι αυτά τα μεγέθη του ΔΝΤ ισχύουν παρά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που υποτίθεται ότι δημιούργησαν ελάφρυνση 20% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αν δηλαδή έχουμε και τη μέγιστη κατά 20% επίσης ελάφρυνση, για την οποία υπάρχει αντιπαράθεση, με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα πόσο πιο βιώσιμο γίνεται το ελληνικό χρέος; Επί της ουσίας, δηλαδή, οι συζητήσεις και οι διαφωνίες για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα αφορούν ένα θέμα που τα μέσα τα οποία έχουν εγκριθεί για να το αντιμετωπίσουν δεν το λύνουν. Απλά μεταθέτουν το πρόβλημα για λίγο αργότερα σε μια προσπάθεια να κερδίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι χρόνο, ο καθένας για δικό του λογαριασμό. 



Του Παύλου Δερμενάκη
 Πηγή: e-dromos.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις