Μια κατσαρίδα !

Από το σιφόνι του νιπτήρα πρόβαλαν δειλά δυο κεραίες. Τα ατροφικά ποδάρια αδυνατούσαν να στηρίξουν το ευτραφές σώμα. Ξέρεις –είπε, τσιμπώντας ένα σπυρί ζουμερό κιμά- οι γονείς μου άρχισαν να εργάζονται. Ναι, ναι. Αυτό που σου λέω. Δεν είναι πλέον εξαρτημένοι από μένα. Κι αυτό είναι καλό. Καλό σημάδι. Κι η αδελφή μου αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Απ’ αυτή την άποψη μπορείς να πεις πως ακόμα τούς είμαι χρήσιμος. Όσο για μένα, αρχίζω να συνηθίζω τη νέα μου ζωή, αν και οι άλλοι αποφεύγουν επιμελώς να με βλέπουν. Σαν να έγινα ξαφνικά αόρατος.
Τα μαυρισμένα μήλα δεν τα άγγιξε. Ευχαριστώ, είπε, για όλα. Καιρό είχα να απολαύσω ένα τόσο πλούσιο δείπνο. Ξέρεις, Μαξ, από τότε που-, δυσκολεύομαι όσο να ’ναι. Επιδόρπιο δεν μου χρειάζεται, κι έξυσε ασυναίσθητα την πλάτη του, λες και κάποιο τραύμα ανεπούλωτο πυορροούσε ακόμα.

Λιμοντσέλο υπήρχε άφθονο στα λεπτεπίλεπτα ποτήρια. Με τη μεσαία προβοσκίδα άδειασε το πρώτο σφηνάκι και σε λίγο το δεύτερο και το τρίτο. Ένας συριγμός πρόδωσε την ευχαρίστησή του και ένα τρέκλισμα στα πίσω πόδια. Ο Μαξ δεν μπορούσε να πιει. Το απαγόρευαν οι γονείς του. Είχε εύθραυστη υγεία.

Ήταν ώρα να φύγει. Ο Γκρέγκορ αποχαιρέτησε κάνοντας με τις κεραίες του βαθιά υπόκλιση, μπήκε στο μπάνιο και από το χείλος της λεκάνης μ’ ένα μακροβούτι, τσουπ, εξαφανίστηκε. Ο Μαξ τσούλησε τις ρόδες και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Ήταν σίγουρος. Αρκεί να το πιστέψεις, αρκεί να το θέλεις πολύ για ν’ αγαπήσεις έστω και μια φορά τον γαμημένο εαυτό σου. Κλείνεις τα μάτια και τότε μπορείς να δεις καθαρά αυτό που ευχόσουν, όχι αυτό που θέλουν να βλέπεις οι άλλοι. Μια τσεκουριά στην παγωμένη εντός σου θάλασσα.

Το φως σαν τον κλέφτη τρυπώνει κάτω από τις χαλασμένες γρίλιες. Ο Μαξ ανοίγει τα μάτια του ύστερα από έναν ταραγμένο ύπνο, σηκώνεται και βαδίζει καμαρωτός για το μπάνιο. Μια κατσαρίδα ξαφνιάζεται και βουτά–μπλουμ- στο νερό.



Δημήτρης Χριστόπουλος
Πηγή: artinews.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις