Οι σαλταδόροι

Το σαλτάρισμα ήταν μια πράξη δικαιοσύνης, μια πράξη αντίστασης απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις που σκότωναν και καταπίεζαν ένα ολόκληρο λαό. Οι σαλταδόροι με κίνδυνο φυσικά της ζωής τους σάλταραν στα εν κινήσει καμιόνια του εχθρού και άρπαζαν ότι υπήρχε σ' αυτά. Ήταν πολλών κατηγοριών. Ήταν αυτοί που δούλευαν για τον εαυτό τους, ήταν και άλλοι που μεταπωλούσαν ό,τι άρπαζαν, όμως στη συνείδηση του λαού καταγράφηκαν όσοι μοίραζαν τα αγαθά για να ζήσουν και άλλοι. 
Ο Γενίτσαρης συγκλονισμένος από την παλικαριά τους και γνωρίζοντας πολλούς από αυτούς εμπνέεται από το παράπονο ενός πελάτη σαλταδόρου, «...αφού δεν να κάνουν αυτή την δουλειά, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε;». 

Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε 
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε, 

Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τηνε σαλτάρω, 
σε κάνα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω, 

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, 
τη ρεζέρβα να τους πάρω, 

Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε, 
γιατ' έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα περνάμε, 

Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα εμείς δεν τους ακούμε, 
εμείς θα τη σαλτάρουμε, ώσπου να σκοτωθούμε, 

Σάλτα, ρίξε τη ρεζέρβα, 
ένα ντου και σήκω φεύγα. 


Ο Γενίτσαρης καταγράφει την παλικαριά αλλά και τις δυσκολίες των σαλταδόρων, έτσι μια παραλλαγή του περίφημου «Σαλταδόρου» είναι: 

Απάνω που ξεβίδωνε την έβδομη την βίδα, 
του ρίξανε οι Ιταλοί με μια αραβίδα, 

Απάνω που ξεβίδωνε την έβδομη ρεζέρβα, 
οι Γερμανοί του ρίξανε στα σπλάχνα του μια σφαίρα, 

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, 
στο γερμανικό το κάρο 
και θα πάρω κουραμάνα, 
για να φάει παιδί και μάνα. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις